Ευθυμογράφημα “Καχραμανάκηδες και Καραμελάκηδες – Κουζουλοί έρωτες στα Κρητικά χώματα” – Κεφάλαιο δεύτερο

oi

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ – ΚΑΡΑΜΕΛΑΚΗΔΕΣ

O επιχειρηματίας ζαχαροπλαστείων Μανούσος Καραμελάκης, ζούσε στο Κάτω Μυζηθροχώρι, σε ένα ωραιότατο οίκημα –το καλύτερο του χωριού–, μαζί με την σύζυγό του Φρειδερίκη και την κόρη τους Μέλη.

Η κυρία Καραμελάκη δεν είχε καμία σχέση με την Κρήτη. Είχε αστική καταγωγή… κατ’ ευθείαν από την πρωτεύουσα, με κάτι μακρινούς προγόνους καραβοκύρηδες από την Άνδρο.

Σε κάποια καλοκαιρινή εκδρομή στη Μεγαλόνησο, πάνε τώρα πολλές δεκαετίες, γνώρισε το Μανούσο, εντυπωσιάστηκε από την κρητική φτιαξιά του και μαλαγανιά του, τον ερωτεύτηκε, την ερωτεύτηκε κι αυτός γιατί ήταν όμορφη και τσαπερδόνα και παντρεύτηκαν. Έτσι ήρθε και εγκαταστάθηκε στο Κάτω Μυζηθροχώρι.

Στην αρχή ήταν αδύνατον να προσαρμοσθεί στη ζωή του χωριού, αυτή που ήταν μαθημένη στην κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα αλλά όταν γέννησε τη Μέλη όλα άλλαξαν και άρχισε να προσαρμόζεται και να δημιουργεί τον κύκλο της. Εξάλλου, το παιδί εκεί πια θα μεγάλωσε και έπρεπε να γίνει κομμάτι του τόπου.

Καλά, μην νομίζετε τώρα, ότι η κυρία Φρειδερίκη έβαλε τσεμπέρι και άρχισε να κυκλοφορεί σαν την πεθερά της πεθεράς της στην Κρητική Επανάσταση. Μια χαρά κράτησε όλες της τις αστικές συνήθειες — τις οποίες και μεταλαμπάδευσε στη συνέχεια στην κόρη της. Απλώς προσάρμοσε στην καθημερινότητά της τα έθιμα του τόπου και κατάφερε να τα συνδυάσει δίνοντάς τους έναν άλλο, πρωτευουσιάνικο, αέρα και να γίνει έτσι αποδεκτή από όλους τους σύντεκνους. Για όλους ήταν η αρχόντισσα του χωριού και την κόρη της, από όταν γεννήθηκε, όλοι στο χωριό τη φώναζαν «η αρχοντοπούλα» — πανάθεμά την, τη μετενσάρκωση της Αρετούσας!

Η Μέλη, γεννήθηκε Ιούνιο, που είχε ανθίσει ήδη η γη, τα δέντρα είχαν καταπρασινίσει, ο ήλιος έκανε βόλτες στον γαλανό ουρανό κλείνοντας το μάτι στη γαλανή θάλασσα, τα πουλάκια κελαηδούσαν και τα μαμούνια είχαν αρχίσει τις καλοκαιρινές τους διακοπές — μα, καλά, πώς στο διάολο μου ήρθαν αυτά και τα έγραψα, ήμαρτον! Στρουμπουλή, 3.600 γραμμάρια γεννήθηκε η Μέλη, ροδαλή, με ξανθά μαλλάκια και καστανά μάτια. Δηλαδή, ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα, σε ένα χωριό όπου όλοι ήταν ηλιοκαμένοι και μελαχρινοί.

Από τη μέρα που γεννήθηκε φάνηκε τι κέρατο θα γινόταν, αφού βγαίνοντας από την κοιλιά της μάνας της άρχισε να σκούζει σαν υστερική και κλώτσησε μέχρι και το χέρι του μαιευτήρα! Την πήραν σπίτι μέσα σε μεταξωτά και κάτασπρα βαμβακερά, την τοποθέτησαν στην κούνια της, της έβαλαν και μια πιπίλα στο στόμα και άρχισαν να την κανακεύουν. Και μεγάλωνε η Μέλη και γινόταν κάτι μεταξύ Ανταρσύα και Ρουβίκωνα, σε συνδυασμό με γαλλικά, πιάνο –ναι, είχαν και πιάνο στο σπίτι στο Κάτω Μυζηθροχώρι, προίκα της κυρίας Φρειδερίκης– και κέντημα.

Στο δημοτικό, η συμπεριφορά της ήταν παιδάκια ήταν στο σχολείο, την είχαν και στα όπα όπα και έτσι περνούσε τον καιρό της κάνοντας ό,τι ήθελε. Η κυρία Φρειδερίκη, φρόντιζε και τη μάζευε κάπως, βλέποντας το χαρακτήρα της. Το ότι της είχε μεταδώσει τους ευγενικούς τρόπους της και το σαβουάρ βίβρ της, κάπως κατάφερνε και την έκανε ζάφτι. Έξαλλου η Μέλη μπορεί να ήταν μικρή αλλά είχε ήδη καταλάβει ότι δεν ήταν ίδια και όμοια με τα άλλα παιδιά που έτρεχαν και κυλιόντουσαν όλη μέρα στους αγρούς και στα παιχνίδια.

Εκείνη, επ’ουδενί δεν θα λέρωνε τα όμορφα φουστανάκια της για να παίξει κυνηγητό με τον Παναγή το γιο του φούρναρη και τη Δημητρούλα του κυρ-Αντρέα του χασάπη, να κυνηγήσει βατράχια στα ρυάκια –ο Χριστός και η Παναγία, αναγούλιαζε και μόνο που το σκεφτόταν– και άλλα τέτοια φαιδρά.

Πάντα, λοιπόν, έβρισκε ως δικαιολογία ότι έπρεπε να βοηθήσει τη μαμά στο σπίτι και έτσι τη γλίτωνε χωρίς παρατράγουδα. Τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν όταν μπήκε στο γυμνάσιο. Στο χωριό γυμνάσιο δεν υπήρχε, οπότε έπρεπε να πηγαίνει στην κοντινότερη πόλη. Που σήμαινε ότι θα έπρεπε να παίρνει κάθε πρωί από τα χαράματα το λεωφορείο παρέα με όλα τα άλλα παιδιά. Αν και δεν ήταν του επιπέδου της, όπως έλεγε στη μαμά της –η οποία προσπαθούσε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα και να επαναφέρει το παιδί της στη γη, θα έκανε την καρδιά της πέτρα και θα το ανεχόταν εφόσον ήταν μόνο για είκοσι λεπτά κάθε πρωί και άλλα είκοσι το απόγευμα που θα γυρνούσε πίσω. Ενδιάμεσα, θα μπορούσε να κάνει παρέα μόνο με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες από την πόλη και έτσι να είναι πιο κοντά στο περιβάλλον που της πήγαινε.

Ο Μανούσος, βέβαια, δεν είχε πάρει χαμπάρι από όλα αυτά τα παλαβά της κόρης του γιατί γι’αυτόν ήταν ένα άγγελος και δεν υπήρχε περίπτωση η Μέλη να κάνει κάτι που δεν θα ήταν σωστό και πρέπον. Και ούτε συμφωνούσε με την γυναίκα του όταν εκείνη του έκανε απ’έξω απ’έξω νύξη ότι θα πρέπει να πάψει πια να της κάνει τα χατίρια τώρα που μεγάλωσε και ότι θα πρέπει να είναι πιο αυστηρός μαζί της. Κάπως έτσι περνούσε η Μέλη τον καιρό της στο γυμνάσιο. Και μέσα στα άλλα ήταν και η καλύτερη μαθήτρια σε όλα τα μαθήματα με αποτέλεσμα το όπα όπα που είχε από το σπίτι της να συνεχίζεται και από τους καθηγητές στο σχολείο.

Στο τέλος της Γ’ γυμνασίου, αρίστευσε και στα γαλλικά και ήταν πια το καμάρι όλων. Οι γονείς της για να την επιβραβεύσουν για τις καλές της επιδόσεις, αποφάσισαν να την στείλουν διακοπές στο σπίτι της θείας της Μερόπης στην Άνδρο, όπου θα περνούσε ένα μήνα παρέα με την συνομήλικη ξαδέρφη της, Βιργινία. Η Μέλη όταν έμαθε τι δώρο θα της έκαναν οι γονείς της πήδηξε από τη χαρά της. Ένα μήνα στην έπαυλη της θείας Μερόπης στην Άνδρο, σε αυτό το αρχοντονήσι! Τόσο χαρούμενη μάλιστα ήταν που έκανε κάτι ανήκουστο γι’αυτήν· Κάλεσε όλους τους συμμαθητές και συμμαθήτριές της από το χωριό σπίτι της όπου τους τραπέζωσε, τους έκανε μικρά δωράκια, έπαιξε μαζί τους όπως δεν είχε παίξει ούτε όταν ήταν πέντε χρονών και τους είπε μέχρι και, άκουσον άκουσον, ότι θα της λείψουν πολύ το καλοκαίρι που θα πρέπει να φύγει να πάει στη θεία της!

Επί δεκαπέντε μέρες έφτιαχνε τις βαλίτσες της η Μέλη με όλα τα ρούχα και τα αξεσουάρ που θα έπαιρνε μαζί της στην Άνδρο. Λες και θα πήγαινε στην Κυανή Ακτή. Η κυρία Φρειδερίκη είχε γίνει νευρασθενική.

«Παιδί μου, είσαι σχιζοφρενής; Πού νομίζεις ότι πας; Στο σπίτι της θείας σου και της ξαδέρφης πας όχι στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, δεκαπέντε χρονών παιδί νομίζεις όλη η έννοια του κόσμου εσύ θα είσαι;» προσπαθούσε να τη συνετίσει.

«Έλα, καλέ μαμά, η θεία και η Βιργινία είναι μέσα στον εκπλεπτισμό και το γούστο και εγώ θα παρουσιαστώ σαν τη μικρή πτωχή ξαδέρφη από το Μυζηθροχώρι; Άκου εκεί όνομα που βρήκαν να του δώσουν… πάλι καλά που δεν το είπαν και Σπανακοχώρι», απάντησε με μία ξινή έκφραση στη μούρη της η «αρχοντοπούλα» Μέλη.

«Καλά δεν ντρέπεσαι που θα πάρεις όλα αυτά τα πράγματα και θα αναγκάσεις τη θεία σου να σου πλένει συνέχεια τόσα ρούχα; Ποια νομίζεις ότι είναι, καμιά υπηρέτριά σου; Πού είναι οι καλοί τρόποι και η ανατροφή σου;» επιστράτευσε όλη της τη διπλωματία για να τη φέρει στο φιλότιμο η μητέρα της.

Και όντως τα κατάφερε. Η Μέλη, όλα μπορούσε να τα ανεχθεί, αλλά όχι να την πουν ανάγωγη και χωρίς ανατροφή λες και ήταν καμιά χωριάτισσα. Έτσι αφού έξυσε δυο τρεις φορές το ξανθό της κεφάλι και βλαστήμισε άλλες δέκα φορές από μέσα της, αποφάσισε να περιορίσει τον όγκο της ενδυμασίας της στη μία βαλίτσα.Σκέφτηκε ότι με την ξαδέρφη της τη Βιργινία ήταν συνομήλικες, είχαν το ίδιο ύψος και το ίδιο σουλούπι άρα θα μπορούσε κάποια φορά αν ήταν να της ζητούσε κάτι δικό της και καλά ότι της άρεσε πολύ, κλπ, κλπ. Από τέτοια πια, ήταν ξεφτέρι η Μέλη. Τους τουμπάριζε όλους με τις μαλαγανιές — κάπως έτσι θα τουμπάριζε για διάφορα στο μέλλον και τον Ζανό, αλλά αυτό θα το δούμε σε προσεχή κεφάλαια.

Και η πολυπόθητη μέρα για την αναχώρηση προς Άνδρο έφτασε. Από τα αξημέρωτα είχε ξυπνήσει η Μέλη, λες και θα κυνηγούσε με το πιστόλι την ώρα να βιαστεί. Ντύθηκε στολίστηκε και περίμενε. Θα τη συνόδευε η μητέρα της, η οποία θα έμενε κι εκείνη δυο μέρες να δει την αδερφή της τη Μερόπη και μετά θα γύρναγε πάλι στην Κρήτη. Ο Μανούσος τις πήγε μέχρι το αεροδρόμιο για να πάρουν  το αεροπλάνο για Αθήνα. Από κει θα πήγαιναν Ραφήνα για να πάρουν το πλοίο για Άνδρο.

«Άντε, μπαμπά, γεια σου και χαρά σου και αέρα στα πανιά σου, θα τα πούμε τον Σεπτέμβριο πάλι», τον χαιρέτησε η Μέλη με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.

«Να είσαι προσεκτική εκεί που θα πας και να ακούς τη θεία σου», την ορμήνευσε ο πατέρας της.

«Έλα, ρε ντάντυ τώρα κι εσύ, λες και είμαι παιδάκι. Εννοείται ότι θα ακούω τη θεία. Α, και κοίτα, όχι να με παίρνεις τηλέφωνο δεκαοχτώ φορές τη μέρα, για να δεις τι κάνω, λες και πάω εθελοντής στον πόλεμο του Ιράκ. Μία φορά, άντε δύο και αυτό είναι όλο», του αντιγύρισε η Μέλη, ρίχνοντας και ένα λοξό βλέμμα και στη μητέρα της, σαν να της έλεγε «αυτό ισχύει και για σένα μαμά όταν γυρίσεις πίσω».

Και με αυτή τη δήλωση, προχώρησε με τη μητέρα της προς τον έλεγχο των διαβατηρίων και εν συνεχεία για επιβίβαση. Η πτήση μέχρι το αεροδρόμιο της Αθήνας ήταν πολύ σύντομη. Μισή ωρίτσα, μόνο, και από κει άλλο τόσο με το ταξί για τη Ραφήνα.

Οι δυο γυναίκες επιβιβάστηκαν στο καράβι. Ο Μανούσος τους είχε κλείσει πρώτη θέση, στη οποία η δεσποινίς Μέλη θρονιάστηκε με ύφος σαρανταπέντε καρδιναλίων τύπου Ραλφ ντε Μπρικασάρ στα «Πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας»! Επί δυο ώρες, όσο διαρκούσε η διαδρομή μέχρι την Άνδρο, η Μέλη δεν είχε ξεκολλήσει από τη θέση της. Είχε ξεφυλλίσει όλα τα περιοδικά που είχε πάρει μαζί της, είχε φάει τον άμπακο και ανυπομονούσε να πατήσει το πόδι της στο λιμάνι του Γαυρίου, όπου θα τους υποδεχόταν η θεία της και θα πήγαιναν με το αυτοκίνητο μέχρι τη Χώρα, όπου ήταν το σπίτι.

Από τη μητέρα της, είχε ακούσει τα καλύτερα για την Άνδρο και ανυπομονούσε να τα δει και από κοντά. Βέβαια, είχε ήδη συνομιλήσει με τον εαυτό της και είχε αποφασίσει 24 ότι δεν επρόκειτο να δείξει τρελό ενθουσιασμό σαν κανένας βλάχος που κατέβηκε από τα Κράβαρα και δεν έχει ξαναδεί στη ζωή του νησί. Μετρημένος ενθουσιασμός, σεμνά και ταπεινά. Μπορεί η Μέλη να ήταν μόνο δεκαπέντε χρονών αλλά το μυαλό της δούλευε με ηλικία σαρανταπεντάρας! Η θεία Μερόπη και η ξαδέρφη Βιργινία τους περίμεναν στο λιμάνι απο νωρίς. Είχαν κατέβει να φάνε κι ένα παγωτό και να χαζέψουν λίγο την κίνηση.

Πρώτη τους είδε καθώς κατέβαιναν από το καράβι η Μερόπη και άρχισε να τους κουνά το χέρι. Πλησίασαν, αγκαλιάστηκαν, χαρές, φιλιά. Στο δρόμο για τη Χώρα η Μέλη κοιτούσε δεξιά κι αριστερά να αποτυπώσει τα πάντα. Φτάνοντας στο σπίτι μόνο που δεν λιποθύμησε από την έκπληξή της όταν το είδε. Ορκίστηκε στον εαυτό της ότι μια μέρα όταν παντρευτεί σε ένα τέτοιο σπίτι θα έμενε — και ό,τι βαζει η Μέλη στο ξερό της το κεφάλι το καταφέρνει!

Να μην τα πολυλογούμε, ο μήνας αυτός στην Άνδρο και οι παρέες που απέκτησε μέσω της ξαδέρφης της την έκαναν να αισθάνεται γυρνώντας πίσω στο σπίτι της στην Κρήτη, τουλάχιστον σαν εξόριστη Αντουανέτα που η άτιμη κενωνία την είχε πετάξει στα τάρταρα και στον Μπύθουλα.

Η κατάσταση δε, ξέφυγε εντελώς όταν ήταν να ξεκινήσει το λύκειο, διότι δήλωσε στους γονείς της ότι αυτή με τέτοια εξυπνάδα δεν μπορούσε πλέον να περιορίζεται σε ένα δημόσιο λύκειο μιας επαρχιακής πόλης –η αρχιψωνάρα– και έπρεπε να τη γράψουν σε ιδιωτικό λύκειο στην πρωτεύουσα του νησιού.

Η κυρία Φρειδερίκη παρότι απέφευγε να δίνει συνέχεια στις παλαβομάρες της, αυτή τη φορά συμφώνησε με την κόρη της δεδομένου ότι η παιδεία που θα έπαιρνε θα ήταν εφάμιλλη της οικογένειάς της –της βγήκαν κι αυτηνής τα ψηλομύτικα, εμ, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι– και σιγοντάρισε στον Μανούσο να γραφεί η μικρή στο Γερμανικό Λύκειο.

«Εξάλλου τα γερμανικά είναι η γλώσσα του μέλλοντος αγαπητέ μου, άσε που ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται σ’αυτόν τον κόσμο και μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να μας την ξαναπέσουν οι Γερμανοί. Να μην μπορούμε να τους πούμε δηλαδή ένα βιλκόμεν βρε αδερφέ!» του δικαιολόγησε την απόφασή της.

Και έτσι η Μέλη προς μεγάλη της ευχαρίστηση ξεκίνησε στο Γερμανικό Λύκειο και αισθανόταν τουλάχιστον Καγκελάριος Μέρκελ. Τα τρία τελευταία χρόνια του σχολείου πέρασαν εν ριπή οφθαλμού, διάβαζε, πήγαινε τις εκδρομές της, μάθαινε τις ξένες γλώσσες της, και περίμενε τη στιγμή που θα έμπαινε στο πανεπιστήμιο να φύγει στην Αθήνα, επιτέλους.

Στην αποφοίτηση του λυκείου και στην εισαγωγή της στο πανεπιστήμιο, μόνο τα κανόνια του Ναβαρόνε δεν βάρεσαν. Να πυροτεχνήματα στον Ψηλορείτη , να ρακές και κεράσματα στο χωριό, να η Μέλη να αισθάνεται τουλάχιστον Δασκαλογιάννης και Μαντώ Μαυρογένους δύο σε ένα.

Η ζωή ως φοιτήτρια στην πρωτεύουσα τη μεταμόρφωσε μια και καλή στη νέα βερσιόν της Τζάκι Κένεντι. Μην νομίζετε ότι η Μέλη είχε καμία σχέση με τις φοιτήτριες που έχετε στο μυαλό σας, αξύριστο πόδι και μασχάλη, ταγάρι και τσιγγάνικες φούστες σαν την Περιστέρα, δηλαδή, πριν γίνει Πίτζον και αυτή! Ο Μανούσος δεν θα άφηνε ποτέ την μοναχοκόρη του να ζει ως Αφγανός πρόσφυγας στη Μόρια! Ούτε βέβαια η Φρειδερίκη θα άφηνε το σπλάχνο της να γυρίζει σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα! Την μετέτρεψε σε χρόνο ρεκόρ στην πιο τοπ αστή των Αθηνών, που μεταξύ των άλλων ενδιαφερόντων που είχε έβρισκε και χρόνο να σπουδάζει! Τελικά αυτή η οικογένεια είχε την πετριά πάντα απλώς πήρε χρόνο για να βγει στην επιφάνεια!

Και ενώ θα περίμενε κανείς με τέτοια χαϊκλασάτη ζωή να μην τελειώσει ποτέ το πανεπιστήμιο, η Μέλη σε τέσσερα ακριβώς χρόνια πήρε το δίπλωμά της και με εξαιρετικό βαθμό και άρχισε να σκέφτεται το μέλλον της και τη ζωή της την οποία ήδη την είχε κατατάξει σε εφοπλιστικό επίπεδο.

Θα γυρνούσε, βέβαια, για κάποιο διάστημα στην Κρήτη για να αναλάβει το μάρκετινγκ στις ζαχαροπλαστικές επιχειρήσεις του πατέρα της –ποτέ δεν θα καταδεχόταν μια Μέλη Καραμελάκη να αναφέρει τον απλό όρο ζαχαροπλαστείο, και να νομίζουν ότι πρόκειται για κάτι σαν το γαλατάδικο του Χατζηχρήστου στο «Λαός και Κολωνάκι», «καιρός να μάθουν οι χωριάτες να ξεχωρίζουν τους εμπορικούς όρους, έλεος πια με τον κάθε αδαή», μονολογούσε κάθε φορά που έπρεπε να εξηγεί τον όρο ζαχαροπλαστικές επιχειρήσεις σε όσους την κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια–, αλλά δεν θα αργούσε να επιστρέψει στην πρωτεύουσα για να συνεχίσει πλέον εκεί τη ζωή και την εργασία της.

Και η μέρα της επιστροφής της πτυχιούχου Μέλης Καραμελάκη στο νησί της έφτασε. Το αεροπλάνο την έφερε πίσω στα πατρογονικά της και σε αυτό που θα άλλαζε τη ζωή της και αυτή των υπολοίπων αθώων θυμάτων που θ να τα σύγλινα και τα απάκια, και να τα αντικριστά και να οι ρακές. Τρεις άνθρωποι θα έτρωγαν και είχαν μαγειρέψει για όλο τον 6ο Αμερικάνικο Στόλο! Και μη νομίζετε ότι η Μέλη δεν τα τιμούσε ανάλογα, γιατί πλανάσθε οικτρά. Μπορεί σε όλα να ξίνιζε τα μούτρα της γιατί της φαίνονταν παρακατιανά και επαρχιώτικα αλλά όταν επρόκειτο για φαΐ, δεν υπήρχε τίποτε που θα άφηνε αδοκίμαστο. Όπως λένε και οι φίλοι μας οι Γάλλοι, κανονικό σαβούριασμα! Εχμ, με την καλή έννοια, διότι «σαβουρέ» εις άπταιστον γαλλικήν σημαίνει –κανονικά– γεύομαι. Μεταφράζεται και σε «σαβουρώνω» όταν μιλάμε για την Καραμελάκη.

Αφού ντερλίκωσαν όλοι και κόντευαν να πέσουν σε χειμερία νάρκη σαν τις αρκούδες πάνω στη Φλώρινα και στην Κοζάνη, ο Μανούσος Καραμελάκης σκέφτηκε ότι ήταν η ώρα να μιλήσει στην κόρη του για το συνοικέσιο.

«Λοιπόν, Μέλη, τώρα που γύρισες και θα αναλάβεις τα σχετικά με τα ζαχαροπλαστεία όπως είχαμε συζητήσει…» άρχισε και διεκόπη αμέσως από την κόρη του.

«Ρε, μπαμπά, πόσες φορές σου έχω πει ότι δεν θα λες ζαχαροπλαστεία αλλά ζαχαροπλαστικές επιχειρήσεις!» αναφώνησε εκνευρισμένη η Μέλη.

«Δεν μας παρατάς, ρε Μέλη, με το κάθε κουλό που σου έρχεται στο κεφάλι. Λοιπόν, συνεχίζω. Τώρα που γύρισες πίσω και θα αναλάβεις τα σχετικά με τα ζαχαροπλαστεία θα πρέπει και να παντρευτείς. Μην τολμήσεις να με ξαναδιακόψεις!» την προειδοποίησε βλέποντας την να γουρλώνει τα μάτια της. «Και για να μην το κουράζουμε πολύ, ο κατάλληλος γαμπρός για την κόρη του Καραμελάκη έχει ήδη βρεθεί, έχουμε συμφωνήσει με τον πατέρα του και έχουμε δώσει τα χέρια. Το μόνο που μένει είναι να συναντηθείτε με το νεαρό και να γνωριστείτε. Είναι ένα έκτακτο παιδί, σπουδαγμένο στην Αθήνα, με περιουσία. Ο πατέρας του είναι ο πρώτος στο Έξω Λαδοχώρι», συνέχισε ο Μανούσος.

«Τι λες, ρε μπαμπά, συγκοινωνείς με τον εγκέφαλό σου;! Εγώ ακόμη δεν γύρισα, και θα παντρευτώ;; σαν την κάθε τυχάρπαστη επαρχιωτοπούλα που ζει με το όνειρο της κουλούρας στο κεφάλι της;! Για σύνελθε, πληζ!» του επιτέθηκε η Μέλη που δεν χαμπάριαζε από τέτοια.

«Άκου να σου πω, κορούλα μου, επειδή έχω φάει και δεν έχω καμία όρεξη για τσακωμούς, ξέρε το και βάλτο καλά στην κούτρα σου. Ή γάμο με τον γιο του Καχραμανάκη, τον Ζανό, ή ξέχνα τη μεγάλη ζωή, τα μάρκετινγκ και την Αθήνα, ορίστε για να σου μιλήσω με τους δικούς σου όρους», την προειδοποίησε ο πατέρας της.

«Μα, ρε μπαμπά, είναι δυνατόν να μιλάμε τη σημερινή εποχή για γάμους και δη σε τέτοια ηλικία;!» άρχισε να ξαναχτυπιέται η Μέλη βλέποντας ότι ο πατέρας της ήταν αποφασισμένος και ότι δεν μπορούσε πια να τον τουμπάρει όπως είχε συνηθίσει μέχρι τότε.

«Μια χαρά δυνατόν είναι. Και προς ενημέρωσή σου συμφωνεί και η μητέρα σου, οπότε βάλτο καλά στο κεφάλι σου ότι σύντομα θα γίνεις κυρία Καχραμανάκη», έκλεισε τη συζήτηση ο Μανούσος και αποσύρθηκε στην αυλή να πιει το απογευματινό του καφεδάκι.

Η Μέλη, από τα νεύρα της ήταν ικανή να μασήσει και σίδερα, σαν τον Κουταλιανό, αλλά ήξερε ότι δεν υπήρχε κανένας τρόπος να αποφύγει το συνοικέσιο. Γιατί, ως πρακτικός άνθρωπος σκέφτηκε ότι, αν συνέχιζε να πηγαίνει κόντρα στον πατέρα της, δεν θα κατάφερνε τίποτε. Τουλάχιστον, θα αναλάμβανε τη δουλειά στις ζαχαροπλαστικές επιχειρήσεις και έτσι θα ηρεμούσαν τα νεύρα της μέχρι τη μέρα που θα γνώριζε τον περίφημο Ζανό Καχραμανάκη που της προξένευε ο πατέρας της. Κατόπιν θα έβλεπε τι θα έκανε, συλλογιζόταν ως άλλη Σκάρλετ… τρομάρα της!

(συνεχίζεται…)

oi

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s