Σητεία, για πάντοτε το καλοκαίρι μου!

Στη Σητεία το αεροπλάνο προσγειώθηκε μια Παρασκευή απόγευμα – βασικά νωρίς το βραδάκι ήταν, γύρω στις επτά παρά τέταρτο. Σαράντα λεπτά πτήση όλη κι όλη από το Ελ. Βενιζέλος. Η διαδρομή όμως αξίζει τα πάντα. Διασχίζεις όλο το Νότιο Αιγαίο, πετώντας πάνω από τις Κυκλάδες που φαίνονται σαν δαντελωτά σχέδια πάνω στο τραπεζομάντηλο που λέγεται Αιγαίο. Και φτάνεις Κρήτη, εκεί στην Ανατολική πλευρά της και στρίβεις για να προσγειωθείς στη Σητεία. Η ωραιότερη στροφή που μπορεί να κάνει ένα αεροπλάνο. Στα δεξιά σου οι Διονυσάδες, τα ακτοίκητα νησάκια απέναντι απο την Σητεία. Η πατρίδα και το καταφύγιο για έναν και μόνο κάτοικο, το βαρβάκι – το τοπικό γεράκι. Τους Διονυσάδες μπορούν να τους ευχαριστηθούν μόνο οι τυχεροί που διαθέτουν μια βαρκούλα ή ένα σκάφος, μικρό ή μεγάλο δεν παίζει ρόλο. Αν πρέπει να δώσουμε ένα όνομα στην θάλασσά των Διονυσάδων θα τη λέγαμε η «γαλαζοπράσινη λίμηνη». Βουτάς κατευθείαν στον παράδεισο.

Προσγειώθηκα, λοιπόν, στην Σητεία μια Παρασκευή απόγευμα, νωρίς το βραδάκι με ζέστη και υγρασία. Ένα ελαφρό αεράκι, με κάνει λίγο να αναθαρρήσω κάπως… 29 βαθμοί στις επτά το βράδυ δεν το λες και λίγο.

Η ώρα των κρητικών καλοκαιρινών διακοπών έχει μόλις ξεκινήσει. Η ώρα για να παραθερίσω. Αυτή είναι η λέξη. Παραθερισμός. Θέρος=καλοκαίρι. Παραθερίζω, το ρήμα που θεωρώ το πιο κατάλληλο για το καλοκαίρι δίπλα στη θάλασσα. Με ξαναπηγαίνει χρόνια πίσω, στα παιδικά και εφηβικά χρόνια όταν ξεκινάγαμε τις διακοπές στη θάλασσα. Μαζί με άλλους παραθεριστές. Όχι τουρίστες, ο όρος ήταν για τους αλλοδαπούς. Οι Έλληνες είναι παραθεριστές. Στην Ελλάδα είμαι παραθερίστρια, όχι τουρίστρια. Έχει μεγάλη διαφορά, για μένα.

Το ταξί με μεταφέρει στο μικρό οικογενειακό ξενοδοχείο που θα με φιλοξενήσει για τις επόμενες δύο βδομάδες στην Κρητική γη. Οικογενειακό, όπως στις ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες. Όλοι γνωρίζονται. Οι ένοικοί τους σχεδόν μόνιμοι, κάθε καλοκαίρι. Όπως ο Αυλωνίτης, η Βασιλειάδου και ο Ρίζος.

Έχει ήδη αρχίσει να σουρουπώνει. Παίρνει ωραίο χρώμα το λιμανάκι στο σούρουπο. Βγάζει αυτή τη γλύκα και την αγάπη που σου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι κάποια πολύ αγαπημένα σου πρόσωπα. Πρόσωπα ξεχωριστά, που αν και δεν έχουν καμία σχέση με τον τόπο, είναι δεμένα μαζί του σαν γλυκό συκαλάκι στο μυαλό σου. Δεν έχει σημασία που δεν μπορείς να μοιραστείς ζωντανά αυτές τις εικόνες μαζί τους. Νοερά ξέρεις ότι τις «βλέπουν» και τις «μοιράζονται». Πάντα έτσι θα είναι. Κάποιοι μοναδικοί άνθρωποι, ακόμα κι αν είναι μακριά, πάντα θα είναι μαζί σου και θα μοιράζονται τα ταξίδια σου.

Από το μπαλκόνι χαζεύω το πήγαινε-έλα ντόπιων και ξένων. Πιο πέρα ακούγεται αχνά κρητική μουσική από ένα εστιατόριο που μόλις έχει αρχίσει να σερβίρει τους πελάτες του. Όταν παραθερίζεις με παρέα τον εαυτό σου, παρατηρείς διαφορετικά τους ανθρώπους και τα πράγματα γύρω.

Ένα ποτήρι άσπρο παγωμένο κρασί θα βρει τη θέση του πάνω στο τραπέζι του μπαλκονιού με θέα τη βραδυνή φωτισμένη πόλη. Η Καζάρμα, στο ύψωμα ακριβώς απέναντι, είναι σαν να μου κλείνει το μάτι και να με προσκαλεί σε δείπνο με τον Βιτσέντζο Κορνάρο.

«Όταν φωτογραφίζεις συνέχεια χάνεις τις στιγμές», μου λέει ένας κύριος που με βλέπει το Σάββατο το πρωϊ, μετά το μπάνιο, να απαθανατίζω από το λιμανάκι την πόλη.

«Αντίθετα, δεν χάνω απολύτως τίποτε. Βλέπω αυτά που θέλω εις διπλούν και τα χαίρομαι και ζωντανά την ίδια στιγμή αλλά και μετά όταν θα κοτάζω τις φωτογραφίες» , του απαντώ.

«Δεν είναι έτσι μου λέει» και προσπαθεί να με πείσει ότι έχει δίκιο.

«Αγαπητέ μου ό,τι και να μου λέτε, εσείς τα λέτε εσείς τα ακούτε. Αφού εγώ πιστεύω ότι δεν χάνω τίποτε, έτσι είναι και δεν πρόκειται να μου αλλάξετε γνώμη», του απαντώ χαμογελαστά.

Και ο κύριος αποχώρησε με ένα στραβό χαμόγελο κουνώντας το κεφάλι του.

« Ίντα να κάμω εγώ, πείτε μου τώρα, ας πρόσεχε, οφούυυυ!».

Η σπιτική λεμονάδα που παρήγγειλα στο Black Hole Bar, ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να ξεδιψάσω μετά την βόλτα στην παραλία. Η υγρασία δεν αφήνει πολλές εναλλακτικές. Στο τραπεζάκι απέναντί μου κάθονται τρία νεαρά παιδιά, προφανώς φοιτητές, Κρητικοί, και μιλάνε. Περί ανέμων και υδάτων. Στη λιμνοθάλασσα ακριβώς από κάτω από το τοιχάκι του μπαρ πηγαινοέρχονται οι πάπιες και στην περατζάδα δίπλα σουλατσάρουν ζευγαράκια, τουρίστες, νεαροί και νεαρές. Πιο κάτω κάποια πιτσιρίκια επιδίδονται σε «ποδηλατάδα», όπως λέει ένα εξ αυτών.

Δεν ξέρω για σας, αλλά για μένα η Κυριακή είναι η ωραιότερη μέρα της εβδομάδας. Χειμώνα, καλοκαίρι. Στη Σητεία, το καλοκαίρι, γίνεται ακόμη ωραιότερη. Ξυπνάω από τον ελαφρύ παφλασμό του κύματος που σκάει στην παραλία, από την ησυχία του λιμανιού και του δρόμου, αφού όλοι κοιμούνται ακόμη μετά το σαββατιάτικο ξενύχτι. Δεν έχει ανοίξει ούτε ένα καφέ. Η θάλασσα ξέρει καλά πώς να σε σαγηνεύει αυτή την ώρα. Βάζω το μαγιώ και κατευθύνομαι στην παραλία. Η πρώτη βουτιά, νωρίς το πρωϊ, είναι το ιδανικό ξεκίνημα για τη μέρα.

Το πρωϊνό σιγά σιγά προχωρά. Η παραλία γεμίζει. Καιρός να αναχωρίσω και να αφήσω τη θέση μου στον μικρό Μανούσο και την αδερφούλα του τη Ροδούλα που έχουν ξεσηκώσει την παραλία με τις φωνές τους και τα παιχνίδια τους.

Σειρά έχει ο δεύτερος καφές της ημέρας. Παρέα με ένα τοστ με τυρί. Θέα το λιμανάκι. Ο μεγάλος ανεμιστήρας απέναντί μου στο καφέ δροσίζει την ατμόσφαιρα από τον ήλιο που πέφτει ανελέητος και δεν τον συγκρατεί ούτε η τέντα.

Μετά από ένα δίωρο μεταξύ καφέ, χαζέματος και διαβάσματος του βιβλίου μου, αναχωρώ για βόλτα μέσα στα σοκάκια. Πρώτη στάση η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης. Η πολιούχος της πόλης. Από τα σκαλιά βλέπεις το λιμανάκι μέχρι κάτω. Νομίζεις ότι είσαι σε κάποιο νησί.

Περνώντας έξω από την «Αρετούσα» (ζαχαροπλαστείο που σε κολάζει!) επιβάλλεται να αγοράσω πατούδες, σταφιδωτά και λυχναράκια. Εξάλλου, τα ζαχαροπλαστεία και, δη τα κρητικά, έχουν δημιουργηθεί για να μπορώ εγώ να συντηρώ τις καμπύλες μου!

Μέχρι να γυρίσω στο ξενοδοχείο πήγε απόγευμα και εγώ έπρεπε να ετοιμαστώ για να πάω για κρέπες με τα ξαδέρφια. Κυριακή γιορτή και σχόλη και όλη η πόλη έχει πάρει τους δρόμους για βόλτα στην παραλία.

Στην κρεπερί γίνεται της τρελής. Φωνές, κόσμος, παιδάκια να τρέχουν. Κρέπες πηγαινοέρχονται στα τραπέζια και εξαφανίζονται σε χρόνο dt. Σκέφτομαι θετικά, βράδυ είναι θα περάσει, βρε αδερφέ!

Νέα βδομάδα ξημέρωσε. Δευτέρα. Καφές, ελαφρύ πρωϊνό, και δρόμο. Ξαπλώστρα, καπέλο, σαγιονάρες, αντηλιακά, βιβλία και παραλία. Μπλουμ στο γαλάζιο κρητικό πέλαγος. Συντροφιά, της παραλιακής μου διαμονής, ένας σκέτος εσπρέσο φρέντο.

Το μεσημεριανό θα αποφευχθεί με συνοπτικές διαδικασίες. Το βράδυ είμαι καλεσμένη σε φίλους-σύντεκνους. Φέρτε στο μυαλό σας κρητικά τραπέζια και θα οδηγηθείτε αυτομάτως στο γιατί το μεσημεριανό διεγράφη απο την λίστα της Δευτέρας!

Η Τρίτη, πέραν της συγγραφής αυτού του αριστουργήματος που διαβάζετε αυτή τη στιγμή, είχε και επίσκεψη στο Λαογραφικό-Ιστορικό Μουσείο Σητείας, το οποίο ιδρύθηκε το 1975 από τον Προοδευτικό Σύλλογο Σητείας «Βιτσέντζος Κορνάρος». Στεγάζεται σε ένα διώροφο σπίτι αστικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου αιώνα.Όλα τα εκθέματά του είναι εξαιρειτκής ομορφιάς και καλλιτεχνίας. Μέσα από αυτά ο επισκέπτης γνωρίζει τον πλούσιο και ζωντανό λαϊκό πολιτισμό της Ανατολικής Κρήτης και την παράδοση του τόπου σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των κατοίκων του. ΣΗΜΕΙΩΣΗ: ΝΑ ΠΑΤΕ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΣΤΗ ΣΗΤΕΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ!

Στην Κρήτη έχω κάποιους πάρα πολύ καλούς και αγαπημένους φίλους. Όμως, προς μεγάλη στενοχώρια τους, δεν μένουν στην όμορφη Σητεία. Έτσι κι εγώ πρέπει να παίρνω συνεχώς το κρητικό ΚΤΕΛ για να πηγαίνω να τους συναντώ. Αυτοί, βλέπετε, δουλεύουν όταν εγώ διακοπίζω και εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να ακολουθούν τους παραθεριστικούς ρυθμούς μου .

Όταν, λοιπόν, οι Ρεθυμνιώτες φίλοι βρίσκονται μαζεμένοι σε ένα μέρος, εγώ γίνομαι ο καλύτερος επιβάτης του ΚΤΕΛ Λασηθίου-Ηρακλείου-Ρεθύμνου και πάω να τους συναντήσω. Βέβαια, ο τελικός στόχος δεν είναι 100% ο καημός μου να τους δω, αλλά να τιμήσω τους κολοκυθοανθούς της μαμάς τους!

Στο όμορφο Ρέθυμνο (πολύ όμορφο, δεν το συζητώ. Μετά την Σητεία, που είναι εκτός συναγωνισμού, είναι η δεύτερη πιο όμορφη πόλη της Κρήτης, τελεία και παύλα), έφτασα τράνζιτ, μέσω Ηρακλείου, μια Αυγουστιάτικη Τετάρτη μεσημέρι, όταν τα τζιτζίκια είχαν στήσει τρελλό τραγούδι και χορό στα δέντρα εκεί γύρω στα ταβερνάκια της παλιάς πόλης, κοντά στην κρήνη Ριμόντι και το θαλασσινό κυματάκι έσκαγε στην τεράστια – μήκους 18 χλμ – παραλία της πόλης.

Όσοι έχετε παρευρεθεί σε κρητικό τραπέζι, ξέρετε πολύ καλά ότι ο αριθμός των φαγητών ειναι δεκαπλάσιος του αριθμού των ατόμων. Κάθεστε, ας πούμε, σε ένα τραπέζι έξι σύντεκνοι και τα φαγητά είναι για 60! Το όλον ποτιζόμενο με άφθονο κρασί και ρακή. Και όταν μιλάμε για την καλύτερη κουζίνα διαπλανητικώς, δεν έχεις και πολλά περιθώρια διατροφικής απόδρασης. Και “φάε κι αυτό, και πάρε κι από κείνο”, “βρε έσκασα, βρε δεν μπορώ να αναπνεύσω”, “μα δεν γίνεται να μας προσβάλλεις, φάε κι αυτό”… Ε, ίντα να κάμεις, πείτε μου, να κατς να μαλώς; Δεν γίνεται! Κι έτσι συνεχίζεις να τρως και να πίνεις!

Το βραδάκι η παραλιακή περαντζάδα της πόλης και το παλιό της λιμάνι είναι τα απόλυτα must για να το διατυπώσω με καθαρά κρητικούς όρους! Ο φάρος αναμμένος καλωσορίζει το πειρατικό καράβι που μπαίνει μέσα στο λιμάνι, την ώρα που στην προκυμαία τα ταβερνάκια και τα εστιατόρια υποδέχονται τους πεινασμένους τουρίστες και ντόπιους.

Όσοι είναι τυχεροί και έχουν κάνει με αυτοκίνητο ή λεωφορείο τη διαδρομή Ηράκλειο-Σητεία γνωρίζουν πολύ καλά ότι από τον Άγιο (Νικόλαο) και μετά ξεκινά η ωραιότερη διαδρομή της Κρήτης και μία από τις ωραιότερες της Ελλάδας. Διαρκεί τρείς ώρες, μέσα από έναν φιδωτό δρόμο και είναι οι τρείς ωραιότερες ώρες στη ζωή του ανθρώπου!

IMG_20180822_184041_838.jpg

Η επόμενη μέρα, με βρίσκει να θαυμάζω την εκπληκτική Φορτέτσα, το ενετικό φρούριο-σήμα κατατεθέν του Ρεθύμνου, περιμένοντας την ώρα επιβίβασης στο κλιματιζόμενο και διαθέτον γουαϊ-φάϊ λεωφορείο για την επιστροφή στη Σητεία μέσω Ηρακλείου.

Ό,τι και να πει κανείς, όσο και θεαματικές περιγραφές και να κάνει, τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τις εικόνες που απαθανατίζει το βλέμμα όταν διασχίζει τα Λασηθιώτικα βουνά και από κάτω και το βάθος απλώνεται το μοναδικό μπλε του Κρητικού πελάγους!

Το ηλιοβασίλεμα δε, από το Μόχλος κάνει την φουκαριάρα τη Σαντορίνη να γίνεται μαύρη από το κακό της!

39913927_1721638034625180_1869508472635129856_n

Γιατί, όπως έχω δηλώσει επανειλλημένα, υπάρχει η Κρήτη, η υπόλοιπη Ελλάδα και ο υπόλοιπος κόσμος. Απλά και αντικειμενικά! Διατί να το κρύψωμεν, άλλωστε!

Οι υπόλοιπες μέρες της πρώτης εβδομάδας πέρασαν ήσυχα, ήρεμα με τάξη και ασφάλεια στην παραλία τη πόλης. Ως κρεπάλη αυτών των ημερών μπορεί να θεωρηθεί κάλλιστα μια επιδρομή για λουκουμάδες σε γνωστό ζαχαροπλαστείο. Τους έφαγα, έσκασα και ηρέμησα.

Για να μπορέσω να χωνέψω αποφάσισα ότι έπρεπε να ανέβω μέχρι ψηλά στο φρούριο της Καζάρμας που δεσπόζει στην πόλη και έχει πιάτο όλο το λιμανάκι της.

Η θέα εξαιρετική από όποια πλευρά και να κοιτάξει κανείς. Φυσικά παράθυρα-παρατηρητήρια που επιτρέπουν την «παρακολούθηση» κάθε γωνιάς της πόλης από θάλασσα και βουνό.

Η πρώτη εβδομάδα έκλεισε με μια ωραιότατη κυριακάτικη αυγουστιάτικη πανσέληνο. Από αυτές που καμιά φορά κρύβονται από κάτι συννεφάκια, αλλά τα καταφέρνουν να «αποδράσουν» και να ανέβουν ψηλά.

Η δεύτερη και τελευταία βδομάδα των κρητικών διακοπών ξεκίνησε με ζέστη αλλά χωρίς την πολλή υγρασία των προηγούμενων ημερών που σε σκότωνε.

Το γεγονός ότι είμαι σε διακοπές δεν σημαίνει ότι χαλάω και τις συνήθειές μου όσον αφορά το πρωϊνό ξύπνημα. Το μάτι ανοίγει σαν γαρίδα από τις 6.30 το πρωϊ, ξέρετε, παρέα με τις ψαρόβαρκες που γυρίζουν. Δεν ξέρω εσείς, αλλά για μένα είναι η ωραιότερη ώρα. Ο ήλιος μόλις έχει ανέβει, έχει δροσούλα, είναι ήσυχα και στην παραλία κυκλοφορούν μόνο μερικοί συνομίληκοί μου ηλικιωμένοι τσαλαβουτώντας στα ήρεμα πρωϊνά νερά. Εγώ πίνω στο μπαλκόνι το καφεδάκι και τους παρατηρώ. Ακολουθώ το παράδειγμά τους λίγο αργότερα κατά τις 9 η ώρα. Παιδικές ώρες μπάνιου δηλαδή, αλλά οι πιο μεσημεριανές ώρες απαγορεύονται δια ροπάλου για έκθεση στον ήλιο.

Αυτές ενδείκνυνται για μεσημεριανό με γαύρο, χόρτα και ένα ποτήρι δροσερό άσπρο κρασί ρεμβάζοντας στην παραλία.

Το όμορφο λιμανάκι είναι το προσωπικό ησυχαστήριο. Γεμίζει το μάτι θάλασσα, μυρωδιές, φως, ήλιο και αδειάζει από κάθε σκέψη. Ρυθμοί χελώνας, ξεκούραση και γέμισμα μπαταριών για το χειμώνα.

Το κακό είναι ότι οι διακοπές όσο μεγάλες και αν είναι περνάνε τόσο γρήγορα που νομίζεις ότι τις ξεκίνησες μόλις χθες. Το καλό είναι ότι επιστρέφοντας έχεις γεμάτες τις βαλίτσες με φωτογραφίες, κρητικό ξηρό ανθότυρο, ρακή και λυχναράκια. Απολογισμός, δηλαδή, υπέρ του δέοντος θετικός!

DSC_1032~2.JPG

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s