Ευθυμογράφημα “Καχραμανάκηδες και Καραμελάκηδες – Κουζουλοί έρωτες στα Κρητικά χώματα” – Κεφάλαιο τέταρτο

oi

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ – ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Την οικογενειακή ελαιουργική επιχείρηση ο μπαρμπα- Σήφης μπορεί να την είχε κληρονομήσει μεν από τον πατέρα του, τον παππού του Ζανό, αλλά την είχε κάνει τρεις φορές μεγαλύτερη και πιο μοντέρνα. Ο παππούς είχε ξεκινήσει τα πάντα μόνος του, μέχρι και το ράβδισμα μόνος του το έκανε: μάζευε τις ελιές, τις έβαζε στα κατάλληλα τσουβάλια και έπαιρνε τη στράτα για να πάει στο πατητήρι.

Άλλοι καιροί τότε… Σιγά σιγά, οι συνθήκες για το λάδι άλλαξαν και ο παππούς έπρεπε να προσαρμοστεί αν ήθελε να συνεχίσει να έχει πελατεία και να αβγατίζει τα αποθέματά του.

Έβαλε λοιπόν στη δουλειά και το γιο του το Σήφη και άρχισαν μαζί να μεγαλώνουν την επιχείρηση. Όταν κάποια στιγμή –εκεί κοντά στα εκατό–, ο παππούς αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να την κάνει κατά Παράδεισο μεριά και να περνάει όλη τη μέρα του πίνοντας ρακές και τρώγοντας αγκινάρες ωμές πασπαλισμένες με αλάτι και λεμόνι, τη δουλειά ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο Σήφης. Και την έκανε δακτυλοδεικτούμενη. Δεν υπήρχε άλλο λάδι άξιο λόγου να ανταγωνιστεί το αγουρέλαιό του σε όλη την Κρήτη. Αφήστε δε που τόση ήταν η μανία του με το λάδι του που όπου πήγαινε για φαγητό έπαιρνε μαζί του και ένα μικρό μπουκαλάκι με λάδι για να ρίχνει από αυτό στη σαλάτα του.

Αφού συνεχώς τσακωνόταν με τους άλλους σύντεκνους γιατί το έπαιρναν πατριωτικά ότι σνόμπαρε και όντως σνόμπαρε– το λάδι τους. Ο Σήφης βέβαια τους έγραφε στα παλαιότερα των υποδημάτων του διότι όταν διαθέτεις το καλύτερο αγουρέλαιο δεν μπορεί να σου κουνιέται καμία αλλοδαπή ντομάτα και κανένα ξένο αγγουράκι.

Η κυρα-Κατίνα, η γυναίκα του, του έβαζε βέβαια τις φωνές γι’αυτή του τη συνήθεια, αλλά στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα· εκείνος δεν έδινε καμία σημασία.

Τώρα, λοιπόν, που είχε γυρίσει ο Ζανό στον τόπο του, ο μπαρμπα-Σήφης δεν έβλεπε την ώρα να του περάσει την επιχείρηση και να ξεκουραστει κι εκείνος λίγο. Βέβαια, ο κανακάρης του, δεν είχε ξαναδουλέψει ποτέ στη ζωή του και τον φοβόταν λιγάκι μπας και αρχίσει τίποτε περίεργα και του κανει την επιχείρηση Βόρεια Κορέα. Αλλά σκόπευε για ενα διάστημα να παραμείνει μαζί του για να δει πως θα τα πάει.

Του είχε διαμηνύσει ότι την πρώτη του μηνός θα ξεκινούσε επίσημα και με το νόμο την εργασία του στην οικογενειακή επιχείρηση και να ετοιμάζεται να ξεχάσει τις ντόλτσες βίτες και την αραχτή και λάιτ ζωή. Ο Ζανό βέβαια, όλα αυτά τα έβλεπε με μισό μάτι, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτε άλλο. Θα έβαζε την ουρά στα σκέλια και θα αναλάμβανε την επιχείρηση.

Στο γραφείο των ελαιουργικών επιχειρήσεων ≪Αγουρέλαια Λαδοχωρίου-Σήφης Καχραμανάκης και Υιός≫, ο υιός Ζανό είχε πάει από τα αξημέρωτα μετά από εντολή του πατέρα του να τσακιστεί να είναι στο γραφείο εφτάμιση το πρωί. Βέβαια, μπορεί για τον υπόλοιπο κόσμο εφτάμιση το πρωί να ήταν μια κανονική πρωινή ώρα, για τον Ζανό τον κανακάρη όμως ήταν ακόμη ξημερώματα αφού στην Αθήνα είχε μάθει να κοιμάται στις τέσσερις το πρωί.

Χασμουριότανε σαν αγουροξυπνημένος αγρότης στον κάμπο του Κιλελέρ, όταν μπήκε μέσα στο γραφείο ο πατέρας του που είχε πάει λίγο νωρίτερα να επιβλέψει τα μηχανήματα για το πάτημα της ελιάς.

Μπαίνοντας ο Σήφης Καχραμανάκης στο γραφείο και βλέποντας τον γιο του σε αυτή την βαριεστημένη, νυσταγμένη και χασμουριτική κατάσταση του ήρθε να του πετάξει στο κεφάλι τα λογιστικά βιβλία που κρατούσε, αλλά έδωσε τόπο στην οργή. Περιορίστηκε σε μια ξερή ≪καλημέρα≫ μέσα από τα δόντια και άρχισε:

≪Λοιπόν, παιδί μου Ζανό, σήμερα αρχίζεις και επίσημα πλέον το κολύμπι στα βαθιά νερά. Σου έχω φέρει εδώ όλα τα λογιστικά βιβλία και τα βιβλία παραγγελιών για να τα μελετήσεις. Ο Γιώργης Αλιφραγκής, ο προϊστάμενος του Λογιστηρίου, είναι στη διάθεσή σου για κάθε διευκρίνιση και πληροφορία. Εγώ πλέον δεν έχω να κάνω τίποτε άλλο. Από σήμερα και για τους επόμενους έξι μήνες θα παρακολουθώ την πρόοδό σου ως επικεφαλής της επιχείρησης και τις ενέργειές σου για αύξηση του τζίρου και προσέλκυσης νέων πελατών. Μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης θα έρθεις να ζητήσεις τη βοήθειά μου. Είναι πια καιρός, όλα όσα ξόδεψα για χάρη σου στα πανεπιστήμια της Αθήνας, να μου τα ξεπληρώσεις και με το παραπάνω. Και κανόνισε, κακομοίρη, η επιτυχία σου εδώ θα κρίνει και το οικογενειακό σου μέλλον ως σύζυγος της Μέλης Καραμελάκης. Έχεις ακούσει φαντάζομαι ότι η δεσποινίς δεν σου μοιάζει καθόλου και πως ότι βάλει στο κεφάλι της το κάνει ο κόσμος να χαλάσει. Άσε που σε ό,τι έχει να κανει με τα επιχειρησιακά είναι ο διάολος μεταμορφωμένος. Μη βλέπεις που μέχρι τώρα ο πατέρας της την άφηνε απ’έξω για να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Από σήμερα κι αυτή μπαίνει για τα καλά στο χορό της δουλειάς. Και δεν εννοώ η μέλλουσα νύφη μου να αποδειχθεί ότι πιάνει περισσότερα πουλιά στον αέρα από το γιο μου. Γι’αυτό ξα σου! Αυτό μόνο σου λέω!≫

≪Εντάξει, ρε πατέρα, give me a break, ρε γαμώτο, μου έχεις ζαλίσει τον έρωτα πια. Τα είπες, ηρέμησες, τώρα άσε με ήσυχο να εντρυφήσω στα βιβλία και να αρχίσω να μαθαίνω τα κατατόπια. Και εδώ είσαι κι εδώ είμαι, σε έξι μήνες θα τρίβεις τα μάτια σου, και δεν θα είναι λόγω σκόνης από τη Σαχάρα. Όσο για την κόρη του Καραμελάκη, μπορεί να τη συμπαθώ και να μου έκανε καλή εντύπωση, αλλά όχι και να μου βγει και καλύτερη στα επιχειρησιακά. Μην τρελαθούμε κιόλας≫, απάντησε ήρεμος ο Ζανό, ώστε να τελειώνει με τον πατέρα του και να του αδειάζει τη γωνιά να ξεκινήσει απερίσπαστος αυτό που δεν μπορούσε να αποφύγει.

Ο μπαρμπα-Σήφης, αφού του έριξε μια λοξή ματιά, άφησε τα βιβλία πάνω στο γραφείο, έστριψε το μουστάκι του και απεσύρθη κουνώντας το κεφάλι του.

≪Άντε να δω τι έχει να γίνει μέσα σε αυτούς τους έξι μήνες≫, μουρμούριζε από μέσα του, σίγουρος ότι θα έφτανε η στιγμή που θα χρειαζόταν να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά λόγω αποκοτιάς του κανακάρη του.

Ο Ζανό, μπορεί να μην είχε ιδιαίτερη όρεξη να δουλέψει στην οικογενειακή επιχείρηση, αλλά είχε πια απηυδήσει να τον ακυρώνει τόσο ο πατέρας του. Ήταν λοιπόν έτοιμος να του βουλώσει το στόμα μια και καλή. Θα του έδειχνε του γέρου πόσα απίδια βάνει ο σάκος. Και στο κάτω κάτω δεν θα καταδεχόταν ποτέ να του παραβγεί στον τομέα εργασία η Μέλη, όλα κι όλα.

Χωρίς πολλά πολλά, στρώθηκε στη δουλειά. Δεν είχε ιδέα από ελαιουργικές επιχειρήσεις, αλλά έκοβε το μάτι του και το μυαλό του. Αφού ξεζούμισε όλα τα βιβλία που του είχε δώσει ο μπαρμπα-Σήφης κανόνισε συνάντηση με τον προϊστάμενο του λογιστηρίου και τον προϊστάμενο πωλήσεων, ώστε να τον ενημερώσουν για τα διάφορα τρέχοντα ζητήματα.

Τελειώνοντας η συνάντηση, οι δύο προϊστάμενοι κοιτάχτηκαν με ερωτηματική ματιά. ≪Σάμπως και τούτος εδώ δεν είναι και εντελώς άχρηστος όπως τον παρουσίαζε το αφεντικό. Σάμπως και θα τα πάει καλά στην επιχείρηση≫, έλεγαν από μέσα τους.

Και δεν έπεσαν καθόλου έξω. Ο Ζανό, κάθε μήνα που περνούσε, έβαζε και το στίγμα του στην επιχείρηση. Ο μπαρμπα-Σήφης, μάθαινε βέβαια τα νέα, αλλά ήταν πολύ νωρίς ακόμη για να θριαμβολογήσει. Παρέμενε άπιστος Θωμάς και περίμενε να ολοκληρωθεί το διάστημα χάριτος που είχε δώσει στο γιο του για να ελέγξει και να δει με τα ίδια του τα μάτια τις επιτυχίες. Βέβαια, περιττό να πούμε ότι με τη δουλειά να τον έχει πνίξει, ούτε που πέρασε από το μυαλό του Ζανό πιθανότητα νέας συνάντησης με τη Μέλη. Κάτσε να τελείωνε με την περίοδο χάριτος που του είχε δώσει ο πατέρας Καχραμανάκης και μετά ξανάπιανε τις εξόδους, σκεφτόταν.

Φυσικά, η πρώτη εργάσιμη της Μέλης δεν ξεκίνησε τόσο smoothly, όσο του Ζανό για τους γνωστούς, προφανείς και μη εξαιρετέους λόγους του κερατένιου χαρακτήρα της.

Ο Μανούσος ήξερε ότι θα έπαιζε ξύλο με την κόρη του και είχε προετοιμαστεί ψυχικά από το προηγούμενο βράδυ. Το πρωί, κατέβηκε στην κουζίνα, ετοίμασε τον καφέ του, γιατί μην νομίζετε ότι η κυρία Καραμελάκη-μητέρα θα σηκωνόταν αξημέρωτα για να χαλάσει τη ζαχαρένια της για την πρώτη μέρα εργασίας της Μέλης. Αφού ήξερε πολύ καλά ότι στο τέλος θα πέρναγε της κόρης της, συνέχισε να είναι παραδομένη στις πρωινές αγκάλες του Μορφέα και έτσι απέφευγε διπλωματικά να πάρει και θέση και μετά να έχει κρεβατομουρμούρα με τον Μανούσο.

Η Μέλη, αφού σηκώθηκε γύρω στις εφτάμιση το πρωί, έκανε το ντους της, έβαλε τις κρέμες της, Estee Lauder και La Mer για την μούρη και Spa Relaxant corps για το σώμα, έφτιαξε τα μακριά ξανθά της μαλλιά, φόρεσε το μίντι φλοράλ φουστάνι της και τις ψηλοτά κουνες nude γόβες της, έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, έφτυσε την –να μην την ματιάσει – οπτασία που της χαμογέλασε μέσα από το τζάμι και κατέβηκε να πιεί τον καφέ της. Πλησιάζοντας στην κουζίνα, θυμήθηκε ότι θα έπρεπε να πάρει για το γραφείο της μια μηχανή Nespresso για να μπορεί να πίνει έναν καφέ της προκοπής και όχι το νερόβραστο χρωματισμένο νερό που προμηθεύονταν από την καντίνα οι υπάλληλοί της.

≪Μπονζούρ, ντάντυ≫, χαιρέτησε τον πατέρα της μπαίνοντας στην κουζίνα. ≪Πώς πάνε τα κέφια σήμερα; Φαντάζομαι ότι σου έχουν γίνει τα νεύρα κρόσια που από τώρα θα αναγκάζεσαι να πηγαινοέρχεσαι στο καφενείο, να παίζεις πρέφα και να τσακώνεσαι, αντί να ασχολείσαι με την επιχείρηση, έτσι;≫, τον ρώτησε γελώντας και αστειευόμενη η Μέλη και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. ≪Λοιπόν, έχω μεγάλα όνειρα και βλέψεις για τις επιχειρήσεις μας. Ήταν να μην το πάρω απόφαση να ασχοληθώ με τα αλεύρια, τα βούτυρα και τις ζάχαρες. Άπαξ και έγινε, θα μεγαλουργήσω≫.

≪Άκου εδώ να σου πω Μέλη, ξέρεις ότι τα ζαχαροπλαστεία πάνε μια χαρά με τον τρόπο που δουλεύουν μέχρι σήμερα και δεν θέλω τίποτε να βάλει σε κίνδυνο αυτή την πορεία. Ό,τι τρελή ιδέα περνάει από το στρογγυλό σου κεφάλι να την αφήσεις έξω στο πατάκι της πόρτας όταν θα μπεις στο γραφείο. Συνεννοηθήκαμε;≫ της απάντησε ήρεμα με τα μάτια του να ψιλογυαλίζουν ο πατέρας της.

≪Ντάντυ ντιαρ, μπορεί εσύ να είσαι μούχλας και να συνεχίζεις να δουλεύεις όπως πριν την επανάσταση του 1821, αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι εγώ δεν μπορώ να συνεχίζω να εφαρμόζω στις επιχειρήσεις τέτοια ξεπερασμένα συστήματα. Μην αρχίζεις, λοιπόν, να με πρήζεις από την πρώτη μέρα. Είπαμε από σήμερα αναλαμβάνω εγώ. Και αν μέσα σε έξι μήνες δεν τρίβεις τα μάτια σου, εμένα να μου περάσεις χαλκά στη μύτη και να με σέρνεις σαν γύφτικη αρκούδα σε μπουλούκι≫, του αντιγύρισε η Μέλη.

≪Το τράτο που σου δίνω, κόρη, είναι αυτοί οι έξι μήνες. Αν τα κάνεις μαντάρα, μπορείς να είσαι σίγουρη ότι την επόμενη κιόλας μέρα θα παντρευτείς ακόμη και αλυσοδεμένη τον Ζανό Καχραμανάκη, δεν πρόκειται να δεις δουλειά στη ζωή σου ούτε για δείγμα, θα μεγαλώνεις τα παιδιά σου και θα γίνεις μια νέα του χωριού όπως όλες οι άλλες. Βέβαια, όλα εξαρτώνται από σένα. Γιατί τυχόν –λέω τυχόν, πρόσεξε– επιτυχία σου, σημαίνει ότι μπορεί να σκεφτώ ακόμη και μια μακράς διαρκείας σχέση με τον Ζανό μέχρι τον επιθυμητό γάμο≫, συμπλήρωσε μελιστάλακτα ο πατέρας της, γνωρίζοντάς την.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια η Μέλη, άρχισε να ανάβει στο κεφάλι της γλόμπους όπως ο Κύρος στα κλασικά εικονογραφημένα. Γιατί η Μέλη δεν ήταν κάποια που θα άφηνε τις ευκαιρίες της να πάνε χαμένες αν αυτό σήμαινε ότι θα έκανε τη ζωή της όπως αυτή ήθελε. Έτσι εκείνη τη στιγμή αποφάσισε ότι η μπάλα ήταν στο γήπεδό της και το τελικό σκορ του αγώνα θα το διαμόρφωνε η ίδια — κατά κάποιο τρόπο αυτό ήταν αλήθεια, αλλά η μοίρα θα τα έφερνε έτσι που τελικά στην ουσία αυτό που θα πέρναγε αν το καλοσκεφτεί κανείς ήταν αυτό που ήθελαν οι δυο συμπέθεροι, Καχραμανάκης και Καραμελάκης.

Αφού βούτηξε στον καφέ της το τελευταίο κουλουράκι από το πιατάκι που ήταν πάνω στο τραπέζι –τα είχε ξετινάξει πια τα κουλουράκια που είχε φτιάξει η ψυχοκόρη η Χρυσούλα προχθές–, γύρισε και έσκασε ένα σβουριχτό φιλί στο μάγουλο του πατέρα της και λέγοντας ένα ≪και τα μάτια σου θα τρίβεις, φάδερ, και όλα θα γίνουν όπως τα θέλει η Μέλη, εδώ είσαι κι εδώ είμαι, άντε πάμε τώρα να με συστήσεις στο προσωπικό≫, πήρε την τσάντα της και ξεκίνησε για το αυτοκίνητο περιμένοντας τον πατέρα της, που την κοιτούσε σουφρώνοντας στόμα και φρύδια.

Όταν έφτασαν στο γραφείο η ώρα ήταν εννιάμιση. Καλημέρισαν τη βοηθό του πατέρα της και πέρασαν στα ενδότερα.

≪Ποοο, ρε μπαμπά, πας καλάς; Τι διακόσμηση είναι αυτή εδώ μέσα; Έχεις μαζέψει όλη τη σαβούρα του θεού. Έλεος, δηλαδή. Αυτό δεν είναι γραφείο διευθυντή επιχειρήσεων ζαχαροπλαστικής, αλλά η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά! Μιλάμε, θέλω μια βδομάδα για να το κάνω αξιοπρεπές και ανθρώπινο αυτό το γραφείο≫, σχολίασε η Μέλη βλέποντας της κατάσταση γύρω της και έχοντας μια έκφραση αηδίας στη μούρη λες και την είχαν πετάξει μέσα σε αποθήκη με χαλασμένα τυριά.

≪Να μου κάνεις τη χάρη και να μην αγγίξεις ούτε μολύβι! Από δω μέσα δεν φεύγει τίποτε! Ό,τι δεν χρειάζεσαι μπορείς να το βάλεις σε μια άκρη. Μέχρι εκεί. Άντε γιατί μέχρι εδώ με έχεις φέρει. Ξα σου, λοιπόν!≫, την αγριοκοίταξε ο Μανουσος.

≪Καλά, καλά, θα τα δούμε αυτά εν καιρώ≫, συγκατένευσε η Μέλη. Δεν ήθελε να του πάει και πολύ κόντρα γιατί τον είχε ικανό να την στείλει στον γερο-διάολο κι από κει γραμμή στην στολισμένη εκκλησία — σήμερα γάμος γίνεται μια ώρα νωρίτερα.

≪Εδώ είναι όλα τα ντοσιέ που χρειάζεσαι για να ενημερωθείς πλήρως, αν και ξέρω ότι ήδη τα έχεις διαβάσει –κι αυτό είναι προς τιμήν σου–, αλλά τέλος πάντων, ρίξε μια ματιά ακόμη, για τις τελευταίες ενημερώσεις και ό,τι είναι το συζητάμε αργότερα σπίτι. Όσον αφορά τις παραγγελίες αυτές έχουν ήδη καταγραφεί και είναι έτοιμες να δωθούν για προώθηση. Οπότε αυτά είναι ήδη τελειωμένα≫, έκλεισε τη συζήτηση ο Μανούσος.

≪Καλά, καλά≫, ξαναείπε η Μέλη. ≪Και τώρα πάμε να με συστήσεις στο προσωπικό, να σε χαιρετίσω και να την κάνεις με ελαφρά πηδηματάκια για το σπίτι, γιατί έχουμε και δουλειά να κάνουμε εδώ πέρα≫, συνέχισε σοβαρά-αστεία η Μέλη, με τον πατέρα της να ξεφυσά και να μουρμουρίζει διάφορα ακαταλαβίστικα μέσα από τα δόντια του.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η επαγγελματική ζωή του Ζανό και της Μέλης. Και, σαν από θαύμα, –ούτε οι ίδιοι δεν μπορούσαν να το πιστέψουν–, καμία από τις δύο οικογένειες δεν έκανε κάποια ιδιαίτερη νύξη επί του θέματος ≪γάμος≫, αλλά ούτε και πίεζαν ιδιαίτερα. Συνέχισαν να αναφέρονται σ’αυτό όπως πριν, το είχαν δεδομένο ότι οι οικογένειες θα ενωθούν, αλλά απέφευγαν συστηματικά οι γονείς να τσιγκλάνε τα παιδιά τους επ’αυτού.

Βέβαια το διάστημα των έξι μηνών που είχε δωθεί ως παράταση στο προαναγγελθέν γεγονός, δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο και έτσι και ο μεν Καχραμανάκης και ο δε Καραμελάκης, ανέπνεαν ήσυχοι , αφού ό,τι επαναστατικές εξεγέρσεις κι αν γίνονταν από τα βλαστάρια τους θα καταπνίγονταν, του ενός στο λάδι και της αλληνής στο αλεύρι, πριν ακόμη σηκώσουν κεφάλι.

Και ο καιρός περνούσε…

Ο Ζανό, προς μεγάλη έκπληξη του πατέρα του απεδείχθη σαΐνι τόσο στα οικονομικά όσο και στη διαχείριση της επιχείρησης ελαιολάδου. Και εκεί που ο μπαρμπα-Σήφης τον θεωρούσε εντελώς βουτυρομπεμπέ, ο υιός Καχραμανάκης τον κόλλησε στον τοίχο με τις επιδόσεις του.

≪Για κοίτα, μωρή Κατίνα, που ο Ζανό, αποδεικνύεται Ωνάσης στο μυαλό και στη διοίηση. Μη χέσω! Το φανταζόσουν εσύ; Εγώ σταυροκοπιέμαι καθημερινώς και να μη σου πω ότι τα Σάββατα πηγαίνω στον Άι Λια, εκεί ψηλά, κι ανάβω δυο λαμπάδες ίσα με το μπόι μου, και κοντό δεν με λες με την καμία≫, έλεγε κάθε τρεις και λίγο στη γυναίκα του ο Σήφης, για να το ακούει και ο ίδιος και να το πιστέψει.Το ότι δεν ήταν κοντός δηλαδή, ήθελε να ακούει, γιατί για τον Ζανό και τις επιδόσεις του το είπε μια φορά αλλά δεν θα το έκανε και παντιέρα. Εξάλλου ο πατέρας-Καχραμανάκης περνιόταν πάντα για την προσωποποίηση του Κρητικού λεβέντη άντρα –προς τα πού στέλνουμε τα φάσκελα είπαμε;– οπότε οποιοσδήποτε άλλος και οτιδήποτε άλλο πέρναγαν σε δεύτερη, τρίτη, μέχρι και διακοσιοστή πέμπτη –να μην πει κανείς– μοίρα.

Ο Ζανό, πάλι, το είχε πάρει πατριωτικά. ≪Το κερατό μου μέσα≫, έλεγε και ξανάλεγε, ≪πολύ στο φτύσιμο με έχει ο πατέρας μου, αλλά έλεος, τι στο διάολο σπουδάσαμε και πήραμε τα διπλώματα. Για να μας τη λέει ο μπαρμπα-Σήφης και να μας περνιέται για σπουδαία και η Μέλη. Σε έξι μήνες θα τρίβει τα μάτια του με κολλύριο από τα αποτελέσματα και μετά τα λέμε≫.

Καλά… βαράτε με κι ας κλαίω, δηλαδή. Την είδε κι ο Ζανό θιγμένος ανήρ και κάτι is running to the gypsy neighbourhood, που λένε και στο Κένσινγκτον, στα Λονδίνα.

Τον πρώτο μήνα, βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, τα βρήκε παλούκια –όχι της Σαλαμίνας – και του ερχόταν να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο. Αλλά σιγά σιγά, συνήθισε περισσότερο και στο τέλος του δεύτερου μήνα, έβλεπαν έναν Ζανό, άλλον άνθρωπο. Θάρρος, πυγμή, αποφασιστικότητα, ανάληψη πρωτοβουλιών για το καλύτερο προμόσιον της εταιρείας. Καλέ, μιλάμε κόντευε να γίνει ο Μπιλ Γκέιτς της Κρήτης!

Μ’αυτά και μ’εκείνα, το εξάμηνο συμπληρώθηκε χωρίς να το καταλάβει ούτε αυτός ούτε το σόι του. Η εταιρεία είχε γίνει το νούμερο ένα στον τομέα της στην Ελλάδα και ο Ζανό αισθανόταν πια τουλάχιστον Ωνάσης στο επιχειρηματικό μυαλό. Δεν βαριέστε, ας τον τρελό στην τρέλα του, όπως λένε και στο χωριό του, το Έξω Λαδοχώρι!

Από την άλλη, και η Μέλη ξεκίνησε την καριέρα της στην επιχείρηση ζαχαροπλαστείων με ύφος σαρανταπέντε καρδιναλίων και δεκαπέντε οικουμενικών πατριαρχών. Ο Μανούσος, σιχτίριζε τον εαυτό του που αποφάσισε να την αφήσει να αναλάβει την επιχείρηση, αλλά τώρα ήταν αργά. ≪Σε κάθε σπίτι ένας τρελός, στο δικό μου όλοι≫, μουρμούριζε από μέσα του κάθε φορά.

Το πρώτο πράγμα που έκανε η Μέλη με την άφιξή της στο γραφείο ήταν να κάνει πραγματικότητα τις αλλαγές στη διακόσμηση που είχε ήδη αναγγείλει στον πατέρα της. Για να μην την πρήζει εκείνος, μάζεψε όλα τα προσωπικά του αντικείμενα και τα μετακόμισε σε ένα μικρό γραφιάκι ακριβώς δίπλα στο δικό της. Εν συνεχεία, ζήτησε από τη βοηθό της να τις φέρει όλα τα πράγματα που θα χρειαζόταν από δω και πέρα στο γραφείο. Της έδωσε μια λίστα δισέλιδη λες και ανακοίνωνε μεταρρυθμίσεις στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ η βασίλισσα Ελισάβετ και την ξαπόστειλε να πάει αμέσως να τα φέρει.

” Βρε, αγάπη μου γλυκιά, θα με βοηθήσεις να αλλάξουμε αυτά τα έπιπλα, αχ να χαρείς εδώ σου έχω γράψει τι χρειάζομαι”, απευθύνθηκε με μελιστάλαχτο ύφος στην βοηθό της, με εκείνο το ύφος που έπαιρνε κάθε φορά που ήθελε να κάνει κάτι και ήξερε ότι θα της φέρουν αντίρρηση, οπότε έφερνε τον άλλον στο φιλότιμο και δεν της αρνούνταν.

Κωλοπετσωμένη παιδί μου, α πα πα πα να τη φοβάται το μάτι σου!

Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογούμε, η πρώτη βδομάδα της Μέλης στο γραφείο πέρασε με διακοσμητικές τάσεις και απασχολήσεις. Τα επείγοντα τα είχε αναθέσει στη βοηθό της για εκείνη την εβδομάδα ώστε να μην αναλώνεται με ≪άσχετα≫ πλην της διακόσμησης πράγματα.

Όταν έφτασε η Παρασκευή, το γραφείο ήταν έτσι ακριβώς όπως το ήθελε. Είχε βάλει σε κάποια πλευρά και κάποιες παλιατζούρες του πατέρα της για να κατευνάσει τα πνεύματα και είχε καταφέρει με κομψό τρόπο να τις κάνει να μην φαίνονται σχεδόν καθόλου, παρότι στον ίδιο χώρο.

Η αρχή της δεύτερης εβδομάδας τη βρήκε βουτηγμένη μέσα στα ντοσιέ και τα χαρτιά. Είχε πάει στο γραφείο αξημέρωτα, εννοείται. Δεν θα άφηνε τον πατέρα της να την κράζει ότι δεν έκανε για τη δουλειά. Επ’ουδενί Η Μέλη δεν ανεχόταν να την απαξιώνει κανένας, πόσο μάλλον ο ίδιος της ο πατέρας. Άσε που έπρεπε να είναι επαγγελματικά και στο ίδιο ύψος με τον Ζανό. Αν νόμιζε ο κύριος Ζανό Καχραμανάκης ότι, επαγγελματικά, είχε να κάνει με καμιά ανόητη ξανθιά, θα βούλωνε το στόμα του μια και καλή όταν θα έβλεπε σε έξι μήνες τα αποτελέσματα.

Στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας, η Μέλη είχε διεκπεραιώσει όλες τις παραγγελίες που εκκρεμούσαν, ορισμένες από αυτές αφορούσαν τόσο δύσκολους πελάτες που όλοι οι συνάδελφοί της πίστευαν ότι ήταν αδύνατον να οριστικοποιηθούν.

≪Αγαπητά μου παιδιά, προφανώς και δεν με γνωρίζετε, γι’ αυτό έχετε τις ανησυχίες σας για αυτές τις δύσκολες παραγγελίες≫, τους είπε στη διάρκεια της πρώτης σύσκεψης που έκαναν το απόγευμα της Δευτέρας της δεύτερης εβδομάδας. ≪Αλλά, έχετε υπόψη σας ότι εμένα δεν μου λέει όχι ο ίδιος μου ο πατέρας, σιγά μην μου πει όχι ο κάθε τσοπανόβλαχος από τον Ψηλορείτη και τα Τρίκαλα, που την έχει δει επιχειρηματίας γλυκών! Μη χέσω! Εφόσον η παραγγελία τους ειναι λογική θα γίνει, αλλιώς θα γίνει όπως θα τους πω εγώ. Κι αν δεν τους αρέσει ας πάνε στην κυρα-Μελπομένη να τους τα φτιάξει στον ξυλόφουρνο!≫

Και κάπως έτσι, άρχισε τις επαφές με τους δύσκολους πελάτες. Αφού τους πήρε όλους από τα μούτρα, αλλά με μελιστάλαχτο ύφος, τους έφερε εκεί που ήθελε αυτή. Και μέσα σε τρεις μέρες όλοι, ακόμη και οι πιο δύσκολοι, έπιναν νερό στο όνομά της. Ακόμη και ο Γιώργης ο Μαυροκεφαλάκης, που κάθε φορά σκοτωνόταν με τον πατέρα της για τις παραγγελίες που έδινε.

Ο Μανούσος, άκουγε τα διάφορα σχόλια μέσα από την επιχείρηση, άκουγε και τους συνεργάτες του και σούφρωνε τα φρύδια του και το μέτωπό της. ≪Για κοίτα που η τσούπρα στο τέλος θα φάει και τη Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη στα διοικητικά≫, αστειευόταν μόνος του.

Η κυρία Φρειδερίκη Καραμελάκη, καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι κι αυτή, εννοείται. Πάντα ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας της γυναίκας και βλέποντας τη Μέλη να προοδεύει στις επιχειρήσεις, ένιωθε ικανοποιημένη για τον εαυτό της με τον τρόπο που τη μεγάλωσε και τα φόντα που της έδωσε. Μπορεί αυτή μετά το γάμο να μην εργάστηκε, αλλά είχε να διαφεντέψει και μια ολόκληρη έπαυλη. Λίγο το έχεις αυτό; H Κρίσταλ Κάρινγκτον του Κάτω Μυζηθροχωρίου, αυτοπροσώπως. Αλλά είπαμε, η οικογένεια Καραμελάκη, ήταν ειδική περίπτωση!

Όταν έκλεισε η περίδος του εξαμήνου και για τη δεσποσύνη Καραμελάκη, οι επιχειρήσεις όχι μόνο είχαν τεράστια ανοδική πορεία, αλλά είχε καταφέρει να ανοίξει ακόμη δύο υποκαταστήματα στους υπόλοιπους νομούς του νησιού.

Βλέπετε, μπορεί στην Αθήνα η Μέλη να έκανε τη μεγάλη ζωή όταν σπούδαζε, αλλά είπαμε ότι τα μυαλά τα είχε πολύ καλά στο κεφάλι της και στις σπουδές της διέπρεψε με αποτέλεσμα αυτό να φαίνεται τώρα στην πρακτική.

≪Όχι, που θα μου κουνηθεί εμένα ο κάθε Ζανό. Άντε ρούφα τ’ αβγό σου, χρυσέ μου. Θα σου πω εγώ πόσα απίδια βάζει ο σάκος≫, μονολογούσε κάθε μέρα η Μέλη γυρνώντας από το γραφείο και τινάζοντας καθοδόν τις ξανθιές της κοτσίδες.

Και αυτά δεν ήταν τίποτε, βέβαια. Πού να ήξερε ο Ζανό τι τον περίμενε στο μέλλον. Αλλά ας πρόσεχε κι αυτός.

(συνεχίζεται…)

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s