
– Καλημέρα σου όμορφε, του έλεγε συχνά.
– Όμορφε;;; άκου όμορφε! φαίνεται τα μάτια θέλουν γιατρό, απαντούσε εκείνος ειρωνικά.
– Την ομορφιά του ανθρώπου που αγαπώ τη βλέπω με τα μάτια της καρδιάς μου και αυτά δεν έχουν καμία απολύτως βλάβη, συμπλήρωνε εκείνη.
Κανένα σχόλιο εκ μέρους του. Καμιά λέξη. Ποτέ. Απλώς αδιαφορούσε και τα προσπερνούσε δείχνοντας μόνο ότι του δημιουργούσαν ενόχληση.
Βασικά θεωρούσε πάντα υπερβολικά όσα του έλεγε εκείνη. Μια μόνιμη άρνηση να πιστέψει το οτιδήποτε.
Πολλές φορές αναρωτήθηκε πικραμένη, “άραγε πιστεύει έστω την καλημέρα μου ή κοιτάει έξω από το παράθυρο για να δει αν όντως είναι μέρα;”.
Ώσπου το πήρε πια απόφαση. Σιγύρισε ό,τι πιο όμορφο είχε, τα όνειρά της, τα δίπλωσε προσεκτικά, τους έβαλε λεβάντα να μοσχομυρίζουν και τα τοποθέτησε προσεκτικά και με αγάπη στο συρτάρι της ντουλάπας της.