Τί Αίας, τί Ajax!

troikos-polemos-min

Ο Αίας ήταν κάτι μεταξύ Σταλόνε, Σβαρτσενέγκερ, Τσακ Νόρρις και Στίβεν Σιγκάλ, της αρχαιότητας. Νταβραντομένος, με άπειρες ώρες στα γυμναστήρια για να φτιάξει τους απίστευτους κοιλιακούς του και τα μυώδη μπράτσα του. Δεν του κουνιόταν κανείς. Ούτε ο Κουταλιανός δεν τον έκανε ζάφτι. Από ομορφιά δε, τι να πει κανείς. Σάκηηηηηηςςςςς, Μπραντι Πιτ και Γιώργος Κλούνης, τρία σε ένα.

Για να δούμε όμως πως ήρθε στον κόσμο ο αγαπητός Αίας.

Λοιπόν, στις φλέβες του νεαρού wannabe Ράμπο, έτρεχε γαλάζιο αίμα, αφού ο πατέρας του ο Τελαμών ήταν βασιλιά της Σαλαμίνας. Ο Τέλης που λέτε, είχε προτιμήσει να χτίσει το τσαρδί του σε αυτό το νησί, γιατί ήταν κοντά στο Πέραμα και μπορούσε εύκολα να επιβλέπει την ναυπήγηση των θαλαμηγών του. Εξάλλου στον Πειραιά κατέβαινε συχνά και για να συναντάει τα φιλαράκια για κανένα τάβλι και ουζάκι. Αγαπημένος προορισμός η Καστέλα. Περατζάδα ήταν, χάζευε και κανένα γκομενάκι και πέρναγε ο βασιλικός του καιρός.

Η μητέρα του, σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ήταν η Περίβοια. Μεγαλοκοπέλα η Περίβοια, δεν είχε καταφέρει να στεριώσει αρσενικό. Ο ένας της μύριζε ο άλλος της βρώμαγε. Έτσι, κατά πως ήθελαν τα έθιμα της εποχής, η Περίβοια είχε περιληφθεί στη λίστα των νέων που είχε ο Αιγέας (καλό καθίκι κι αυτός, αλλά δεν την γλύτωσε, την βρήκε από τον γιό του τον ξεχασιάρη και έγινε σούσι για τους καρχαρίες του Αιγαίου πελάγους) στην οποία κατέγραφαν όσου ήταν ανύμφευτοι σε αυτή την ηλικία, τους μπουζουριάζαν σε ένα καράβι και τους έστελναν στην Κρήτη στον Μίνωα για να γίνουν φιλετάκια μινιόν με σως μαδέρα για τον Μινώταυρο.

Φτάνοντας εκεί η Περίβοια, την είδε ο Μίνωας, στραβώθηκε, την ερωτεύτηκε και ήθελε σώνει και καλά να την παντρευτεί. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, δεν κανει αυτή για σένα, τίποτε αυτός. Να χτυπιέται και να φωνάζει πως αν δεν πάρει για γυναίκα του την Πέρι θα ανέβει στον Ψηλορείτη και θα γίνει βοσκός. Όμως δεν πα να χτυπιόταν αυτός όσο ήθελε. Την Πέρι την είχε βάλει στο μάτι και ο Θησέας, που, by the way, συμπεριλαμβανόταν κι αυτός στη λίστα με τα υποψήφια φιλετάκια-θύματα για το μενού του ταύρου, της την έπεσε, εκείνης γυάλιζε το μάτι να παντρευτεί, είπε το ναι, και έτσι έστειλαν τον Μίνωα να μαζέψει χόρτα μυρωμένα. Ο γάμος Θησέα-Πέρις πάντως δεν διήρκησε πολύ. Αλητήριος ο Θησέας, ήταν ζουμ ζουμ από δω, ζουμ ζουμ από κεί, άρχισαν να ανακατεύονται και τα πεθερικά γιατί η Πέρι δεν είχε γκαστρωθεί ακόμη, να και τα κουτσομπολιά από τους γείτονες, εεεε, απήυδυσε ο γαμπρός, σιχτίρισε την ώρα και τη στιγμή που παντρεύτηκε και ζήτησε διαζύγιο. Τι να κάνει η Πέρι, δεν μπορούσε να μη συμφωνήσει και έτσι τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του.

Όμως, όπως λέει ο σοφός, “μη κοιτάς τα πόδια μου τα στραβά, κοίτα την τύχη μου την ίσια”: H Πέρι δεν έμεινε ζωντοχήρα για πολύ καιρό. Συνάντησε τον Τέλη, βασιλιάς ήταν, τον τύλιξε στο πιτσι-φυτίλι και βρέθηκε να λιάζεται και να πίνει τα κοκτέϊλ της στην εξωτική Σαλαμίνα.

Και για να καλοδέσει τον γάϊδαρό της, γκαστρώθηκε κι όλας, και έτσι εδραίωσε τη θέση της ως σύζυγος του βασιλιά. Το παιδί, προς μεγάλη χαρά των γονιών του, ήταν αγόρι και το βάφτισαν Αίαντα, που σημαίνει αετός και άτρωτος, πλην της μασχάλης. Έτσι ήρθε στον κόσμο ο Ράμπο-Αίας, ο αετός της στέπας!

Ένα ανοιξιάτικο Σάββατο, όταν ο Αίας ήταν περίπου έξι μηνών, οι γονείς του σκέφτηκαν να κάνουν μια βεγγέρα για να γιορτάσουν το γεγονός. Κάλεσαν κόσμο και ντουνιά. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ηρακλής. Κατέφθασε γεμάτος δώρα για το μωρό, παιχνίδια από το Τζάμπο, ένα ωραίο τσουρέκι με σοκολάτα από τον Τερκενλή και ένα λιονταροτόμαρο (εντελώς πυροβολημένος όμως!). Χαιρέτησε το ζευγάρι και λιγώθηκε με τον μπέμπη-Αίαντα.

  • “Μα τί όμορφο παιδάκι, και τι στρουμπουλό”, έλεγε στην κυρία Πέρι κάθε τρεις και λίγο.
  • “Ελα, καλέ, φτύστε το το παιδί, θα το ματιάσετε πια”, του φώναζε εκείνη και το σταύρωνε και το ξανασταύρωνε.
  • “Α, μην νοιάζεσαι κυρία Περι” της είπε ο Ηρακλής, “θα το σκεπάσω εγώ μ΄αυτό το τομάρι και θα γίνει ρωμαλέο, άτρωτο και δυνατό!”. Το έπιασε λοιπόν από τη μασχάλη, το κουκούλωσε με το τομάρι, το έφτυσε τρείς φορές και το ξανάδωσε στη μάνα του. (Κι έτσι, έγινε ανίκητος ο Αίας, όπως λέει η παράδοση).
  • “Χριστέ μου, τί βλέπω και δεν σωριάζομαι!”, αναφώνησε η μαμά-Πέρι, παίρνοντας πίσω στην αγκαλιά της το παιδί.
  • “Ο γιός ενός Τελαμώνος, ο εγγονός ενός Αιακού, ο δισέγγονος ενός Δία, ο πρωτοξάδερφος ενός Αχιλλέα, τυλιγμένος με ένα βρωμερό τομάρι σαν Αφγανός πρόσφυγας στα βουνά του Πακιστάν!”, ούρλιαζε η κυρία Πέρι. “Παρακαλώ κύριε Περικλή να φύγετε αμέσως και να πάρετε και το τομάρι μαζί σας”, τον διέταξε. “Και στο μέλλον δεν θέλω να υπάρξει καμία άλλη συνάντηση μαζί σας”,  πρόσθεσε και τον οδήγησε στην πόρτα, κοινώς τον πέταξε έξω.

Έτσι χάλασαν οι σχέσεις του ζευγαριού με τον Ηρακλή. Και από τότε δεν έχουν πει ούτε καλημέρα. Κι άμα τύχει να συναντηθούν στο δρόμο αλλάζουν πεζοδρόμιο!

Για να επανέρθουμε όμως, στα οικογενειακά του Αίαντα. Μπορεί η κυρία Πέρι να είχε απορροφηθεί από τις ασχολίες της ως μάνα, όμως, το ματάκι του Τέλη έπαιζε δεξιά κι αριστερά και έτσι δεν είχε αφήσει ούτε θηλυκό κουνούπι σε όλη την περιφέρεια Αττικής και Πειραιώς. Μότο του, το “είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω…”. Και κάνε, κάνε, έκανε την κουτσουκέλα του με την Τρωαδίτισσα Ησιόνη. Η Ησιόνη ήταν κόρη του Τρώα βασιλιά Λαομέδοντα και αδερφή του Πριάμου. Γνωρίστηκαν μέσα από μια φιλική παρέα, της πρότεινε ο Τέλης να την ξεναγήσει στη Σαλαμίνα να δει αν κουνιούνται οι βάρκες, εκείνη από το πολύ κούνημα δέχτηκε και κούνα-κούνα την αχλαδιά ξεπετάχτηκε ο Τεύκρος. Έτσι ο Αίας απέκτησε και αδερφάκι και ήταν όλοι μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα.

Ο Αίας μεγάλωνε, ανδρωνόταν, ανδριωνόταν και ανδραγαθημαινόταν. Μεγάλος λάτρης των αθλημάτων, και ιδιαιτέρως του ποδόσφαιρο. Είχε ξεκινήσει μάλιστα να παίζει και στα τσικό του Αίαντα Σαλαμίνας, της ομάδας που είχε ιδρύσει ο πατέρας του προς τιμήν του όταν γεννήθηκε. Όταν όμως άρχισε το Λύκειο και είχε πολύ διάβασμα αναγκάστηκε να διακόψει την ποδοσφαιρική του καριέρα. Μετά, όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο, έφυγε για την πρωτεύουσα και εκεί ήρθε σε επαφή με το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Και κάπως έτσι έγινε μεγάλος φαν του ολλανδικού ποδοσφαίρου. Είχε γνωρίσει και κάτι τύπους από το Άμστερνταμ σε κάτι πανεπιστημιακές ανταλλαγές φοιτητών, που τον έφεραν σε επαφή με τους ολλανδικούς συλλόγους και άρχισε να δικτυώνεται. Από δω τα έφερε από κει τα έφερε, έβαλε και τον μπαμπά-βασιλιά για μέσο τον πήραν ως αναπληρωματικό σε μια ομάδα της ολλανδικής πρωτεύουσας. Ήταν γρήγορς, και πολύ καλός πασαδόρος. Έπιασε φιλίες και με έναν συμπαίκτη του, τον Γιόχαν τον Κρόιφ. Αυτός τον συμπάθησε γιατί ο Αίας ήταν ήρεμος, καλοσυνάτος, με ωραίους τρόπους. Ψυχούλα. Πάντα καλοπροαίρετος και να συμβουλεύει όλον τον κόσμο. Κάτι σαν την θεία Λένα στα μικρά παιδιά, ένα πράγμα. Τόσο, λοιπόν, τον συμπάθησε ο Γιόχαν που εισηγήθηκε στην ομάδα να δώσουν το όνομα του Αίαντα στον σύλλογο. Όλοι συμφώνησαν και έτσι γεννήθηκε ο περίφημος Ajax AFC, η ομάδα θρύλος της Ολλανδίας.

Επειδή όμως ο νεαρός βαριόταν εύκολα, παράτησε κάποια στιγμή τα ποδοσφαιρικά, και αποφάσισε να γίνει ήρωας (χωρίς παντούφλες, αλλά με σανδάλια). Γράφτηκε στα ΟΥΚ της εποχής, άρχισε και πολεμικές τέχνες και σε λίγο καιρό κατέστη ετοιμοπόλεμος για να πάρει μέρος σε οποιαδήποτε εκστρατεία.

Έτσι ανέβηκαν και οι μετοχές στο στο χρηματοστήριων των μνηστήρων. Άντρακλας και νταβραντομένος όπως ήταν, δεν του έλειπαν όπως ήταν φυσικό και οι κατακτήσεις. Ανάμεσά τους και η ωραία Ελένη του Μενελάου. Την γούσταρε τόσο που μέσα στην τρέλλα του ορκίστηκε να υπερασπιστεί τη ζωή και της τιμή της αν ποτέ αυτό χρειαζόταν. (Αυτές τις μαλακίες έκαναν οι αρχαίοι και τα πληρώνουμε εμείς σήμερα).

Και δεν θα αργούσε να εκπληρώσει αυτόν του τον όρκο. Όταν ο Πάρης (άλλος πυροβολημένος), έκλεψε την ωραία Ελένη του Μενελάου και την πήγε για βακάνς στην Τροία, ο Αίας τα πήρε άγρια στο κρανίο. Το είχε δεί εντελώς πατριωτικά, ντε. “Άτιμε Πάρη, θα σου πιώ το αίμα”, ωρυόταν.

Ναύλωσε 12 καράβια, έβαλε καπετάνιο και πρωτοπαλίκαρο τον ξάδερφό του τον Αχιλλέα που ήταν το ίδιο παιδαράς, νταβραντομένος, κούκλος και ανδρειωμένος όπως εκείνος, ζήτησε να συνοδεύεται μουσικά το ναυτικό κομβόϊ από το σουξέ της εποχής “τρεχαντήρι θ΄αρματώσω με τιμόνι και πανιά” τραγουδισμένο από τον Γιάννη τον Πουλόπουλο έτσι όπως το έλεγε στην ταινία “Η Παριζιάνα”, μάζεψε και όλο το στράτευμα και μπάρκαραν σύσσωμοι για την Τροία.

Με το που φτάνουν εκεί, συναντάνε και τους άλλους συμμάχους και αρχίζουν να οργανώνονται. Από τη μια οργανωνόντουσαν αυτοί (οι Έλληνες), από την άλλη οι αντίπαλοι οι ξένοι (οι Τρώες).

Και κάποια ωραία πρωϊ, εκεί που άνθιζαν τα κλαδιά και έβγαζε η γη χορτάρι, ξεκίνησε η επίθεση. Μιλάμε, έγινε της Κορέας! Της Βόρειας και της Νότιας μαζί!

Μπαμ από δώ, μπουμ από κεί, πάρε κι αυτή, πάρε κι ετούτη, πάρε και την άλλη. Έπεφταν οι ήρωες με τα σανδάλια σαν κοτόπουλα ξεπουπουλιασμένα.

O Αίας να λυσσομανάει. Ο Αχιλλέας επίσης. Αυτά στο ελληνικό μετερίζι. Στο εχθρικό μετερίζι ο Έκτορας να τρώει τα μουστάκια του πώς θα τα καταφέρει να τους νικήσει.

Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, έφτασε η στιγμή που μπήκαν στη μάχη όλα τα επίλεκτα κομμάντα και των δύο στρατοπέδων. Έλα όμως που κάποιος έπρεπε να αποδημήσει εις Κύριον για να λήξει ο αγώνας 1-0 και να μην πάει στην παράταση. Αλλά τί να σου κάνουν και οι επίλεκτες δυνάμεις. Όταν έχει έρθει η ώρα σου, βράσε όρυζα.

Έτσι, έφαγε η μαρμάγκα τα συντρόφια του Αίαντα, τον πρωτοξάδερφό του Αχιλλέα και τον φίλο του Πάτροκλο. “Άνοιξε πέτρα για να μπω”, μοιρολογούσε ο Αίας από τη μια, “σε όποιον αρέσουμε, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε”, κουνιόταν ο Έκτορας από την άλλη.

Όμως παρόλα τα ανδραγαθήματά του, ο Αίας δεν έτυχε καμίας προαγωγής. Κι εκεί που περίμενε να πάρει κανένα παράσημο και να γυρίσει πίσω δαφνοστεφανωμένος, έμαθε από τον Ναύαρχο ότι τελικά το παράσημο μαζί με τα όπλα του ξαδέρφου του τού Αχιλλέα θα απονέμονταν στον σύντροφο Οδυσσέα! Τρελάθηκε ο Αίας.

  • “Καλά ρε κάφροι, δεν φτάνει που σας βγάζω το φίδι από την τρύπα, αυτό είναι το ευχαριστώ;;!! Άντε να χαθείτε από δω, κόπανοι, άει σιχτίρ κι εσείς κι ο γρύλος σας!”, ούρλιαζε φεύγοντας μανιασμένος προς τα χωράφια.

Τόσο άγρια τα είχε πάρει στο κρανίο που την πλήρωσαν κάτι έρμα προβατάκια που βρέθηκαν μπροστά του. Τα έκανε κιμά. Αφού ξεθύμανε, πήγε και ξεράθηκε κάτω από ένα δέντρο.

Την άλλη μέρα το πρωϊ που ξύπνησε και δεν μπορούσε να πιστέψει τί είχε κάνει. Λάλησε, στην κυριολεξία. Καλό και φιλότιμο παιδί, όπως ήταν, θεώρησε ότι ήταν αδύνατον μετά από αυτό το ρεζιλίκι να γυρίσει πίσω στο στράτευμα. Και επειδή όταν λαλάει ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει τί κάνει, πήγε και έπεσε πάνω στο ξίφος του βάζοντας τέρμα στη ζωή του, σαν τον Τοσίρο Μιφούνε στον “Κόκκινο Ήλιο”! (έτσι ξεκίνησε και η μόδα του χαρακιριού που μετά πέρασε και εγκαταστάθηκε στην Ιαπωνία).

4 Comments

  1. F. says:

    χαχαχα Συγχαρητήρια, Ευτέρπη! Είσαι όνομα και πράγμα!
    Πάνω που λες «τι άλλο θα σκεφτεί», τσουπ παρακάτω κι άλλο διαμαντάκι! Βρε, τι έπαθε ο καημένος ο Αίαντας! Σάστισε τόσο πολύ, που δεν σκέφτηκε αντί να πέσει στο ξίφος του, να πάρει ένα Ajax που τα κάνει αόρατα! :p
    Καλό ξημέρωμα κι ευχαριστούμε για τα χαμόγελα!

    Liked by 2 people

    1. Σε ευχαριστώ πάρα πολυ! Το ωραιότερο κοπλιμέντο αυτό για το όνομά μου! Καλό Σαββατοκύριακο! 😊

      Liked by 1 person

  2. Babryzze says:

    Λάτρεψα την α λα Τσιφόρος απόδοση του μύθου!

    Liked by 1 person

    1. Ωω, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για το σχόλιο! 😊

      Liked by 1 person

Leave a Comment