Τέλη Ιουνίου και η Σιλβί αποφασίζει να παρατήσει άντρα και παιδιά και να το παίξει παιδί των λουλουδιών και ανέμελη μεσήλικας στα Δωδεκάνησα.
Έτσι λοιπόν, ένα μεσημέρι την ώρα που έτρωγαν αγκινάρες με κουκιά και κουλουκόψωμο, τους το ξεφούρνισε :
«Ξέρετε, αποφασίσαμε με την Τασούλα να πάμε 4-5 μέρες διακοπές στη Σύμη να δούμε πόσο κοντά είναι και στα απέναντι παράλια, να κάνουμε γιόγκα για να ηρεμήσουμε και να επιστρέψουμε. Το ψυγείο είναι γεμάτο, μπορείτε να τρώτε ό,τι θέλετε. Αν δεν θέλετε μπορείτε να παραγγέλνετε και πίτσες. Πρέπει να ζήσουν και οι πιτσαρίες, να μην σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας», πρόσθεσε με αλληλέγγυο ύφος συνδικαλίστριας της κακιάς ώρας και συνέχισε να καρφώνει τις αγκινάρες στο πηρούνι.
Η μέρα της αναχώρησης έφτασε, φόρεσε τα εκδρομικά της σανδάλια και τις καλοκαιρινές της κελεμπίες, έβαλε και το καπέλο της και ξεκίνησε να βρεί την Τασούλα που την περίμενε στο αεροδρόμιο. Μακριά η Σύμη, γαρ, πρέπει να πιάσει πρώτα Ρόδο και μετά με το παπόρο να συνεχίσει. Α, όλα κι όλα, η Σιλβί δεν μπορεί τις ταλαιπωρίες.
Τέλος πάντων, κάποια στιγμή πάτησαν οι δύο φίλες τα τιμημένα Συμιακά χώματα και νερά, όπου τον πρώτο λόγω έχει το περίφημο συμιακό μαριδάκι, που όμοιό του δεν έχει πουθενά στην υφήλιο.
Κατέλυσαν στο ξενοδοχείο που είχαν κλείσει και τακτοποίησαν τα ρούχα και τα βιβλία στη ντουλάπα του δωματίου – δασκάλα γαρ η Σιλβί, πάντα κουβαλάει μαζί της και ένα βιβλίο για τις εγκεφαλικές της ανησυχίες. Έβαλαν τα μπανιερά τους και πήραν τον δρόμο για την κοντινή παραλία να απλώσουν τα κορμιά τους στα πετραδάκια και στις ξαπλώστρες.
Κάποια στιγμή, εκεί που λιάζονταν σαν τα σαλιγκάρια, ακούει την Τασούλα να της φωνάζει.
«Σιλβίιιιιιι, κοίταααααα!!»
«Τί επαθες καλέ Τασούλα και τσιρίζεις έτσι;» την ρώτησε βαριεστημένα η Σιλβί γυρνώντας προς την κατεύθυνση που της έδειχνε η φίλη της.
«Αααααα, μια κατσίκα! Κι άλλη πιο πέρα. Αχ, τι καλές πάμε αμέσως να τις δούμε από κοντά. Αχ, αδέσποτες είναι οι καημενούλες», συνέχισε με ύφος κακομοίρικο.
«Τί αδέσποτες, μαρή Σιλβί; Ακούς τί λες; Tί είναι οι κατσίκες; Σφαίρες από το κοντσέρτο για πολυβόλα για να είναι αδέσποτες;» της αντιγύρισε έκπληκτη η Τασούλα.
«Βεβαίως και είναι αδέσποτες. Βλέπεις εσύ να έχουν κανέναν «Βόγλη»-βοσκό να τις προσέχει και να τις ορμηνεύει; Όχι αν βλέπεις δείξτον μου κι εμένα», απάντησε με ύφος η Σιλβί βγάζοντας το τελικό πόρισμα.
Και αφού σηκώθηκε από την ξαπλώστρα της, φόρεσε τα γυαλιά της, πήρε το κινητό της και κατευθύνθηκε προς την κατσίκα!
«Καλημέρα καλή μου, έχω κι εγώ δυό κόρες (δεν διευκρίνισε βέβαια αν έμοιαζαν…χτύπημα κάτω από τη μέση αυτό…) και πολύ θα χαρώ να βγάλουμε μια σέλφι να τους την στείλω», άρχισε τον κατσικοδιάλογο η Σιλβί.
Η κατσίκα βέβαια τί να της απαντήσει η έρμη… Ε, δεν περίμενε και πολύ η Σιλβί, νά σέλφι από δω, νά σελφι από κεί.
Η Τασούλα, στο μεταξύ, σταυροκοπιόταν.
«Μαρή Σιλβί, μπορεί να είναι του γείτονα η κατσίκα και να παρεξηγηθεί», της έλεγε.
«Μωρέ τί μας λες εκεί, άμα ήταν του γείτονα να την πρόσεχε καλύτερα», απαντούσε απτόητη η Σιλβί και συνέχιζε τις κατσικο-σέλφι.