Ένα καλοκαιρινό τριήμερο δίπλα στη Αττική θάλασσα

Όσο πλησιάζουν οι μέρες για να αρχίσουν οι μεγάλες καλοκαιρινές διακοπές τόσο περισσότερο ανυπόμονος γίνεσαι. Ιδίως όταν ο καιρός εδώ στη Βόρεια Ευρώπη είναι καλοκαιρινός, σε κάνει ακόμη πιο πολύ να ν΄αναζητάς παραλίες και γιαλούς. Επειδή όμως η γαλάζια θάλασσα, η ξανθή άμμος και τα βοτσαλάκια που τα βρέχει το κύμα δεν ευδοκιμούν εδώ πάνω, αναγκάζεσαι να ονειρεύεσαι καλοκαιρινές εικόνες στο νότο της Ευρώπης και να ζεις την καθημερινότητα στον Βορρά όπως μπορείς, περιμένοντας την καλοκαιρινή άδεια.
Δεν είναι ότι δεν έχεις να κάνεις κάτι το ιδιαίτερο. Αντίθετα, υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που μπορεί να κάνει κάποιος. Και σίγουρα όλα γίνονται πιο ευχάριστα όταν ευνοεί ο καιρός. Όμως το καλοκαίρι το έχεις συνδυάσει διαφορετικά στο μυαλό σου και το να σου περιορίζεται κατά κάποιον τρόπο αυτή η εικόνα σε κάνει, επιεικώς, έξαλλο.
Δίνεις όμως τόπο στην οργή και ως πολιτισμένος άνθρωπος, αρχίζεις να ξαναεξερευνείς την πόλη που μένεις. Παρά τις τόσες δεκαετίες, δεν μπορεί, κάτι θα σου έχει ξεφύγει που δεν το έχεις δει.
Κι αν δεν βρεις κάτι που δεν το έχεις ξαναδεί ή ξαναεπισκεφθεί, τότε θα συμβιβαστείς με κάτι από αυτά που ήδη γνωρίζεις και σου αρέσουν. Καλή διάθεση να υπάρχει.
Ή θα σπάσεις την ρουτίνα με ένα τριήμερο σε κάποιο μέρος που συνδυάζει όλα αυτά που ονειρεύεσαι για το καλοκαίρι. Κάποιο μέρος αγαπημένο. Την Αθήνα, ας πούμε!

Και, ω τί σύμπτωση, αυτό και εγένετο! Μια εξαιρετική ιδέα δύο πολύ καλών φίλων πριν μερικούς μήνες, η δική σου διάθεση να μην αφήνεις ευκαιρία ταξιδιού να χαθεί, ο σίγουρα ωραίος καλοκαιρινός καιρός, αλλά και η εικόνα της γαλανής θάλασσας να σε περιμένει να σε δεχθεί στις αγκάλες της με ατέλειωτες βουτιές και ηλιοθεραπεία, είναι οι μαγνήτες που πάντα θα σε τραβούν στην “Ιθάκη”.

Τόπος άφιξης: Διεθνές αεροδρόμιο “Ελ. Βενιζέλος”, Αθήνα.
Χρόνος: Μετά τα μεσάνυχτα
Καιρός: Κατακαλόκαιρο, ζέστη και 33οC βαθμοί, ξημερώματα!
Σε παραλαμβάνουν χαρούμενα, χαμογελαστά πρόσωπα και κατευθύνεσαι για ύπνο κάτω από τον Αττικό ουρανό. Άλλη χάρη, όπως και να το κάνουμε.

Το επόμενο πρωϊ σε βρίσκει σε ένα όμορφο παραθαλάσσιο μέρος, πολύ κοντά στην Ελληνική πρωτεύουσα. Ξυπνάς από το τραγούδι των τζιτζικιών. Ονειρική στιγμή. Βγαίνεις στον καταπράσινο κήπο, με τα δέντρα, τα λουλούδια, τα φυτά. Ο ήλιος λάμπει ολούθε.

Τόπος: Η πλαϊνή πλευρά του κήπου, στη δροσιά.
Πρωϊνό: Καφεδάκι ελληνικό, αυτή η μυρωδιά του που ανασταίνει και νεκρούς. Χυμός πορτοκάλι, μέλι, φρυγανιές, φρούτα, τυρί γραβιέρα και σταφύλι. Κέϊκ και κουλουράκια.
Μουσική υπόκρουση: Τα τζιτζίκια, που σε έχουν ξυπνήσεις από τις πέντε το πρωϊ.

Έχεις όρεξη να φας σαν βόας. Αλλά σκέφτεσαι ότι θα πας για μπάνιο και το πολύ φαϊ ελλοχεύει κινδύνους. Όπως, ας πούμε, να πας φουνταριστός στον πάτο με το που θα μπεις στη θάλασσα. Θα μου πείτε, μα οι σαμπρέλες επιπλέουν. Σωστή και αυτή η οπτική. Τέλος πάντων, επιβάλλεσαι κάπως στον εαυτό σου και περιορίζεις την κτηνώδη πρωϊνή σου όρεξη ώστε να επιβιώσεις στην παραλία.
Βάζεις μαγιό, σαγιονάρες, παρεό, καπέλο, γυαλιά ηλίου, παίρνεις την τσάντα της θάλασσας με όλο τον παραλιακό θησαυρό της και μαζί με τους φίλους κατευθύνεσαι πεζή στο γυαλό. Αυτή είναι η απόλαυση του να απέχει το σπίτι μόλις πέντε λεπτά ποδαρόδρομο από το κύμα.
Φτάνεις. Οι ξαπλώστρες και οι ομπρέλες έχουν ήδη στηθεί από τους φίλους των φίλων που έχουν πάει νωρίτερα. Χαιρετάς τη μισή παραλία που είναι γνωστοί. Απλώνεις την χρωματιστή πετσέτα θαλάσσης στην ξαπλώστρα και απλώνεις όλον τον αντιηλιακό εξοπλισμό.

Πασαλείβεσαι με κρέμες και πέφτεις ξερός στον ήλιο να σε ξεροψήσει λίγο. Την ώρα που αρχίζει να μυρίζει καμένο, σηκώνεσαι και πέφτεις στην θάλασσα. Ο απόλυτος παράδεισος. Κολυμπάς και πας, πας, πας… Λίγο πριν φτάσεις κολυμπώντας στον Πειραιά, γυρνάς πίσω, βγαίνεις και απλώνεις το ταλαιπωρημένο σου κορμί στην ξαπλώστρα για νέο ψήσιμο, από την άλλη πλευρά.
Μπες, βγες, ψήσου, γύρνα, ξαναψήσου. Μπες κάτω από την ομπρέλα, πάρε το βιβλίο σου και χάσου μέσα στις σελίδες του. Άσε το βιβλίο, άρχισε το κουβεντολόϊ με τους φίλους σου.

Μπλα, μπλα, μπλα, φτάνει η ώρα να επιστρέψεις για το μεσημεριανό φαγητό και την μεσημεριανή σιέστα.

Τόπος μεσημεριανού: Η δροσερή βεράντα
Φαγητό: Κοτόπουλο με μπάμιες, ένα από τα αγαπημένα σου, μαζί με απίθανη σαλάτα
Ποτό: Παγωμένο άσπρο κρασί
Μουσική υπόκρουση: Το τρελό τραγούδι τζιτζικιών, ο ήχος των μαχαιροπήρουνων, οι φωνές των συνδαιτημόνων.

Το μεσημεριανό καλοκαιρινό φαγητό στην εξοχή είναι αξία ανεκτίμητη. Είτε είσαι στη θάλασσα, είτε στο βουνό. Βέβαια το καλοκαίρι στο δικό μου το μυαλό είναι συνυφασμένο με παραλία και θάλασσα. Αξία ανεκτίμητη, λοιπόν, γιατί χαλαρώνεις και πέφτεις σε αυτή τη γλυκιά ραστώνη του καλοκαιριού, βρίσκεσαι σε ψυχική και στομαχική ευφορία, και το μόνο που θέλεις είναι ή να πάρεις έναν μεσημεριανό υπνάκο ή να κάτσεις στην αιώρα ή στην ψάθινη κουνιστή καρέκλα παρέα με ένα βιβλίο και πολύ χαλαρή και σιγανή μουσική και να “χαθείς”.
Κατά τις πεντέμισι το απόγευμα επανέρχεσαι, με ένα απογευματινό καφεδάκι, φρούτο και γλυκό στη σκιά των πεύκων. Η παραλία δεν είναι μακριά, οπότε ακούς τις λουόμενων, κυρίως των παιδιών, που χαίρονται ακόμα το μπάνιο τους. Γύρω από τον καφέ αρχίζει και το κουβεντολόϊ. Επί παντός επιστητού. Η ώρα περνάει και θα πρέπει να αποφασίσεις τί θα κάνεις το βράδυ. Το βράδυ στην καλοκαιρινή Αθήνα (και Ελλάδα γενικώς) νοείται μετά τις δέκα. Την ώρα δηλαδή που εσύ υπό καθημερινές βόρειες συνθήκες βρίσκεσαι ήδη στο έβδομο όνειρο και έχεις βάλει πλώρη και για το όγδοο.
Η ιδέα της παρέας είναι ουζάκι σε παραλιακό ταβερνάκι. Δες λες βέβαια όχι. Επ΄ουδενί. Ντύνεσαι, μα τί ωραία είναι η αίσθηση των καλοκαιρινών ρούχων, στολίζεσαι, ας είναι καλά το μαύρισμα που αλλάζει όλο τον ψυχισμό σου. Περιμένεις την παρέα και μόλις είναι όλοι έτοιμοι ξεκινάτε.

Η βραδυνή θάλασσα λούζεται στα φώτα που πέφτουν πάνω της από τα γύρω ταβερνάκια. Είναι τόσο ήσυχη, λάδι. Στο λιμανάκι, αραδιασμένες πολύχρωμες βάρκες, καϊκια και κάποια κοτεράκια.

Τόπος: Ταβέρνα, μισογεμάτη. Κάθεστε σε ένα τραπέζι όσο πιο κοντά στο κύμα.
Χρόνος: Βράδυ καλοκαιρινό
Φαγητό: Μεζεδάκια. Αδυναμία σου το ψητό ξυδάτο χταπόδι και ο τηγανητός γαύρος
Ποτό: Μα, τί άλλο από παγωμένο ούζο και άσπρο κρασί!
Μουσική υπόκρουση: Ελληνικά, νέο κύμα, ωραία απαλά λαϊκά. Άραγε, θα ακούσεις και Βιολάρη; Δεν νοείται καλοκαίρι χωρίς τραγούδια του Βιολάρη. Βίτσια είναι αυτά.

Τρως, τρως, τρως, σκας και δεν το καταλαβαίνεις. Αρχίζεις να βογκάς από το φαϊ μετά την τέταρτη μερίδα χταπόδι. Είσαι εντελώς κοιλιόδουλο άτομο, το παραδέχεσαι. Τουλάχιστον θα σκάσεις, αλλά θα πας ευχαριστημένος.
Στην επιστροφή κοιμάσαι όρθιος. Δεν βλέπεις την ώρα να πέσεις στο κρεβάτι και να παραδωθείς στην νανουριστική αγκαλιά του Μορφέα. Πόσο πια κόσμο να νανουρίσει κι αυτός ο μαύρος, πια.
Εν ριπή οφθαλμού, τα καλοκαιρινά μοντελάκια και πατούμενα βρίσκονται ατάκτως ερριμμένα στην καρέκλα. Το αμέσως επόμενο λεπτό με ένα χασμουρητό που ξεχειλώνει το στόμα και το φτάνει μέχρι τα αυτιά, έχεις πέσει κι εσύ σαν τούβλο στο κρεβάτι. Zzzz….

2 Comments

  1. διονύσης μάνεσης says:

    Καλημέρα από την ίδια αττική καλοκαιρινή γη.
    Θεωρώ ότι στο κείμενο πρέπει να τοποθετηθεί το διακριτικό σηματάκι του “ακατάλληλο” [για όλους],καθώς τόση πρόκληση και με τόση ζέστη ανεβάζει την επικινδυνότητα στα ύψη!!

    Να είσθε καλά, κυρία μου, να χαίρεσθε τα ταξίδια, τις παρέες, τα χταποδάκια και τα πρωινά, άντε, ακόμα και τον Βιολάρη! 🙂

    Πολλά φιλιά.

    Liked by 1 person

    1. Χαχα 😂 Καλημέρα Διονύση! Να ‘σαι καλά κι εσύ και να χαίρεσαι την Αττική γη στο μάξιμουμ! Ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση! 😊

      Like

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s