Η αγαπημένη μου φίλη η Μαγδαληνή (Μαγδάλω για τους πολύ φίλους) είναι Κρητικιά. Εκ Ρεθύμνης. Με καταγωγή από τον Μυλοπόταμο. Αλλά, μην σας τρομάζει αυτό. Είναι πολιτισμένος και φιλήσυχος άνθρωπος, πάρα τα δύσκολα ζεν της περιοχής.
Η Μαγδαληνή, λοιπόν, προχθές το Σάββατο (που ο ήλιος έλαμπε και χτυπούσε σαραντάρια στην ηρωϊκή Μεγαλόνησο), μην έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνει, αποφάσισε να παντρευτεί. Και ίντα να κάμεις; Να κατσ’ς να τσακωθείς μαζί τ’ς; Φόρεσε, που λέτε, ένα νυφικό, έκανε μπούκλες το μαλλί, ζώστηκε με πολεμοφόδια (μέλι με καρύδια), πήρε το σόϊ της (είναι και πολυάριθμα τα σόγια εκεί στο νησί) και ξεκίνησε για το ξωκκλήσι.
– “Επαέ, θα κάτσουμε ούλοι όξω από την εκκλησιά, γιατί μέσα έχει κάτι γιους που φοράν κορώνα και δεν θέλω κουβέντες μαζί τους. Μπας και έχει κανείς αντίρρηση;” τους είπε φτάνοντας.
Ξα τους! Για τρελλούς ψάχνετε;! Άχνα δεν βγήκε από το στόμα του σογιού. Σάματις δεν κάτεχαν οι άνθρωποι. Για τέτοια ήμασταν τώρα; Φέρνει κάνεις αντίρρηση σε Κρητικιά νύφη από τον Μυλοπόταμο και να γίνει το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου πριν καν τελεστεί το μυστήριο; Ε, μα!
Ο ταλαίπωρος γαμπρός, με την ανθοδέσμη στο χέρι που την περιτριγύριζε μια μέλισσα όλη την ώρα, περίμενε στωϊκά να τελειώσει η νύφη τις διαπραγματεύσεις με το σόι της και να έρθει, να της την δώσει την ρημάδα για να αρχίσει ο γάμος!
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, συνειδητοποιούν όλοι ότι έλειπε το κυριώτερο! Ο παπάς! Σοκ! Η νύφη να αφρίζει, ο γαμπρός να βουρλίζεται. Τηλέφωνο από δω, τηλέφωνο από κει, έφτασε ο παπάς με μισή ώρα καθυστέρηση. Είχε φάει λέει χοχλιούς το μεσημέρι και με την ζέστη έπεσε να χαλαρώσει και τον πήρε ο ύπνος.
– “Τί να σου κάνω καημένε που έχει ζέστη και βιάζομαι να τελειώσει ο γάμος, αλλιώς θα έβλεπες τώρα τα ραδίκια ανάποδα”, τον προγκάρισε η νύφη.
Και το μυστήριο ξεκίνησε. Να λιώνουν όλοι από τη ζέστη, σαν παγωτό χωνάκι από τον Δεληολάνη. Ο γαμπρός να έχει τάσεις λιποθυμίας, η νύφη να σιχτιρίζει τις ψηλοτάκουνες γόβες που τις είχαν φουσκαλιάσει τα πόδια, οι καλεσμένοι να ετοιμάζονται να πέσουν από τα βράχια και μέσα σε όλα αυτά να έχεις και τον παπά που με περίσσιο θράσος κυνηγούσε το ζευγάρι να τους ταΐσει μέλι με ολόκληρα καρύδια!
– “Αποκλείεται τώρα! Είσαι σχιζοφρενής άνθρωπέ μου; Να κολλήσουν τα καρύδια στα δόντια μου και να μην μπορώ να βγάλω φωτογραφίες;; Μετά, μετά, όταν πάω σπίτι. Θα το αλείψω σε μια φέτα ψωμί με βούτυρο και θα το φάω”, του λέει η νύφη με ύφος δολοφονικό.
– “Τι λες μωρή κοπελιά; Είσαι με τα καλά σου; Εδώ το τρώνε αυτό, τώρα αμέσως!”, τσίριξε ο παππάς και της έβαλε την κουτάλα με το μελοκάρυδο μέσα στη μούρη.
Μπουκώθηκε η νύφη και το ‘φαγε, τελικά, καταπίνοντάς το αμάσητο.
Χειροκροτήματα το κοινό, οι ανηψιές έπαιζαν με το φλάουτο και το μαντολίνο γαμήλια εμβατήρια και ο νεαρός τραγουδιστής της ποπ Αλέξανδρος-Αιγέας τραγουδούσε το “σήμερα γάμος γίνεται”.
Και κάπου εκεί τελείωσε η τελετή κάτω από τον καυτό Κρητικό ήλιο. Οι καταπονημένοι καλεσμένοι ευχήθηκαν, δεν πήραν μπομπονιέρες γιατί ο οβολός πήγε σε φιλανθρωπία για τον σύλλογο “Αγάπη”, το ζευγάρι έβγαλε τις φωτογραφίες (άνευ καρυδιού στα δόντια) και όλοι μαζί πήραν τον δρόμο τον μακρύ. Το ζεύγος επιβιβάστηκε σε κόκκινο κάμπριο αλφα-ρομέο μετά τενεκεδίων (ναι, είχαν και στο χωριό τους, αλλά κόκκινη κάμπριο δράμα-χωρίς Ρωμαίο ούτε κι Ιουλιέτα). Και πριν ξεκινήσουν η νύφη (που είχε κουρκουτιάσει από το λιοπύρι) θυμήθηκε ότι έπρεπε να πετάξει και την ανθοδέσμη. Την οποία την φάγανε στη μούρη δύο φιλενάδες όπως κάνανε στη άκρη μην τυχόν την πιάσουνε. Την μάζεψαν πάλι την ανθοδέσμη, την ξαναπέταξε η νύφη και αυτή, για να τους την σπάσει, προσγειώθηκε στα χέρια μιας μαυροντυμένης γιαγιάς (της εκκλησίας μάλλον) που την κρατούσε όλο χαρά, γιατί η ελπίδα, όπως ξέρουμε, ποτέ δεν πεθαίνει σύντεκνοι! 😁
Και επιτέλους ήρθε η στιγμή να ξεκινήσουν. Προορισμός, το παραθαλάσσιο μέρος που είχε στηθεί ήδη γλέντι τρικούβερτο. Και να τα γαμοπίλαφα και να τα καλτσούνια και τα ξεροτήγανα και να τα κρέατα και οι ρακές. Χόρεψε η νύφη, χόρεψε ο γαμπρός, χόρεψαν οι καλεσμένοι.
Έφτασε 4 το πρωί. Δυο-τρεις κουζουλοί έπεσαν για μπάνιο στη θάλασσα και οι υπόλοιποι έπεσαν κουρέλια πάνω στην άμμο την ξανθή. Κάποια στιγμή, ήρθε ο μαγαζάτορας ωρυόμενος, άρχισε να τους πιτσιλάει με το λάστιχο να συνέλθουν, τους είπε να σηκωθούν, να τα μαζέψουν και να φύγουν γιατί έπρεπε να καθαρίσει τον κακό χαμό και να κλείσει να πάει να κοιμηθεί. Σηκώθηκαν με το ζόρι τρικλίζοντας, μπήκαν στα αυτοκίνητα και πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Η Κυριακή, τους βρήκε όλους στην παραλία, να κάνουν βουτιές, να ξαναπίνουν ρακές και να τρώνε ντολμαδάκια. Θα σκάσουν στο τέλος, αλλά τέλος πάντων.
Αυτά ήταν τα συνταρακτικά δρώμενα του πρώτου Σαββατοκύριακου του Ιουλίου. Όπου ήμουν κι εγώ καλεσμένη στον γάμο, είχα βγάλει το ωραίο μου εισιτηριάκι και λόγω του σιχαμένου του ιού αναγκάστηκα να βλέπω της τελετή και το γλέντι μόνο μέσω βιντεοκλήσης και να χορεύω μαλεβιζιώτη και πεντοζάλη μόνη μου! Διάλε τσ’απολυμάρες σου!
🎉🥂 Να ζήσετε παιδιά 🎉🥂, κορακοζώητοι! Να τους χαιρόμαστε σύντεκνοι, και να μου ετοιμάσετε ανάλογο τσιμπούσι και χορό τον Αύγουστο που είναι παχιές οι μύγες (για να είμαι ασορτί!).
Και μιας και το απαιτεί το έθιμο, επαέ μια μαντινάδα:
“Η ευτυχία να γενεί πέλαγος δίχως δύση,
να ταξιδεύετε κι οι δυό εις όλη σας τη ζήση!”
Τέλειο post, Ευτέρπη! Πολύ το χαρηκα και γέλασα. Πόσο μου λείπει η Ελλάδα, ελπίζω σύντομα τα αεροπορικά ταξίδια να γίνουν πιο ασφαλή.
LikeLiked by 1 person
Ευχαριστώ! Κι εμένα μου λείπει! Ευελπιστώ οσονούπω!
LikeLiked by 1 person