Οι Dos Tsiganeros στην πατρίδα των χλωμών προσώπων, των Βορείων και των Νοτίων – ΗΠΑ Μέρος 1ο

Όταν ο Πανούλης και ο Λαυρέντης (όχι ο Μαχαιρίτσας, μην μπερδευτείτε) αποφασίζουν να επισκεφθούν ένα μέρος ανά την υφήλιο, στέλνεται κανονικότατο δελτίο τύπου σε όλα τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία, σε όλα τα travel magazines, σε όλες τις μυστικές υπηρεσίες, τοιχοκολλούνται ανακοινώσεις στα διάφορα Ευρωπαϊκά όργανα (alias θεσμοί) και επίσης είναι οι πάντες σε ανοιχτή επικοινωνία με όλα τα αντιμαχόμενα και πολεμο-σπαρασσόμενα μέτωπα στον πλανήτη για να υπάρχει κάλυψη ασφαλείας. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, δε, υπάρχει, ανάλογα με τον προορισμό, και σύνδεση με τον διαστημικό σταθμό Σογιούζ 1875!

Μέσα σε όλο το ταξιδιωτικό τους πρόγραμμα, λοιπόν, το οποίο ξεδιπλώνεται κάθε μήνα (ποιόν μου θυμίζει, βρε παιδί μου αυτό, ποιόν! 😉 ), βρίσκουν και την ευκαιρία να μου κουβαλιούνται για σουτζουκάκια σμυρνέϊκα, χουνκιάρ μπεγιεντί και εκμέκ κανταϊφι ή τιραμισού και να τους κουβαλιέμαι για εξαιρετικά ψητά κοτοπουλάκια, δροσερές σούπερ ντούπερ σαλάτες και (ως επιδόρπια) εξαιρετικές tartes sucrées. Δηλαδή, όπως καταλάβατε, και παραφράζοντας το γνωστό άσμα του Στέλιου του Καζαντζίδη, “η ζωή μας όλη είναι μία γύρα, γεμάτη με γύρο, ουίσκυ και αρμύρα, η ζωή μας όλη όλο τσιμπουσάκια, εσπρέσο καφεδάκια και λίγα κουσκουσάκια”, γιατί εμείς είμαστε και κουσκουσιάρηδες (δεν ξέρω τί κάνει ο κυρ Σωτήρης!). Α, σημειώστε παρακαλώ ότι ο ανωτέρω μουσικός στίχος, ο γεμάτος βάθος, πάχος και λίπος είναι ευγενική χορηγεία της αγαπητής Φιλίτσας Φογκ με ένα touch Πανούλη (όχι να μας φάνε και τα πνευματικά δικαιώματα τα ξένα χεριά που είναι και μαχαίρια!).

Σε αυτο το σημείο, να σας ενημερώσω ότι το γνωστό, σε όλη την Ελλάδα και Ευρώπη, και μη εξαιρετέο ντούο Πάνου-Λαυρέντη, οι Dos Tsiganeros, το γνωρίζω και το αγαπώ πολύ από την προηγούμενη χιλιετία, δηλαδή σχεδόν 20 χρόνια. Γιατί, βλέπετε, αν με κάποιον δεν ταιριάξουν τα ταξιδιωτικά μου χνώτα δεν μπορώ, κάπως μου ΄ρχεται. Έτσι όταν ο άλλος σου λέει, “εγώ αγάπη μου είμαι Τοξότης”, τότε τον βουτάς από τα μαλλιά και τους γιακάδες των polo t-shirts του σκας ένα φιλί στο μάγουλο και του λες “είσαι το άλλο μου μισό”! Επειδή, όμως, το κανονικό άλλο του μισό σε κοιτάει με βλέμμα που σκοτώνει, συμπληρώνεις χιουμοριστικά “έλα, βρε χαζούλη αστεία το λέω, αφού ξέρω ότι είσαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον”! Και έτσι αυτόματα και το άλλο μισό – λέγε με Λαυρέντη – γίνεται εν μία νυκτί ένας εξαιρετικός επίσης φίλος. 😉

Λοιπόν, το αγαπημένο μου ντούο, αποφάσισε ότι φέτος είναι η χρονιά των μεγάλων εξερευνήσεων και ότι σαν νέοι Μοϊκανοί έχουν χρέος να πάνε να γνωρίσουν τα πάτρια εδάφη των άλλων τελευταίων Μοϊκάνων, των γειτόνων τους των Σιού που όλο τσακώνονταν για τα κτήματα εκεί στην κοιλάδα με τα σπαρτά, των κουμπάρων τους των Απάτσι και των δευτεροξάδερφων Ντακότα, που στην συνέχεια έγιναν αεροπλάνα.

Έτσι, μια ηλιόλουστη, καλοκαιρινή και γεμάτη υγρασία μέρα του Ιουλίου, αφού έπλυναν και σιδέρωσαν ντουζίνες εκδρομικών περιβολών, μάζεψαν τα μπογαλάκια τους, ζεύτηκαν τις τσάντες και γραμμή για το αεροδρόμιο από τα αξημέρωτα. Πήδηξαν σε ένα γερμανικό αεροπλάνο από αυτά τα μεγάλα που πάνε στην δυτική χώρα του πολιτισμού (υποτίθεται 😉 ), έδεσαν τις ζώνες τους, έβγαλαν τις σέλφις τους, τις έστειλαν διαπλανητικά σε όλα τα σύμπαντα (γι΄αυτό υπάρχουν τα wifi μέσα στα αεροπλάνα για να μας γλυτώνουν από τα γραμματόσημα και τα ΕΛΤΑ), μας έστειλαν ηχογραφημένα φιλάκια στο μέσεντζερ και αφού καληνύχτισαν ο ένας τον άλλο έπεσαν στην αγκαλιά του Μορφέα για sweet dreams γιατί ήταν και ξενυχτισμένοι.

Δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε το αεροπλάνο, έσκιζε τους ουρανούς, πετούσε πάνω από σύννεφα και από στεριά, και αφού τον έρωτά τους τον είχαν κάνει ήδη θεό και βασιλιά, προσγειώθηκε μετά από πολλές πολλές ώρες στο γνωστό και διεθνές αεροδρόμιο JFK (όχι, δεν ειναι τηγανιτό κοτόπουλο) της γνωστής και διεθνούς Νέας Υόρκης, πρώτο σταθμό του ταξιδιού. Βλέπετε, στη ΝΥ υπάρχουν η Φρήντομ και ο Νικ δε Γκρηκ που θα τους παραλάμβαναν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης από το αεροδρόμιο, θα τους οδηγούσαν στο κονάκι τους να τους συνεφέρουν με ζεστά χαλαρωτικά ντους και κανένα κοψίδι και μετά θα τους ξαμολούσαν για site seeing στο Μεγάλο Μήλο (τί όνομα κι αυτό για μια πόλη… αλλά να μου πείτε ποιός έχασε το γούστο να το βρούν οι σύμμαχοι 😉 )

Και η περιήγηση στη Νέα Υόρκη άρχισε.
– Τί σε Αστόριες να τρέχουν σαν τον κο Πορτοκάλο στο My Big Fat Greek Wedding!
– Tί να ψάχνουν για σουβλάκια στην 5η Λεωφόρο σαν μετανάστες που λιάζονται και δεν έχουν προλάβει ανοιχτό τον Μπαϊρακτάρη!
– Τί wow από δω, τί  wow από κεί, τί wow από δίπλα, λες και δεν έχουν ξαναδεί ξένα μέρη!
– Τί να ανεβαίνουν στο One World Trade Center και να κραυγάζουν σαν τον Τζόνι Βαϊσμίλερ στον Ταρζάν!

Για όνομα, δηλαδή! Αφήστε, αφήστε, ντροπής πράγματα! Ούτε Αμερικάνοι να ήταν δεν θα έκαναν έτσι! Αφού να φανταστείτε οι φίλοι που τους σεργιανούσαν απηύδησαν και τους είπαν ορθά κοφτά κάποια στιγμή:

«Μάγκες, αν έρθει κανείς με άσπρες μπλουζίτσες και τα χεράκια πίσω και σας μαζέψει εμείς θα σας παραπέμψουμε στο «δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις, υποφέρω και υποφέρεις» να συνεννοούμαστε! Δεν θα μας κάνετε εσείς ρεντίκολο σε όλο το Σέντραλ Πάρκ να μην έχουμε μούρη να δούμε τον Πορτορικανό ντελιβερά και τον Πακιστανό χοτ-ντογκατζή της γωνίας!».

Και να φωτογραφίες από δώ. Και να φωτογραφίες απο κεί. Και «κάτσε να βγάλω και αυτόν τον κόκκο σκόνης γιατί ειναι νεοϋορκέζικος» και «κάτσε να απαθανατίσω αυτή την εξάτμηση γιατί είναι διαφορετική από την ευρωπαϊκή» και ό,τι κουλό μπορεί να περάσει από την κάμερα του ανθρώπου πέρναγε από το δικό τους το iphone!

Η δεύτερη μέρα στο Μεγάλο Μήλο περιελάμβανε την Times Square, το Empire State και βέβαια καλλιτεχνικά δρώμενα, λατρεία αμφότερων. Βλέπετε, ήθελαν από μικροί και οι δύο να παίξουν στην Μελωδία της Ευτυχίας με τη Βουγιουκλάκη, αλλά επειδή τον ένα τον έφαγε η μαύρη ξενιτιά και ο δεύτερος μιλούσε ελληνικά επιπέδου “Me Tarzan, you Jane”, η καλλιτεχνική φλέβα έμεινε φλέβα και γλύτωσαν από το κόψιμο οι δικές μας φλέβες!

Anyway, αφού δεν άφησαν καφέ για καφέ που να μην μπούνε να το δούν – λες και εκεί ο καφές τους μιλάει και τους καλωσορίζει ο ίδιος, «welcome to America boys, για sit down over there για ένα καφεδάκι από τα χεράκια μας» – αποφάσισαν ότι ντάλα μεσημέρι που έσκαγε ο τζίτζικας και με τον ήλιο να λιώνει μέχρι και τον ατσαλένιο Ρόμποκοπ, θα πήγαιναν να δούνε θεατρική παράσταση στο Μπρόντγουεη, αλλιώς η ζωή τους θα ήταν μισή!

Έβαλαν λοιπόν τα επίσημα ενδύματά τους για την περίσταση, δηλαδή βερμούδες, σορτσάκες και φανελάκια (βγάλαμε τα μπράτσα έξω να φανούνε τα ποντίκια!), πήραν παραμάσχαλα από ένα τσιπς και μια βρωμερή και ελεεινή κόκα-κόλα και αφού στριφογύρισαν όλους τους δρόμους, έφτασαν και στη γειτονιά των σόου. Κόσμος και ντουνιάς, της τρελής να γίνεται.

Έκοψαν εισιτήρια για το αριστούργημα των θεαμάτων μιούζικαλ, που έχει πάρει, λένε, και 6 βραβεία Τόνυ, το γνωστό Kinky Boots (ιδέα δεν έχω τί είναι αλλά δεν νομίζω ότι θα μου δημιουργήσει κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα η άγνοια αυτή), μπήκαν μέσα βρήκαν μια θεσούλα και άραξαν. Ο Λαυρέντης, ο μαύρος όμως που είναι και ψηλός που να βολέψει τρία μετρα πόδια. Γύρναγε απο δω, γύρναγε απο κεί, “το κέρατό μου μέσα με αυτά τα καθίσματα”, να μουρμουρίζει, τέλος πάντων άρχισε κάποια στιγμή η παράσταση και ηρέμησε.

Την επόμενη μέρα το ντούο θα αναχωρούσε για τον επόμενο σταθμού του γύρου της χώρας των χλωμών προσώπων. Όμως, όπως κάθε καλός Έλλην τουρίστας που σέβεται τον εαυτό του (και κατά συνέπεια οφείλει να τον σέβεται και το αλλοδαπό έτερον ήμισυ, αλλιώς πέφτει παντόφλα), δεν γινόταν να μην περάσει και τιμήσει την ηρωϊκή και ελληνοκρατούσα Αστόρια, ποτισμένη από τη μυρωδιά του σουβλακιού και του μουσακά. Πιάτα, απ΄ότι έμαθα, δεν έπλυναν γιατί σήμερα υπάρχουν και τα ηλεκτρικά πλυντήρια πιάτων. Μπορεί όμως να είναι και συκοφαντίες του κιτρίνου τύπου. Δεν ξέρουμε και ούτε μας ενδιαφέρει.

Λοιπόν, αφού γυρόφεραν την ηρωϊκή συνοικία πήγαν και μια βολτίτσα μέχρι την άκρη του ποταμού για να πάρουν και μια φωτογραφία από το αντικρυνό πλούσιο και κυριλάτο Μανχάταν. Φάτε μάτια ψάρια δηλαδή και κοιλιά περίδρομο!

received_135110576924513~2 [50091]

(Α, τώρα που είπα περίδρομο, αρκετά φούσκωσε από μούσκουλα ο Λαυρέντης. Να επανέλθει, παρακαλώ, στον παλιό καλό Λαυρεντιανό του εαυτό. Αντε, γιατί σε λίγο θα μας τον πάρουν για το Ράμπο Νο 1821 “Χρόνια Δοξασμένα”!).

Την Κυριακή, που ήταν κοντή γιορτή, με τα μπαγκάζια τους ανα χείρας, “προσγειώθηκαν” στην Αμερικάνικη πρωτεύουσα την γνωστή μας Ουάσινγκτον DC. Τονίζω το DC, γιατί όπως ξέρουμε οι νατοϊκοί σύμμαχοι έχουν εκατομμύρια πόλεις με το ίδιο όνομα, αφήστε που έχουν υιοθετήσει ό,τι ευρωπαϊκής πόλης όνομα υπάρχει για να δώσουν και μια γκλαμουριά στα ερημικά χώματά τους. Αφήστε δε, που οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν ιδέα ότι αυτά τα ονόματα ανήκουν σε άλλες ορίτζιναλ πόλεις του πλανήτη! IQ καλαμποκιού για να είμαστε ασορτί και με το continent 😉

Όπως σας είπα και στην αρχή της ανταπόκρισης, το ντούο όταν αποφασίζει να ταξιδέψει στέλνει δελτίο τύπου παγκοσμίως. ΄Αρα, εξυπακούεται, ότι για το ταξίδι στην Ουάσινγκτον είχαν ενημερωθεί από πριν για να τους περιμένουν ο Μπαράκ και η Μιχάλω.

Είχανε τρελαθεί με τις κιμαδόπιττες που τους είχε στείλει η θειά του Πανούλη από το χωριό και τους είχαν πει την τελευταία φορά που μιλήσανε στο τηλέφωνο (το Πάσχα για τις ευχές, ξέρετε), “Μεγάλε, μην τυχόν και έρθεις στα μέρη μας και δεν μας πάρεις τηλέφωνο για καφέ, θα γίνουμε από δυό χωριά χωριάτες. Άσε που η κυρά θέλει να της δώσεις και τη συνταγή της θειάς σου για το “εξοχικό” στη λαδόκολλα και το γαλακτομπούρεκο!”

Βέβαια, τόσες ώρες ταξίδι, πού να κουβαλάς κοφίνια με πεσκέσια και γλυκά! Έλα όμως που δεν ήθελαν να δημιουργήσουν και διπλωματικοδιατροφικό επεισόδιο. Οπότε αντί για γαλακτομπούρεκο τους πήγαν μερικά κουλούρια σουσαμένια Θεσσαλονίκης που διατηρούνται και καλύτερα και έτσι  έβγαλαν και την υποχρέωση.

Η συνάντηση βέβαια έμεινε μυστική για λόγους ασφαλείας αλλά και εγωισμού γιατί, όπως γνωρίζουμε όλοι, όταν σε μια παρέα είναι ο Πανούλης και ο Λαυρέντης κλέβουν όλα τα φλας και τη δόξα οπότε οι υπόλοιποι (ακόμα και το προεδρικό ζεύγος της χώρας) τρώνε την λαμπερή σκόνη τους.

Έτσι, στις εφημερίδες διέρρευσε, απλώς, ότι τα δυό “παιδιά από το Αϊβαλί” φιλοξενήθηκαν από αγαπημένους φίλους και ότι για να τους τιμήσουν άναψαν ένα κεράκι στην ορθόδοξη εκκλησία της πόλης προς τιμήν του Αγ. Σεβαστιανού του Οσιομάρτυρα (ε, όλο και κάπου θα υπάρχει και ένας τέτοιος στο ημερολόγιο, δεν μπορεί!).

Λοιπόν, ξημερώνοντας ο Θεούλης τη μέρα του και αφού περιδρόμιασαν για πρωϊνο μέχρι και τους γείτονες του Σεβαστιανού τους φίλου, άρχισε η περιήγηση στην πρωτεύουσα με πρώτη επίσκεψη στο Καπιτώλιο. Ζέστη τρελλή. Μπήκαν στο φρικαλέο και βρώμικο μετρό (το έχετε δει δα στις ταινίες πως είναι, πίφι πίφι, πίφι) και βγήκαν στη στάση Union Station, στη γωνία του κτιρίου, δίπλα από το ψηλό δέντρο, μπροστά από την κλαίουσα ιτιά.

Στο κτίριο εκείνες τις μέρες, έφτιαχναν κάτι μερεμετάκια στα τοιχώματα, γιατί ο προηγούμενος μάστορας δεν είχε κάνει καλή δουλειά και άρχισαν να ξεφτίζουν οι σοβάδες.  Λέγεται ότι την ώρα της επίσκεψης ακουγόταν από τα μεγάφωνα το γνωστό τραγούδι “…η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πυλοφόρι, το μυστρί”!

Εξ αιτίας αυτών των εργασιών, το dome (ξέρετε, αυτή η  κουπόλ, στυλ “αγιά σοφιά”, βοήθειά μας) ήταν κλειστό και έτσι μείνανε με τον καημό, αλλά δεν έσκασαν κιόλας. Σιγά μωρέ. Μπήκαν, φόρεσαν τα ακουστικά τους και πήραν σβάρνα όλα τα υπολοιπα δωματιάκια που ήταν ανοιχτά και άρχισαν τα πέρα δώθε. Από την μια ο κος Αβραάμ και οι φίλοι του, από την άλλη ο κος Αβραάμ και το σόι του, δηλαδή οι Λινκολνέοι εκ Πετρομαγκούλ.

Γύρναγαν, γύρναγαν, τα γνωστά ουάου και ουάου και στο τέλος εξήλθαν του αγωνιστικού χώρου. Πάντως μην φαντάζεστε και τίποτε τρατώδη πράγματα το Καπιτώλιο. Πολύ κακό για το τίποτε. Αντιγραφή και αυτό αρχαίου ελληνικού ναού. Όλοι μας ζηλεύουν και θέλουν το κακό μας. Συνομώτες! Μας φθονούν! 😉

Στον εξωτερικό αυλόγυρο, ο κηπουρός μόλις είχε κουρέψει το γκαζόν και το pool boy είχε καθαρίσει το συντριβάνι. Ήθελαν να φυτέψουν και κάτι γεράνια, αλλά σκέφτηκαν μήπως το παραφορτώσουν και έτσι το άφησαν φυσικό και ωραίο. 😉

Εν τω μεταξύ το στομάχι τους είχε αρχίσει την σιωπηλή καθιστή διαμαρτυρία “ψωμί, να φάμε, γιατί πεινάμε”. Μη βλέποντας μπροστά τους από την πείνα και σέρνοντας τα βήματά τους, κατεύνθηκαν στο πλησιέστερο ρεστοράν. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, είχε γίνει κατάληψει στο τραπέζι από γαλοπούλες, πουρέδες, ρύζια, σοκολατένια cup cakes και μια φτωχική, έρημη και καταφρονεμένη σαλατίτσα. Βλέπετε, κάποιοι ξεσκίζονται στις μάσες 😉  και κάποιοι δείχνουν ατσάλινο χαρακτήρα! Μη με πιέζετε, δεν λέω ονόματα, δεν ξέρω, δεν απαντώ!

Α, και για να μην νομίζετε ότι όλα όσα ακούτε περί παλαβών στην πέρα του Ατλαντικού χώρα είναι ψεύδη ασύστολα, ορίστε και του λόγου το αληθές! Κάπως έτσι επιβεβαιώνεται και η γνωστή λαϊκή ρήση: “σε κάθε σπίτι ένας τρελλός, στο δικό μας όλοι!” 🙂

received_10153796907413379~2

Επόμενος σταθμός η National Gallery of Art – Από την τέχνη του πηρουνιού, στην τέχνη του πινέλου 🙂 🙂 και φυσικά το Άσπρο Σπίτι ή αγγλιστί Λευκός Οίκος.

Νάτοι, λοιπόν, μπροστά από την Εθνική Πινακοθήκη της πρωτεύουσας – ελληνικού ρυθμού, κάτι μεταξύ δικής μας Εθνικής Βιβλιοθήκης, Εθνικού Πανεπιστημίου και Ακαδημίας στην Πανεπιστημίου της Αθήνας  – ζουλιάρικα χλωμά πρόσωπα, όλο αντιγραφές!!! και μετά κατηγορούμε τους κινέζους 😉

Έβγαλαν τις απαραίτητες φώτο, με τσ΄εαυτούς τους, με τα κανόνια (όχι του Ναβαρόνε, γιατί τα είχαν για πλύσιμο), με τον αγαλματένιο κο Albert Gallatin (που δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του, άρα γιατί να τον ξέρω εγώ), με τους κήπους και τα περιβόλια, περιεργάστηκαν κάτι διακοσμητικές πυραμίδες σαν lego που είχε εκεί στη μέση και κάτι σπιτάκια χρωματιστά, πιθανόν για να βάζουν τα εργαλεία του κήπου και εισήλθαν στο κτίριο.

Προχωρώντας, συνάντησαν εσωτερικές αυλές με φοντάνες και αγαλματάκια και κάτι πρασινάδες για φυτά. Συμπαθητικά, έχουμε δει και καλύτερα!

Και κοιτάγανε δεξιά κι αριστέρα τους πίνακες και θαυμάζανε και βγάζανε και σέλφι μπροστά από ξένους ανθρώπους!

Και εκεί που γυρόφερναν τις αίθουσες, τσουπ, βρήκε ο γύφτος τη γενιά του!
Σκοντάψαμε σε γνώριμα πρόσωπα! Φλαμανδοί καλλιτέχνες και φλαμανδικές φατσούλες.

“Ε, δεν μπορεί όλο και κάποιον προ-πάππο του παππού του παππού του παππού μου θα βρω”, σκέφτηκε ο Λαυρέντης και έμεινε εκστασιασμένος μπροστά από κάτι ξινισμένες προσωπογραφίες και έναν κύριο που είχε ένα κόκκινο ταψί στο κεφάλι του (δεν υπήρχε αναγραφή με τη χρήση του ταψιού, άρα εικάζουμε ότι το χρησιμοποιούσε για να μεταφέρει ξύλα στον μύλο για να ζεσταίνεται το χειμώνα).

Τους κοίταγε ανφάς, τους κοίταγε προφίλ, δεν του θύμιζαν κάτι από την οικογένεια.
“Δεν βαριέσαι, σκέφτηκε, μετά από τόσα χρόνια που έχω να τους δω σίγουρα έχουν αλλάξει, πού να τους αναγνωρίσω τώρα” και συνέχισε το δρόμο του στην επόμενη αίθουσα.

received_10153798878273379~2

Εδώ πια είχαμε ρεσιτάλ εικόνας (μας βγήκαν τα μάτια από τη λάμψη), γκλαμουριάς, κιτσαριού, χρυσού και πίπουλου! Την Άρτα με τα Γιάννενα, εν ολίγοις! Τί μπόι, τί παράστημα! Ένα μίγμα Ερμή του Πραξιτέλη σε μαύρο φόντο και Αμίν Νταντά από την Ουγκάντα!  Θαυμάστε τον 😉 😉 Και το όνομα αυτού ΚάμεΧάμεΧά – στα χαβανέζικα δηλαδή, σημαίνει “κάτσε κάτω” (Χάμε) και “γέλα” (Κάμε Χα). Χαχαχαχα 🙂

(Πριν πάρουν το δρόμο για το σπίτι, έκανα μια στάση έξω από το σπίτι του Μπαράκ και της κυράς, απλά να βγάλουν δυο φωτογραφίες γιατί όπως σας είπα πιο πάνω η κατ΄ιδίαν συνάντηση έγινε εντελώς ινκόγνιτο και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.)

Κατάκοποι και πανβρώμικοι έφτασαν στο σπίτι του Σεβαστιανού φίλου, όπου η συμβία Καρολίνα (όχι το ρύζι, μη δημιουργηθεί σύγχυση) είχε στρώσει τα λινά τραπεζομάντηλα, είχε βγάλει τα καλά σερβίτσια από το γάμο της και είχε ετοιμάσει καλούδια να τους τρατάρει. Έκανα ένα ντους, έγιναν πάλι εμφανίσιμοι άνθρωποι και κάθησαν στο τραπέζι όπου τους περίμεναν μπιφτέκια με ριγανάτες πατάτες φούρνου, τυρόπιττα, τζατζίκι και μελιτζανοσαλάτα, δροσερή σαλάτα. Μόνο τσίρους και μαρίδες που δεν τους έβγαλαν πια κι αυτοί! Έφαγαν, ήπιαν κι πήγαν και ξεράθηκαν. Zzzzz zzzz…

Και ξημέρωσε η Τετάρτη και αφού ξύπνησαν τις μεγάλες ώρες για να μην κόψει η “επιδερματίδα” τους, που λέει και ο Ζήκος, έφτιαξαν το λιτό τους ημερήσιο πρόγραμμα γιατί ειχαν πια μπαφιάσει.

Ξεκίνησαν με το National Museum of the American Indian. Ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον, εξαιρετικά ενδιαφέρον! Παίζει να είναι και ο,τι πιο ενδιαφέρον θα δουν σε ολόκληρο το ταξίδι τους!

Και κατέληξαν στο Air and Space Museum. Όλη η ιστορία του “πετάμε στα σύννεφα” δηλαδή! Και για να μην νομίζετε ότι ο κύριος Πορτοκάλος ήταν υπερβολικός που όλα τα έβγαζε ελληνικά και με ελληνικές ρίζες, σεργιανίζοντα στο εν λόγω μουσείο, νά ΄σου και ξεφύτρωσε μπροστά τους θρυλική πλακέτα. Για διαβάστε να μαθαίνετε για το αεροδρόμιο “Ηφαιστος” της Λήμνου! Τελικά και στην Ανταρκτική να πας θα σε καλοσωρίσουν οι πιγκουίνοι στα ελληνικά. Τέλος! 🙂

Και μετά από τις δύο πρωτεύουσες πήραν τον δρόμο προς την επαρχία. Πήγαν σε ένα Μέρυλαντ μου είπαν. Υποθέτω κάτι σαν το Λιτόχωρο πρέπει να είναι.

Πέρασαν και κάτι γέφυρες και κάτι ποτάμια και έφτασαν κάποια στιγμή στην εξοχή στο αρχοντόσπιτο που θα τους φιλοξενούσε.

Και έβγαζαν φωτό με κόκκινα μπλουζάκια μέσα στους αγρούς λες και ήταν η μετενσάρκωση του Μαρίνου Αντύπα στο Κιλελέρ και έβγαζαν φωτό με κοψίδια λες και εμείς πεινάμε και θα μας έτρεχαν τα σάλια!

Tέλος πάντων, πέρασε κι αυτό και την έκαναν για την τουριστική παραλία της Βιργινίας (όχι της θείας του Γιάννη στους “Απαράδεκτους”) για να ηρεμήσουν και αυτοί και εμείς!

Μη με ρωτήσετε ποια ήταν η Βιργινία που προς τιμήν της ονόμασαν έτσι την παραλία, γιατί δεν γνωρίζω και δεν θέλω να σας γελάσω. Πάντως υπάρχουν φήμες ότι επρόκειτο για μια νεαρή αντάρτισσα από τον κοντινό λόφο που την είδε και τη λιγουρεύτηκε ένας κοτζαμπάσης από το Τέξας  που είχε πάει διακοπές στην περιοχή, την έκλεψε και αφού την γλέντησε την επέστρεψε στους δικούς της. Αυτοί για να ξεπλύνουν τη ντροπή της οικογένειας την πέταξαν στην θάλασσα, αυτή πνίγηκε (δεν είχε ακόμη ιδρυθεί η σχολή του Baywatch για να την σώσουν) και έτσι δόθηκε στην παραλία το όνομά της.

Λοιπόν, φτάνοντας στην παραλία, όπως καταλαβαίνετε, πέταξαν σακίδια και τσάντες, έβαλαν τα μαγιό και αλλόφρονες έτρεξαν προς την θάλασσα την πλανεύτρα. Άντε να ευχαριστηθείς μπάνιο στον ωκεανό…. Μπρρρρρ…. Να λες, “τώρα θα ΄ρθει ο Ντάγκ ο Καρχαριούλης να με κάνει τας-κεμπάμπ, τώρα θα ΄ρθει”! Anyway, καθένας με τον θαλασσινό καημό του, αλλά να το ξεκαθαρίσουμε ότι κι όλο τον πλανήτη να γυρίσεις …Κρήτη δεν βρίσκεις πουθενά! 😉 😉

Eπειδή καλοκαίρι είναι και την παραλία όσο να ΄ναι την είχαν πεθυμήσει, είπαν μια και ήταν στην περιοχή να περάσουν και από την διπλανή ακρογιαλιά να μαζέψουν κανένα βοτσαλάκι και να δουν το ηλιοβασίλεμα. Έτσι αφού ξαναζαλώθηκαν τα μπαγκάζια τους τράβηξαν για την παραλία του Μύρτου (όχι της Κεφαλονιάς, πού τέτοια τύχη!), Myrtle Beach, κοντά στην Ουάσινγκτον της Βόρειας Καρολίνας. Την έπεσαν “πάνω στην καυτή αμμουδιά, δίπλα στο κυματάκι που έσκαγε στο γυαλό, ενώ από πάνω τους ένας γαλάζιος ουρανός τους έκανε γλύκες στέλνοντας άσπρα συννεφάκια να τους δαφνοστεφανώνουν”. Α, το λυρικό αυτό απόσπασμα-παραλήρημα, αποτελεί συνέπεια της ηλίασης μετά από ώρα στην παραλία. 😉

Και με αυτές τις δροσερές και ανάλαφρες εικόνες έκλεισε ο πρώτος κύκλος των περιπετειών των Dos Tsiganeros στην πατρίδα των χλωμών προσώπων. Φυσικά, η συνέχεια του ταξιδιού θα επεφύλασε κι άλλες εκπλήξεις. Μείνετε μαζί μας για τον επόμενο τόμο, “ΗΠΑ- Μέρος 2ο”, που θα ακολουθήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις “Χαζομάρες να γελάμε”.  Stay tuned! 🙂

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s