Μου αρέσει η πρωινή ρουτίνα, χρόνια τώρα. Την χαίρομαι κυρίως τα Σαββατοκύριακα, αλλά αυτή την εποχή ο περιορισμός μου επιτρέπει να την επεκτείνω και τις καθημερινές, έστω κι αν είναι εργάσιμες. Ιδίως όταν ο καιρός είναι καλός με ήλιο και φωτεινός, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να ανοίξω τα παράθυρα μόλις σηκωθώ, νωρίς το πρωί, και να δω το φως της μέρας που πλημμυρίζει τα δωμάτια. Και πολλές φορές το απαθανατίζω έτσι όπως λάμπει στα κτίρια, στις αυλές ή στον ουρανό. Έχετε προσέξει ότι τα σύννεφα πάντα εικονίζουν διάφορες φιγούρες ή σχέδια; Σήμερα σχημάτισαν μια ασπρογάλανη καρδιά.
Ανοίγοντας τα δωμάτια να αεριστούν, παρατηρώ ότι, παρόλο τον βροχερό καιρό, ο ήλιος αν και μπαινοβγαίνει, είναι πολύ λαμπερός. Και κάνει ωραίες αντανακλάσεις στα κτίρια. Ετοιμάζω το πρωινό μου και, πριν ξεκινήσω τη δουλειά, διαβάζω μερικές σελίδες από το βιβλίο μου. Σήμερα ξεκίνησα ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Το “Εράν”, του Γ. Καλπούζου. Μου αρέσει έτσι όπως ξεκινά το βιβλίο, μου ταιριάζει και στην ημέρα: “Στο φως στοχεύουμε όλοι. Όμως σε ποιό φως; Σ’εκείνο που ξεγελά τα μάτια μας ή σ’ εκείνο που υψώνει την ψυχή μας;”
Στο δεύτερο, μουρμουρίζω. Ακόμα κι αν είσαι τόσο μύωπας όπως εγώ, το φως δεν σε ξεγελά. Το αντίθετο. Απλώς πρέπει να φοράς τα σωστά γυαλιά. Γιατί έτσι μπορείς να το περιγράψεις και στους άλλους και να το μοιραστείτε μαζί.
“Εράν” σημαίνει να ερωτεύεσαι, να αγαπάς. Τί; Ποιόν; Μα ό,τι και όποιον σε κάνει ευτυχισμένο. Και να παραμένεις εκεί. Και να παραμένεις κι ο ίδιος αυτόφωτος.