Ευθυμογράφημα “Καχραμανάκηδες και Καραμελάκηδες – Κουζουλοί έρωτες στα Κρητικά χώματα” – Κεφάλαιο πρώτο

oi

KΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ – ΚΑΧΡΑΜΑΝΑΚΗΔΕΣ

Ο Ζανό Καχραμανάκης, συλλογιζόταν ότι, γυρνώντας στην Κρήτη, μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα, το μόνο που ήθελε ήταν να το ρίξει για κανένα εξάμηνο την ντόλτσε βίτα και στη διασκέδαση, πριν ξεκι νήσει να ασχολείται με την ελαιουργική επιχείρηση του πα τέρα του. Θα έλεγε στον κύρη του ότι είχε κουραστεί από το διάβασμα και χρειαζόταν λίγο χρόνο να ξεκουραστεί και να ξεθολώσει.

≪Σιγά μη μου πει όϊ εμένα ο πατέρας, ολόκληρο δίπλωμα του φέρνω μαθές!≫ σκεφτόταν πάνω στο καράβι που τον έφερνε πίσω στο νησί και στο χωριό του, το Έξω Λαδοχώρι. Δεν ήξερε όμως ότι, δυστυχώς, λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Βλέπετε, ο μπαρμπα-Σήφης, ο πατέρας του, ένας αναντάν μπαμπαντάν Κρητίκαρος, δεν είχε τίποτε άλλο στο νου του από το να τον παντρέψει αμέσως μόλις πατούσε το πόδι του στο νησί και να τον στρώσει αμέσως στη δουλειά.

≪Γέρασα, πια, τα κόκαλά μου τρίζουν σαν ξεχαρβαλωμένο μοτοσακό, καιρός να αναλάβει  το κοπέλι τις δουλειές, αμέσως με το που θα έρθει≫, μονολογούσε συνέχεια. Του είχε βρει και νύφη που όμοιά της δεν υπήρχε στην Κρήτη. Τη Μέλη του Καραμελάκη, από το Κάτω Μυζηθροχώρι, που ο πατέρας της είχε πάνω από πέντε ζαχαροπλαστεία σε όλη την περιφέρεια.

Το συνοικέσιο το είχε κουβεντιάσει με τον μέλλοντα συμπέθερο. Είχαν μάλιστα δώσει και τα χέρια πάνω από ένα ολόκληρο μπουκάλι ρακή που είχαν πιεί για τις χαρές των παιδιών. ≪Λεφτά με ουρά, θα ενώσουμε τις περιουσίες μας και δεν θα μπορεί μετά να μου κουνιέται κανείς στο χωριό. Εξάλλου η νύφη και όμορφη είναι, και έξυπνη, και καλή νοικοκυρά. Ε, κάπως πολλά γλωσσού, ψηλομύτα και φλύαρη είναι μαθές, αφού άμα ανοίξει το στόμα της ξεχνά να το κλείσει≫, συλλογιζόταν κάθε φορά που σκεφτόταν το συνοικέσιο ο μπαρμπα-Σήφης.

Και αυτό το τελευταίο, είχε να το λέει, αλλά πάλι σκεφτόταν, ≪γιάντα μπρε να κουζουλαίνομαι τώρα, υπάρχει και καμιά γυναίκα που ’ναι τέλεια! Σάμπως η Σήφαινα καλύτερη είναι; Μπουρ μπουρ μπουρ, με πιπιλάει συνέχεια, αν και με τα χρόνια τη συνήθισα και πια μήτε ακούω τι μου λέει κάθε φορά που ξεκινάει μια κουβέντα≫, μονολογούσε. ≪Πάντως, επαέ σαν έρθει η νύφη, όλα αυτά που ξέρει από τη φαμίλια της θα τα ξεχάσει. Όταν θα μπει στο σπίτι των πεθερικών της οφείλει να υπακούει και να είναι φρόνιμη≫, συνέχιζε και ολοκλήρωνε τη σκέψη του.

Δεν είχε όμως ιδέα ο καψερός τι του επεφύλασσε η μοίρα με τη νύφη. Γιατί έξω από το χορό, και δη έξω από τον κύκλο των γνωριζόντων τη Μέλη Καραμελάκη, πολλά λέει κανείς. Όταν όμως θα ερχόταν η μέρα που θα τη ζούσε από κοντά, ως νύφη του, τότε θα άρχιζε να τραβάει τα μουστάκια του, να σκίζει τα στιβάνια του, να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, και να τραγουδάει ένα ρεμίξ ριζίτικων, αμανέδων και του γνωστού και μη εξαιρετέου άσματος της φίλτατης Σερ, ≪if I could turn back time≫!

Προς το παρόν, he was not worried για τίποτε και ήταν πιο happy και από happy. Το πραγματικό χάπι θα το έπαιρνε πολύ αργότερα για να ηρεμεί τα νεύρα του που θα γινόντουσαν τσατάλια κάθε φορά που θα ερχόταν σε αντιπαράθεση με την παλαβή νύφη Μέλη!

Ήταν απόγευμα όταν το βαπόρι έδεσε στο λιμάνι. Οι Ζανογονείς τον περίμεναν από το μεσημέρι σχεδόν στην αποβάθρα, λες και θα έφερναν πιο γρήγορα το πλοίο με τηλεπάθεια. Κουζουλεμένοι άνθρωποι, τι να πεις, τέσσερα χρόνια είχαν να δουν το κοπέλι τους. Και τώρα γύριζε σπουδαγμένος και με ένα χαρτί δύο επί δύο, δίπλωμα ολόκληρο, να το κολλήσουν στη μούρη του κάθε σύντεκνου για να δείξουν τι παιδιά βγάζει το Καχραμανακέικο.

≪Ε, πατέρα, μάνα!≫ τους κούναγε το χέρι από το κατάστρωμα του καραβιού ο Ζανό, την ώρα που το καράβι είχε προσεγγίσει το λιμάνι και ο καπετάνιος ετοιμαζόταν να ρίξει τα σχοινιά.

≪Αχ, Σήφη μου, να το κοπέλι μας≫, ούρλιαζε από χαρά η Κατίνα, τραβώντας το μανίκι του άντρα της με λύσσα.

≪Σιγά μωρή, ίντα στριγγλίζεις ετσά, σαν την κότα που τη σφάζουν! Τον είδα, στραβός είμαι;! Πο πο πο καλέ πώς έγινε έτσι αυτός;! Μωρή Κατίνα, αυτός όταν έφυγε από δω ήταν σαν τον Άι Γιάννη τον Νηστευτή και τώρα έχει γίνει σαν τον Ντέμη Ρούσσο! Τι στο διάολο έτρωγε εκεί στην Αθήνα;! Τους συμφοιτητές του;!≫ στραυροκοπιόταν ο μπαρμπα-Σήφης καθώς πλησίαζε ν’ αγκαλιάσει το καμάρι του που κατέβαινε από το πλοίο. Δίπλα του η Κατίνα είχε γουρλώσει τα μάτια και προσπαθούσε να καταλάβει αν το παιδοβούβαλο που κατέβαινε από το πλοίο ήταν ο γιος της ο Ζανό ή η μετενσάρκωση του Όρθιου Βούδα.

≪Καλώς όρισες Ζανό μου, ίντα κάμεις παιδί μου;≫ τον καλωσόρισαν και οι δύο με φιλιά και αγκαλιές, όσο έφταναν να τον αγκαλιάσουν, έτσι που ’χε γίνει.

≪Για να σας δω, για να σας δω, μια χαρά είσαστε, κι εσύ πατέρα κι εσύ μάνα≫, τους είπε χαμογελαστός ο κανακάρης τους.

≪Εμείς παιδί μου καλά είμαστε, εσύ όμως πώς τριπλασιάστηκες έτσι μέσα σε τέσσερα χρόνια;≫ δεν άντεξε και του πέταξε ο μπαρμπα-Σήφης που φημιζόταν για την ντομπροσύνη του.

Ο Ζανό, συνηθισμένος από τον τρόπο του πατέρα του δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να τους αγκαλιάζει, χωρίς να παρατηρεί το τρομαγμένο βλέμμα και των δυο που κόντευαν να σκάσουν σαν λάστιχο Michelin που πατάει πρόκα στο δρόμο, κάθε φορά που τους έσφιγγε ο Βούδας-γιος τους.

Ο μπαρμπα-Σήφης, αφού πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα και καθώς δεν μπορούσε να ανεχτεί να γίνει ο περίγελος του χωριού επειδή ο γιος του την είχε δει στην Αθήνα, σουλτάνος και έτρωγε ό,τι έβρισκε μπροστά του, του δήλωσε ορθά κοφτά, πηγαίνοντας προς το jeep αυτοκίνητό τους.

≪Άκου να σου πω, Ζανό, ξεκάθαρες κουβέντες για να συνεννοηθούμε μια και καλή. Εμένα ο γιος μου δεν θα συνεχίσει να παρουσιάζεται με αυτά τα χάλια που έχεις. Από αύριο το πρωί θα ξημεροβραδιάζεσαι στα κτήματα, παρέα με τους εργάτες, θα σκάβεις, θα μαζεύεις, θα αρχίσεις γυμναστική και διατροφή και μέσα σε δυο μήνες από σήμερα θα έχεις γίνει φιγουρίνι, όπως ήσουν πριν φύγεις κατάλαβες;; Εγώ την επιχείρησή μου θα την παραδώσω στον γιο μου, όχι στο κακέκτυπο του Ντέμη Ρούσσου! Και μην περιμένεις, βέβαια, να σε χαρτζιλικώνω για να μου πιάνεις πόρτα για το χειμώνα! Η εργασία θα είναι αμισθί μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος της ζυγαριάς!≫ του σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Σήφης.

≪Έλα πατέρα, τώρα, υπερβάλλεις≫, προσπάθησε να διασκεδάσει την κατάσταση ο μαύρος ο Ζανό που είχαν αρχίσει να τον ζώνουν τα φίδια, ότι όσα είχε στο μυαλό του πάνω στο καράβι για βόλτες και ντόλτσε βίτα ≪τα πήρε το ποτάμι, τα πήρε ο ποταμός κι εκείνος είχε μείνει χοντρός και ορφανός≫ — τρομάρα του, έκανε και μαντινάδες, τέτοιες ώρες…

≪Ζανό, είπα και ελάλησα και τελείωσε αυτή η συζήτηση≫, του διαμήνυσε ορθά κοφτά ο πατέρας του και έβαλε μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου.

Φτάνοντας στο σπίτι, ο μπαρμπα-Σήφης, μάζεψε τη φαμίλια για να τους ανακοινώσει την απόφαση να παντρέψει τον Ζανό με τη Μέλη του Καραμελάκη. ≪Το γοργό και χάριν έχει και δεν είμαστε να αργοπορούμε≫, σκέφτηκε.

≪Άκου Κατίνα –κι εσύ Ζανό–, αν κι εσένα δεν σου πέφτει και ιδιαίτερος λόγος αφού εγώ αποφασίζω. Μίλησα πριν μέρες με το Μανούσο τον Καραμελάκη, ξέρεις που ’χει τα ζαχαροπλαστεία και είπαμε ότι αφού και οι δυo είμαστε οι πρώτοι στα χωριά μας καιρός είναι να βρούμε τρόπο να ενώσουμε τις περιουσίες μας και να γίνουμε οι πρώτοι των πρώτων. Και βρήκαμε τον τρόπο. Όπως ξέρεις ο Καραμελάκης έχει μια κόρη, τη Μέλη. Όμορφη, έξυπνη, νοικοκυρά. Βέβαια είναι τσαούσα, αλλά θα στρώσει όταν παντρευτεί. Και για να μην μακρυγορούμε, αυτός που θα παντρευτεί θα είναι ο Ζανό μας! Βέβαια, όταν κλείναμε με τον Καραμελάκη τα συμπεθεριά, εγώ είχα στο μυαλό μου έναν Ζανό ντελικανή, όχι νταλικιέρη, αλλά όλα θα φτιάξουν πάλι. Σε δυο μήνες θα είναι αγνώριστος! Στο μεταξύ εγώ θα πω στον Καραμελάκη ότι το κοπέλι έχει αναλάβει κάποιες δουλειές και θα τα πούμε από κοντά σε δυο μήνες, γιατί όπως καταλαβαίνετε αν συναντηθούμε τώρα θα τρομάξει ο άνθρωπος≫.

≪Μα τι λες πατέρα, είσαι με τα καλά σου; Από πού κι ως πού θα παντρευτώ κάποια που δεν την ξέρω καν. Και στο κάτω κάτω, εγώ είμαι άντρας και μόνος μου θα διαλέξω τη γυναίκα μου. Ακόμη είναι νωρίς≫, του απάντησε θυμωμένος ο Ζανό.

≪Εσύ, μπούλη Ζανό, ρούφα τ’αβγό σου και ηρέμησε. Αυτά τα είμαι άντρας και θα διαλέξω μόνος μου και τρίχες κατσαρές εγώ τα ακούω βερεσέ. Ο διάδοχος των επιχειρήσεων Καχραμανάκη οφείλει να έχει τα καλύτερα και αυτή η νύφη είναι η καλύτερη της περιφερείας. Επίσης, μην ξεχνάς ότι αν σε διώξω από το σπίτι, θα ψωμολυσσάξεις στην πείνα, και μέχρι να ορθοποδήσεις μόνος σου, όχι Άη Γιάννης Νηστευτής, αλλά αποστεωμένος σκελετός θα έχεις γίνει! Γι’αυτό τα αθηναϊκά επαναστατικά ύφη να τα αφήσεις επαέ και μη με κουζουλαίνεις και μου γυρνάνε τα μυαλά≫, του αντιγύρισε με μάτια που γυάλιζαν ο μπαρμπα-Σήφης.

≪Μα…≫ τόλμησε να ξαναπεί ο Ζανό.

≪Μαμούνια!≫ τον αποστόμωσε ο πατέρας του, χτυπώντας τη γροθιά στο τραπέζι και κλείνοντας τo θέμα. Και γυρνώντας στη γυναίκα του τη ρώτησε αν το φαΐ ήταν έτοιμο.

Και ενώ στο Καχραμανακέικο, η ατμόσφαιρα ήταν σαν τη Μεγάλη Παρασκευή, στο Καραμελακέικο, για τον ίδιο λόγο, είχε ήδη ξεκινήσει ο Γ΄ παγκόσμιος πόλεμος.

( συνεχίζεται … )

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s