ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ – Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Οι δύο μήνες που είχαν θέσει οι δύο συμπέθεροι ως περίοδο χάριτος –των κιλών του Ζανό από τη μια και της πλύσης εγκεφάλου της Μέλης από την άλλη– πέρασε εν ριπή οφθαλμού.
Η Μέλη επειδή ήθελε να τελειώνει και με αυτές τις ιστορίες του προξενιού αποφάσισε να συγκατανεύσει σε μια συνάντηση με τον γιο του Καχραμανάκη, να δεί τι φρούτο ήταν και μετά να έδινε το αρνητικό της τελεσίγραφο στον πατέρα της και να ηρεμούσε.
≪Λοιπόν, μπαμπά, σκέφτηκα να σου κάνω το χατίρι και να συναντήσω το γιο του Καχραμανάκη, ο οποίος είμαι σίγουρη ότι κι αυτός δεν έχει καμία όρεξη για να με γνωρίσει. Θα πάμε για ένα καφέ και να είσαι σίγουρος ότι στην επιστροφή μου, το θέμα προξενιό και σύσφιξη περιουσιών με τον πατέρα του μπορεί να θεωρηθεί ως μη ποτέ γενόμενο. Έχουμε κι άλλα σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθούμε στη ζωή μας!≫ απευθύνθηκε η Μέλη στον πατέρα της, κάποια στιγμή που κάθονταν στο σαλόνι τους και διάβαζαν το οικονομικό ισοζύγιο της επιχείρησης.
≪Μέλη, εμένα μη μου σηκώνεις παντιέρα σαν τον Δασκαλογιάννη γιατί θα φάμε τα μουστάκια μας. Κι επειδή εσύ δεν έχεις ό,τι φάμε θα είναι από το δικό μου. Να πας για καφέ με τον Ζανό και στην επιστροφή σου η μόνη απάντηση που θα περιμένω είναι πολύ απλά η ημερομηνία του αρραβώνα≫, την προειδοποίησε ο πατέρας της, κουνώντας της το δάχτυλο.
≪Ναι καλά, μη φας, έχουμε γλαρόσουπα το βράδυ≫, του απάντησε η Μέλη, και αποχώρησε βαριεστημένη, κουνώντας πέρα δώθε τις ξανθιές της πλεξούδες.
≪Για κοίτα φίλε μου≫, σκεφτόταν νευριασμένη, ≪που θα γίνουμε η νεράιδα και το παλικάρι — βερσιόν Νο2 στα καλά καθούμενα επειδή δυό γερόντια έχουν ξεκουτιάνει και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να γίνουν η βουκολική εκδοχή του Κάρινγκτον στη ≪Δυναστεία≫! Και αυτός όμως ο Ζανός, αδερφέ μου τι μουρόχαβλο πρέπει να είναι για να κάνει ό,τι του λέει ο πατέρας του! Α πα πα, μακριά και αλάργα! Ένας καφές και πολύ του είναι!≫ συλλογιζόταν.
Την ίδια ώρα, ο Ζανό ζούσε κάτι ανάλογο με τον δικό του πατέρα, στο πιο ήπιο όμως, γιατί ήταν και πιο χαμηλών τόνων από τη Μέλη.
≪Μα βρε πατέρα, τώρα πραγματικά επιμένεις σοβαρά να συναντηθώ με αυτή τη Μέλη του Καραμελάκη;≫ ξαναρώτησε.
≪Με βλέπεις να αστειεύομαι ωρέ κοπέλι;≫ του απάντησε ο πατέρας του και συνέχισε: ≪Στο έχω ξεκαθαρίσει εδώ και καιρό. Η συνάντηση θα γίνει, με τον συμπέθερο τα έχουμε συζητήσει και το μόνο που μένει να κάνετε με την Μέλη μετά τις χαιρετούρες και τα χαρήκαμε είναι να ορίσετε την ημερομηνία των αρραβώνων. Τα υπόλοιπα είναι δική μας υπόθεση≫.
≪Και εσύ έχεις την εντύπωση ότι μόλις με δει η Μέλη θα πέσει ξερή από έρωτα και θα πει αμέσως το ναι, έτσι; Ε, ρε κούνια που σας κούναγε και εσένα και τον πατέρα της. Και αν η κοπέλα έχει αντίρρηση; αν αγαπάει άλλον, ρε αδερφέ;≫ τον ξαναρώτησε ο Ζανό.
≪Δεν μου λες, παιδί μου Ζανό, βλαμμένος είσαι ή το βλαμμένο παριστάνεις; Πού ακούστηκε κοπέλα στην Κρήτη να έχει αντίθετη γνώμη από αυτή του πατέρα της όταν πρόκειται για το γάμο της;≫ άρχισε να ωρύεται ο γερο-Καχραμανάκης.
≪Καλά εσείς οι δυο δεν πάτε καθόλου καλά, αλλά το προσπερνώ. Τέλος πάντων, θα συναντηθώ με την κοπελιά να πιούμε ένα καφέ και όταν θα γυρίσω και θα σου μεταφέρω ένα “ΟΧΙ” μεγαλύτερο και από αυτό του Μεταξά, να δω τι θα μου πεις≫, έκλεισε τη συζήτηση ο Ζανό.
≪Άει σιχτίρ, πια, με όλους τους τρελούς που έχω μπλέξει εδώ στην Κρήτη≫, μονολογούσε ο Ζανό ανεβαίνοντας τη σκάλα προς το δωμάτιό του.
Το ίδιο βράδυ, ο Ζανό αποφάσισε να τηλεφωνήσει στη Μέλη και να τελειώνει με αυτή την ιστορία. Μια και δυο την κάλεσε στο κινητό της.
≪Καλησπέρα, η Μέλη Καραμελάκη;≫ ρώτησε ο Ζανό μόλις εκείνη απάντησε στο τηλέφωνο.
≪Καλησπέρα, ναι η ίδια≫, απάντησε η Μέλη.
≪Εδώ Ζανό Καχραμανάκης, φαντάζομαι καταλαβαίνεις γιατί σου τηλεφωνώ≫, συνέχισε εκείνος.
≪Ναι, ξέρω≫, είπε η Μέλη σκεφτόμενη ότι ≪τουλάχιστον έχει ωραία φωνή≫, και συνέχισε: ≪και να σου πω κι εγώ θα σε έπαιρνα να συναντηθούμε μια ώρα αρχίτερα να τελειώνουμε με αυτό το τσίρκο του προξενιού. Συγνώμη κιόλας αλλά αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα≫.
≪Α, ν’αγιάσει το στόμα σου, ρε κοπελιά≫, της απάντησε ο Ζανό, ≪ακριβώς το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ. Λοιπόν, συμφωνείς για καφέ αύριο το απόγευμα στις έξι στο Μουράγιο;≫
≪Μια χαρά, τα λέμε λοιπόν αύριο≫, συμφώνησε η Μέλη και το ραντεβού για τον καφέ κανονίστηκε.
≪Τουλάχιστον φαίνεται λογικός άνθρωπος≫, σκέφτηκαν ο ένας για τον άλλον, μετά την τηλεφωνική συνομιλία και παραδόθηκαν, αμφότεροι, στην αγκαλιά του Μορφέα.
Η συνάντηση στο Μουράγιο έφερε τα πάνω κάτω. Γιατί όπως λέει ο σοφός λαός, όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.
Πρώτος έφτασε ο Ζανό, τηρώντας τους τύπους. Μπορεί να ήταν ότι ήταν σε μοντέρνο και λοιπά, αλλά μέσα του παρέμενε πάντα Κρητικός και δεν θα δεχόταν ποτέ να τον περιμένει μια γυναίκα σε ένα ραντεβού, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες.
Παρήγγειλε έναν καφέ και περίμενε τη Μέλη. Η καφετέρια ήταν σχεδόν άδεια, αν εξαιρούσε κανείς δύο ζευγάρια που κάθονταν στο βάθος του μαγαζιού, οπότε δεν θα δυσκολευόταν να τον εντοπίσει η Μέλη.
Μετά από δέκα λεπτά, είδε την πόρτα της καφετέριας να ανοίγει και να μπαίνει μια ψηλή, λυγερή, ξανθιά, χαμογελαστή κοπέλα, η οποία κοίταζε δεξιά και αριστερά ψάχνοντας κάτι.
≪Δεν το πιστεύω αυτό που βλέπω, αυτή η κουκλάρα είναι η Μέλη Καραμελάκη;!≫ μονολόγησε κοιτώντας την ο Ζανό. Και πριν προλάβει να συνέλθει τη βλέπει να πλησιάζει το τραπέζι του.
≪Καλησπέρα, μήπως είσαι ο Ζανό Καχραμανάκης;≫ ρώτησε η Μέλη με ένα χαμόγελο.
≪Καλώς την, η Μέλη Καραμελάκη, έτσι;≫ αποκρίθηκε κι ο Ζανό χαμογελαστός.
≪Άντε, βρε παιδί μου, να γνωριστούμε επιτέλους να ξέρω τουλάχιστον ποιον μου προξενεύουν≫, αστειεύτηκε η Μέλη.
≪Ε, μα δα, κι εγώ το ίδιο. Και οφείλω να ομολογήσω ότι τουλάχιστον ο πατέρας μου έχει καλό γούστο≫, απάντησε γελώντας κι ο Ζανό.
Και χωρίς να το καταλάβουν, βρέθηκαν να συζητάνε σαν παλιά φιλαράκια, γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλον, εκεί που μέχρι πριν μια μέρα σκέφτονταν σχεδόν να παίξουν ξύλο.
Η ώρα πέρασε χωρίς να καταλάβουν πότε βράδιασε. Όταν κοίταξαν το ρολόι τους είχε ήδη πάει εννιάμιση. Και επειδή κανείς τους δεν είχε όρεξη να τελειώσει εκεί η κουβέντα τους, ο Ζανό πρότεινε να συνεχίσουν με φαγητό σε κάποιο παραθαλάσσιο ταβερνάκι.
Η Μέλη που πέταγε, γενικώς, τη σκούφια της για μεζεδοκατάσταση, δέχτηκε αμέσως. Πρότεινε το ταβερνάκι του κυρ-Αντρέα στην παραλία, ο Ζανό δέχτηκε κι έτσι ξεκίνησαν.
Δέκα λεπτά με τα πόδια ήταν το ταβερνάκι.
≪Καλώς τους σύντεκνους, καθήστε παιδιά≫, τους καλωσόρισε ο κυρ-Αντρέας.
≪Καλησπέρα σας≫, τον χαιρέτησε ο Ζανό για να εισπράξει μια δολοφονική ματιά από τον κυρ-Αντρέα μαζί με ένα, ≪ε, όχι και “σας” μπρε κοπέλι, γιάειντα μας πέρασες επαέ, για πρωτευουσιάνους;≫
≪Σιγά, χρυσέ μου, τι σου είπε ο άνθρωπος και τον παίρνεις από τα μούτρα, ίσα ίσα μέσα στην ευγένεια είναι! Πο πο πο τι περίεργος άνθρωπος, καλέ, που είσαι!≫ του αντιγύρισε η Μέλη που τα έπαιρνε στο κρανίο με κάτι τέτοια κουλά.
≪Ίντα πες κοπελιά, σε ποιον νομίζεις ότι μιλάς, στον χαλβά το φίλο σου επαέ; Ορίστε, ορίστε, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν τον κεφάλι≫, σιγόβραζε ο κυρ-Αντρέας.
≪Τώρα θα σου έλεγα κάτι αλλά έχε χάρη≫, του αντιγύρισε η Μέλη και στρογγυλοκάθισε στο τραπέζι με τον Ζανό να την ακολουθεί σε απόγνωση και τον ταβερνιάρη να αποχωρεί στο εσωτερικό να φέρει τους καταλόγους.
≪Ας έχουν χάρη που έχω αναδουλειές και έχω ανάγκη πελάτες αλλιώς θα της ξερίζωνα το μαλλί και θα της το έδινε να το φάει≫, μουρμούριζε πίσω από τα μουστάκια του ο κυρ-Αντρέας ζοχαδιασμένος.
Αφού παράγγειλαν τα φαγητά και τη ρακή, και έχοντας ξεχάσει το προηγούμενο συμβάν εντελώς, η Μέλη και ο Ζανό καταπιάστηκαν με τα δικά τους.
Η Μέλη καθώς πίστευε ότι όταν θέλουμε να πούμε κάτι το λέμε και τελειώνουμε, απευθύνθηκε στον Ζανό με αποφασιστικό ύφος.
≪Λοιπόν, Ζανό, το τι έχουν κανονίσει οι πατεράδες μας το ξέρουμε πολύ καλά και οι δυο. Βασικά, εμένα, με έχει κάνει έξαλλη η όλη σκηνοθεσία. Δεν έχω τίποτε μαζί σου, αλλά είναι δυνατόν να παντρευτώ κάποιον που ούτε τον ξέρω;≫
≪Ναι, ρε Μέλη, συμφωνώ, και εγώ δεν γούσταρα με τίποτε αυτό το προξενιό. Ούτε κι εγώ έχω τίποτε μαζί σου, ίσα ίσα μια χαρά κοπέλα είσαι και κουκλάρα, αλλά το όλο σκηνικό με έχει κάνει θηρίο≫, απάντησε ο Ζανό.
≪Ωραία, τότε προτείνω να κάνουμε μέτωπο οι δυο μας για να τα καταφέρουμε καλύτερα. Θα πούμε ότι συμπαθηθήκαμε, αλλά επειδή το όλο θέμα χρειάζεται να προχωρήσει σιγά σιγά, θα δώσουμε έναν λόγο εκεί να πάει στα κομμάτια και μετά “μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε”, κάτι σαν το στρίβειν δια του αρραβώνος, ένα πράγμα. Τι λες;≫
≪Μέσα≫, σιγοντάρισε ο Ζανό, ≪θα βγαίνουμε που και που για κανένα ποτό και άστους να ονειρεύονται αυτοί βίον ανθόσπαρτον≫.
Και έτσι η Μέλη και ο Ζανό, ξεκίνησαν να βάζουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Όμως, όπως πολύ σωστά λέει ο λαός· ≪όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει≫. Αυτό, προφανώς, τα δύο καλόπαιδα μάλλον δεν το είχαν ακούσει και λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο, τον μπαρμπα-Έρωτα.
Μετά τη συνάντηση, λοιπόν, του future to be ζευγαριού, επέστρεψε ο καθένας στο σπίτι του, κάνοντας ο ένας για τον άλλον την ίδια σκέψη, ≪για δες που τελικά είναι πολύ κουλ άτομο, καμία σχέση με τους επαρχιώτες σύντεκνους≫.
Φτάνοντας η Μέλη στο σπίτι, ο πατέρας της την περίμενε στο σαλόνι, καπνίζοντας αρειμανίως.
≪Λοιπόν τι έγινε, κοπελιά;≫ ρώτησε ανυπόμονα εκείνος.
≪Ρε μπαμπά, πας καλά; Είναι μία τα ξημερώματα και εσύ κάθεσαι και με περιμένεις με ύφος κουτσομπόλας από τον Μπύθουλα;≫ απάντησε η μισοκοιμισμένη Μέλη.
≪Μέλη, άσε τα μεγάλα λόγια και λέγε τι έγινε;≫ την ξαναρώτησε φουρκισμένος ο μπαρμπα-Μανούσος.
≪Τέτοια ώρα το μόνο που είμαι σε θέση να πω είναι καληνύχτα και να πέσω να ξεραθώ≫, απάντησε απτόητη η Μέλη και με ένα χασμουρητό αποχώρησε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της, αφήνοντας το Μανούσο παρέα με το τσιγάρο του και τα νεύρα του. Εμ, βλέπετε, ήξερε την αδυναμία που της είχε ο πατέρας της και δεν χαμπάριαζε και πολύ από φοβέρες και δε μεταμεσονύχτιου τύπου.
Το άλλο πρωί όλο το Καραμελακέικο συγκεντρώθηκε στην κουζίνα για τον καφέ αλλά πρωτίστως για να μάθουν τι έγινε με τη συνάντηση.
Η κυρία Φρειδερίκη, είχε ήδη ετοιμάσει τους καφέδες, είχε βάλει και μια ρακή στον άντρα της και περίμεναν την πριγκιπέσα να φιλοτιμηθεί να ξυπνήσει και να κατέβει να τους ενημερώσει. Βέβαια, η Μέλη, δεν είχε καμιά φούρια να συντομεύσει τον πρωινό της ύπνο και έτσι πήγε καλές έντεκα μέχρι να την δουν να σκάει μύτη στην κουζίνα.
Η μητέρα της όμως, η οποία μπορεί να ήταν πρωτευουσιάνα και της καλής κοινωνίας, αλλά όταν την έπιαναν τα νεύρα της κατέβαινε με μεγάλη ευκολία στο επίπεδο τσιγγάνας από το Μενίδι, με το που την είδε άνοιξε το στόμα της κατά πως έπρεπε.
≪Άκου εδώ εσύ κυρία Μέλη, μας έχεις κάνει τα νεύρα κρόσια με όλα αυτά τα σχετικά με τον Ζανό Καχραμανάκη. Και μπορεί ο πατέρας σου να έδειξε μια άλφα ελαστικότητα χθες βράδυ, αλλά εγώ σήμερα το πρωί δεν έχω καμία διάθεση για τίποτε τέτοιο. Λοιπόν, λέγε αμέσως τι έγινε αλλιώς δεν θα προλάβεις να πιείς ούτε τον καφέ σου, κατάλαβες;≫ της είπε με φωνή μελιστάλακτη αλλά σφυρίζοντας σαν την οχιά μέσα από τα δόντια της.
Η Μέλη, βέβαια, την μάνα της τη λογάριαζε περισσότερο από τον πατέρα της γιατί ήξερε ότι με εκείνη οι μαλαγανιές και τα τσαλίμια δεν έπιαναν. Εξάλλου γυναίκα ήταν κι εκείνη, πώς να την ξεγελάσει; Οπότε εκεί που ήταν έτοιμη να περάσει στην αντεπίθεση, έκανε τουμπεκί και συνέχισε με κανονικό χαρούμενο ύφος:
≪Ε, τι να σας πω, ρε γονείς, αυτός ο Ζανό είναι και πολύ κουλ τύπος. Τον πάω με χίλια, λέμε. Κανονίσαμε να βγούμε κανένα βράδυ για ποτάκι, μαζί με την παρέα, να γνωριστούμε κιόλας βρε αδερφέ. Βέβαια, αυτά για αρραβώνες και γάμους προς το παρόν, forget them πάραυτα. Και για να μην χτυπιέστε τα ίδια θα πει κι εκείνος στους γονείς του. Διότι, πρώτα θα γνωριστούμε, θα δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκος και αν ταιριάζουν τα χνώτα μας και κατόπιν προχωράμε, –προσθέτοντας κι ένα “ο μη γένοιτο” από μέσα της– και στο επόμενο βήμα. Και για να μη μου τα πρήζετε, μπορείτε να πείτε στο χωριό που καιροφυλακτεί σαν γεράκι να μάθει νέα μετά από την περίφημη ιδέα που είχατε να το κάνετε βούκινο ότι “τα παδιά γνωρίστηκαν, συμπαθήθηκαν και τους δίνουμε την ευχή μας να βγαίνουν που και που για κανένα καφεδάκι ή καμιά εκδρομούλα”. Πώς σας φαίνεται;≫ ρώτησε εκείνη και αποχώρησε στα πιο κουζινικά ενδότερα να ετοιμάσει το καφεδάκι της.
Ο Μανούσος και η Φρειδερίκη αλληλοκοιτάχτηκαν.
≪Δεν μας έφταναν όλα, τώρα θα έχουμε και εξόδους για καφεδάκι και ποτάκι για να γνωριστούν καλύτερα≫, μουρμούρισε αφρίζοντας ο Μανούσος.
≪Χμμ… Δεν είναι κακή ιδέα, βρε χαζέ≫, του απάντησε μισογελώντας η Φρειδερίκη.
≪Μη με λες εμένα χαζό γιατί θα γίνει Αρκάδι εδώ πέρα≫, της επιτέθηκε ο Μανούσος.
≪Βρε μπουμπούνα, για σκέψου ότι με αυτόν τον τρόπο θα έρθουν πιο κοντά, αφού όπως είπε τον συμπάθησε κιόλας σαν άνθρωπο, και το ένα φέρνει τ’άλλο θα βρεθούν εκεί που τους θέλουμε εμείς και άστην αυτή να ονειρεύεται ότι θα τη γλιτώσει. Ξεχνάει ότι όταν αυτή πήγαινε, εμείς γυρνούσαμε! Γι’αυτό… ποτό θέλει; ποτό ας πιεί… εκδρομή θέλει; Εκδρομή ας πάει. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα≫, συνέχισε εκείνη.
≪Λατρεία μου, τι όμορφη και έξυπνη γυναίκα που είσαι εσύ!≫ της αντιγύρισε μέσα στο μέλι ο Μανούσος σκάζοντάς της ένα φιλί στο στόμα, όταν κατάλαβε τι εννοούσε η συμβία του.
≪Αχ, πόσο καιρό έχεις να μου κάνεις τέτοιο κοπλιμέντο και να γίνεις ρομαντικός!≫ λιγώθηκε η κυρία Φρειδερίκη.
≪Ε, πόσο καιρό έχεις να πεις κάτι λογικό;≫ της απάντησε ο μπαρμπα-Μανούσος και αποχώρησε πριν ≪αξιολογηθούν≫ τα λόγια του από την κυρία Καραμελάκη και γινόταν της Κορέας — Βόρειας και Νότιας μαζί. Αποφάσισε ότι θα άφηνε να περάσει αυτή η μέρα (να τελειώσει και τις άλλες δουλειές που είχε να κάνει) και θα τηλεφωνούσε στον συμπέθερο το επόμενο πρωϊ για να μάθει και τα δικά του νέα.
Την ίδια ώρα, στο Καχραμανέικο, οι Ζανογονείς Σήφης και Κατίνα, τρωγόντουσαν με τα ρούχα τους μέχρι να επιστρέψει το κοπέλι και να τους ενημερώσει για την ιστορική συνάντηση όπως την είχαν ονομάσει μεταξύ τους.
Η κυρα-Κατίνα έπλεκε και ο μπαρμπα-Σήφης διάβαζε την εφημερίδα του, όταν ακούστηκε στην πόρτα το κλειδί. Κοιτάχτηκαν αμέσως. Ο Ζανό μόλις είχε επιστρέψει.
Ο κανακάρης μπήκε στο σαλόνι και τους είδε και τους δύο απέναντί του στον καναπέ να τον κοιτούν με το βλέμμα της κοιμισμένης αγελάδας που περιμένει να την ταΐσουν φρέσκο πράσινο χορτάρι για να έρθει στα ίσια της.
≪Καλησπέρα≫, τους χαιρέτησε ο Ζανό, ≪πώς και ακόμοι ξύπνιοι τέτοια ώρα;≫ αστειεύτηκε, αλλά το αστείο έπεσε μάλλον στο κενό.
≪Λοιπόν Ζανό, ακούμε≫, πέρασε γρήγορα στο προκείμενο ο Σήφης, προσπερνώντας χαιρετούρες και ευγένειες.
Ο Ζανό βέβαια, μπορεί να ήταν, άντρας ολόκληρος, αλλά για τον μπαρμπα-Σήφη αυτά περνούσαν σε δεύτερη μοίρα.
Η αντιμετώπιση ήταν: ρωτώ, απαντάς, τελειώσαμε!
Αυτό φυσικά το ήξερε ο Ζανό, και μιας και ήταν ήδη μαύρα μεσάνυχτα, χωρίς πολλά πολλά απάντησε μονορούφι:
≪Η συνάντηση πήγε καλά. Η κοπέλα είναι πολύ συμπαθητικός τύπος. Είπαμε να βγαίνουμε στο εξής για κανένα καφεδάκι ή ποτάκι, καμιά εκδρομή και τέλος πάντων να γνωριστούμε κάπως καλύτερα. Αρραβώνες, γάμοι και τέτοια προς το παρόν γιοκ. Τώρα εσείς αν θέλετε να τα έχετε καλά με τη συνείδησή σας μπορείτε να πείτε ότι τα βρήκαμε και συμπαθηθήκαμε και μας δώσατε την ευχή σας να κάνουμε παρέα με προοπτική εξέλιξης. Α, προς ενημέρωσή σας τα ίδια θα πει και η Μέλη στους δικούς της γονείς, ώστε να είμαστε όλοι στο ίδιο μήκος κύματος≫.
≪Ίντα παλαβά, μου λες ωρέ, επαέ; Τι καφέδες, ποτά και κύματα μου κοπανάς; Σα να μου φαίνεται πως έχετε κουζουλαθεί και οι δυο σας και θα σας πάρει ο διάολος τον πατέρα και των δυο σας≫, άστραψε και βρόντηξε ο μπαρμπα-Σήφης.
≪Μωρή Κατίνα, τον ακούς τι μου ξεστομίζει ο κανακάρης μας; Έτσι μου ’ρχεται να πάρω τη βελόνα του πλεξίματος και να τον κάνω πλεξούδα!≫ συνέχισε ο Καχραμανάκης πατήρ.
Η κυρα-Κατίνα, μπορεί να ήταν μια απλή γυναίκα του χωριού αλλά όταν ήθελε ήξερε να φέρνει όλους και όλα στα ίσα τους και να ηρεμεί τα πνεύματα της οικογένειας — ο χαμός θα γινόταν αργότερα όταν αυτή και ο σύζυγος θα γνώριζαν τη Μέλη από την καλή κι από την ανάποδη. Έτσι, αφήνοντας τις βελόνες του πλεξίματος στο τραπέζι, απευθύνθηκε ήσυχα και ταπεινά στον Σήφη, λέγοντάς του:
≪Άντρα μου, αν και δεν είμαι εγώ αυτή που αποφασίζει –καλά… βαράτε με κι ας κλαίω…–, νομίζω ότι αύριο που θα ξημερώσει ο Θεός τη μέρα, είναι καλό να μιλήσεις κατευθείαν με τον Μανούσο Καραμελάκη, να σου πει κι αυτός τι του είπε η κοπελιά του και οι δυο σας να αποφασίσετε. Τα παιδιά, θένε δε θένε θα κάνουν αυτό που τους ορμηνεύουν οι γονείς τους≫.
≪Σάμπως και να έχεις δίκιο, ρε γυναίκα≫, απάντησε ο Σήφης ξύνοντας το κεφάλι του και έχοντας ήδη αρχίσει σαν χασμουριέται από τον ύπνο, σαν τον Παπαγιαννόπουλο στο ≪Τζένη-Τζένη≫. ≪Έτσα θα κάνουμε, κατά πως προτείνεις≫, συμπλήρωσε και πετώντας ένα, ≪αύριο κύριε Ζανό θα τελειώσει αυτή η ιστορία, άντε ύπνο τώρα≫, αποχώρησε μεγαλοπρεπής για να πάει να κατακλιθεί.
Το άλλο πρωϊ, ο Μανούσος Καραμελάκης σηκώθηκε νωρίς νωρίς να τηλεφωνήσει αλλά τον πρόλαβε ο Σήφης Καχραμανάκης.
≪Έλα Μανούσο, Σήφης εδώ, τι σου ’πε η θυγατέρα σου χθες το βράδυ όταν γύρισε; Γιατί ο δικός μου ο κανακάρης μου είπε κάτι κουφά και είμαι έτοιμος να τον ανατινάξω σαν το Αρκάδι≫, άρχισε μονοκοπανιάς ο Σήφης χωρίς ούτε να καλημερίσει.
Όχι ότι ο Μανούσος έδωσε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες, γιατί κι αυτός στο ίδιο mood ήταν με αυτά που του είχε πει η Μέλη χθες.
Άρχισε λοιπόν να του εξιστορεί τα καθέκαστα. Τελειώνοντας άκουσε τον Σήφη να του επιβεβαιώνει τα ίδια από την πλευρά του γιου του.
Κάποια στιγμή ο Μανούσος θυμήθηκε αυτά που του είπε η γυναίκα του η Φρειδερίκη, ότι δηλαδή αν φανούν ≪προοδευτικοί≫ και τους αφήσουν να κάνουν κατά πως θέλουν θα έχουν το αποτέλεσμα που αυτοί οι ίδιοι θέλουν διακαώς. Τα είπε, λοιπόν, στον Σήφη και περίμενε την αντίδρασή του, ξέροντας ότι δεν ήταν και το καλύτερο που
θα περίμενε να ακούσει. Προς μεγάλη του όμως έκπληξη άκουσε τον συμπέθερο να του λέει:
≪Χμμ… ίντα να σου πω, Μανούσο, τρελά πάντως δεν μου ακούγονται τα λόγια της κυρα-Φρειδερίκης –καλά που δεν άκουσε αυτό το κυρά η ίδια η Φρειδερίκη γιατί τώρα θα τον είχε θάψει τρία μετρα κάτω από τη γη–, σάμπως να μου ακούγονται σωστά. Αν συμφωνείς κι εσύ, προχωράμε το σχέδιο έτσι και αν δούμε ότι κάτι στραβώνει τότενες επεμβαίνουμε και με το στανιό τους κουκουλώνουμε και τελειώνει η υπόθεση. Εξάλλου, εγώ πρέπει από την άλλη βδομάδα να ξεκινήσω να κατατοπίζω τον Ζανό στην επιχείρηση.
≪Ε, μα να σου πω, ετσά κατά πως τα λες θα το κάνουμε. Και το ίδιο θα κάνω κι εγώ με τη Μέλη που πρέπει να αναλάβει τα ζαχαροπλαστεία≫, συμφώνησε ο Μανούσος.
Ικανοποιημένοι και οι δυο, σίγουροι ότι όλα θα πάνε κατά πως τα λογάριαζαν, έκλεισαν με μεγάλη ευχαρίστηση και ανακούφιση το τηλέφωνο.
Είχαν βέβαια μεγάλο δρόμο ακόμη μέχρι το επιθυμητό αποτέλεσμα και θα περνούσαν από σαράντα κύματα και εξήντα καρδιακές προσβολές μέχρι το τέλος, αλλά όλα είναι μέσα στη ζωή και το πρόγραμμα της Μέλης — αλλά αυτό ούτε που το ήξεραν ακόμη.
(συνεχίζεται…)