Η Αρχοντούλα, ο Θανάσης και ο … νέος κόσμος…

Η Αρχοντούλα δεν είχε καμία όρεξη να τρέχει στα εξωτερικά Χριστουγεννιάτικα και μάλιστα να αντιμετωπίζει πολικές θερμοκρασίες, μόνο και μόνο επειδή του χαλβά του Θανάση του καρφώθηκε η ιδέα να κάνει κυριλάτες διακοπές για να πουλήσει μούρη στο Καβούρι ότι διέσχισε τον ωκεανό. Όταν λοιπόν της είπε ότι για τις γιορτές είχε κλείσει 10-στερο ξενοδοχείο στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, της ήρθε να του πετάξει στο κεφάλι το κινέζικο βάζο που είχε πάνω στο δρύινο τραπέζι της τραπεζαρίας, αυτό που της είχε κουβαλήσει ο προκομμένος από ένα ταξίδι που είχε πάει στην Ιταλία, λες και στην Ελλάδα δεν υπήρχαν ξύλα…”απελέκητα σαν την αφεντιά του”, σκέφτηκε αλλά δεν έδωσε περισσότερη έκταση.

  • “Έλα, ρε Θανάση, τώρα χρονιάρες μέρες πού να τρέχουμε μέσα στα χιόνια και στα κρύα! Και άμα θέλεις πουλ-μουρ πάμε στην Αράχοβα, τόσα ψώνια θα είναι εκεί θα αισθανθείς στο στοιχείο σου”, του αντιγύρισε η Αρχοντούλα.

Τίποτε ο Θανάσης, δεν άκουγε κανέναν. Ήθελα να πάει στον νέο κόσμο (πριν φύγει από αυτόν τον παλιόκοσμο).

Για να πάρετε μια ιδέα, τί εστί Θανάσης. Ο τύπος, από ένα λάθος της τύχης γεννήθηκε στην ξενιτιά, σε ένα από αυτά τα μέρη που όσοι Έλληνες έχουν γεννηθεί νομίζουν ότι έχουν κάνει κάτι σημαντικό, επειδή είχαν μερικούς μαυριδερούς να τους ετοιμάζουν το ψωμί με το βούτυρο και να τους στρώνουν κανέναν κρεβάτι. Το μάτι τους το αλλήθωρο. Πήγε εκεί σχολείο, είχε σηκώσει τη μύτη μέχρι το Θεό, δεν έσκυβε να πιάσει κάτι αν έπεφτε κάτω, μίλαγε μόνο με τους συμμαθητές του και άλλα παιδάκια αναλόγου επιπέδου και το έπαιζε ο ωραίος της παρέας, επειδή τύχαινε να είναι καλοβλεπούμενος και παρφουμαρισμένος. Ώσπου κάποια στιγμή όταν μπήκε στην εφηβεία και άρχισε να βγάζει σπυράκια στα μάγουλα και μουστάκι κάτω από τη μύτη, τον πήρανε οι γονείς του σηκωτό και τον έφεραν στα πατρώα εδάφη, γιατί η περιουσία είχε αρχίσει να εξαφανίζεται και στο τέλος θα έτρωγαν χαρούπια και ροκανίδια. Και επειδή το μέρος που έμεναν πριν ήταν παραθαλάσσιο, και για να μην τους λείψει το ιώδιο, εγκαταστάθηκαν κοντά στη θάλασσα, εκεί που οι μαούνες βρίσκονται σε αφθονία και τα κασόνια με τα ψάρια φτάνουν κάθε πρωϊ κατά δεκάδες. Βέβαια, ο Θανάσης δεν μπορούσε να χωνέψει ότι από τα μεγαλεία της ξενιτιάς θα ξέπεφτε στα βράχια της Πειραϊκής παρέα με τον Στέλιο τον μπεκρή, αλλά τί μπορούσε να κάνει. Ανήλικος ήταν, έπρεπε να ακολουθήσει την οικογένεια. Ο πατέρας του περίμενε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση και αφού εκεί έπρεπε να γίνει αυτό θα ακολουθούσε κι αυτός το ανάλογο κοινωνικό milieu.

Για να μην τα πολυλογούμε, μεγάλωσε, σπούδασε, μπαρκάρισε, ξαναγύρισε και έπιασε δουλειά σε ένα εφοπλιστικό γραφείο. Απλός υπάλληλος ήταν, αλλά ο ίδιος διαφημιζόταν ως δεξί χέρι του Ροκφέλερ, του Ωνάση, μέχρι και της Βασίλισσας της Αγγλίας. Αγόρασε σπίτι χαϊλίδικο, πήρε και μουράτο λουξ αυτοκίνητο (που συνεχίζει να το έχει ακόμη μετά από 20 χρόνια και που στο τέλος θα το σπρώχνει για να πάρει μπρος), γιατί δεν μπορούσε να κυκλοφορεί με ένα απλό αυτοκινητάκι, όπως ο όχλος, και εκ τότε σε όποιον γνώριζε ανέφερε ότι κατάγεται από την Μάνη γιατί του ηχούσε πιο εντυπωσιακό από το να πει όταν ήταν ξεπεσμένος μετανάστης από το εξωτερικό. Γνώρισε μετά από λίγο και το βλήμα την Αρχοντούλα (που τον ερωτεύτηκε βλέπετε και τώρα χτυπάει το δικό της κεφάλι στον τοίχο και το δικό του με το κινέζικο βάζο), την κουκουλώθηκε, έφτιαξε οικογένεια και συμπληρώθηκε το οικογενειακό ευτυχισμένο κοινωνικό καρέ.

Και μια ωραία πρωϊα, που στην ωραιότερη χώρα του κόσμου ο ήλιος έλαμπε και χαμογελούσε, ο Θανάσης πήρε την Αρχοντούλα και δυο βαλιτσάρες λες και θα πήγαινε μετανάστης στον Βόρειο Πόλο, μπήκε σε πριγκιπική αεροπορική εταιρεία, και προσγειώθηκε στην από κει πλευρά του Ατλαντικού.

Ντυμένοι σαν κρεμμύδια και κινδυνεύοντας να πάθουν υποθερμία, έφτασαν στον ξενοδοχείο τους. Την Αρχοντούλα, από την μύτη να την έπιανες θα έσκαγε. “Μα τον μ@@@α να κουβαλιόμαστε μέσα στα κρύα και να μου χαλάει και τις γιορτές με τη μουρμούρα του, άει σιχτίρ, πια”, έλεγε και ξανάλεγε από μέσα της.

Επί μια βδομάδα γύριζαν από δω και από κεί σαν τις άδικες κατάρες. Να δούν κι αυτό το κτίριο, να δούν κι αυτό το πάρκο, να κι αυτό το παγκάκι που είχε κάτσει η Μαράϊα Κάρευ και έτρωγε σουβλάκι όταν είχε τσακωθεί με την συννυφάδα της για το μενού της ημέρας των Ευχαριστιών, και άλλα τέτοια διάφορα.

Δεν υπήρχε κυριλάτο καφέ και εστιατόριο που δεν επισκέφθηκε ο Θανάσης και μετ΄αυτού και η Αρχοντούλα. Έβαλαν και τους σκούφους τους γιατί είχαν ξεπαγιάσει ολόκληροι και δεν τους έβγαζαν ούτε μέσα στα μαγαζιά.

Δεν άφησαν μέρος που να μην το φωτογραφήσουν. Τί παγοδρόμια, τί αλέες, τί ουρανοξύστες (αηηηηδίιιεεεεες), τί κόκκινες χριστουγεννιάτικες μπάλες και στολισμένα δέντρα, τί χιονισμένα πάρκα και πεζοδρόμια. Και να οι φωτογραφίες να στέλνονται σωρηδόν στους φίλους και γνωστούς στην ψωροκώσταινα, μην νομίσουν δηλαδή ότι είχαν πει και ψέματα ότι έκαναν υπερατλαντικό ταξίδι.

 

Αφού, πια, τους βαρέθηκε η ψυχή μας. Κάθε βράδυ εκεί που περιμέναμε να ακούσουμε τις ειδήσεις για να δούμε τί σημαντικό έγινε στον πλανήτη, τσουπ, πεταγόταν το μήνυμα στο ινμποξ “you’ve got mail – Αρχοντούλα εντ Θανάσης αρ κόλινγκ”!

Μια βδομάδα ολόκληρη ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω από τους σκούφους, τα γάντια και τα κασκόλ του ζεύγους. Νισάφι πια. Ευτυχώς, επέστρεψαν κάποια στιγμή και ησυχάσαμε…

 

 

4 Comments

  1. katermarinaki says:

    ΤΕΛΕΙΟ!!!!!!

    Liked by 2 people

    1. Ευχαριστώ Κατερίνα! 😊

      Liked by 2 people

      1. katermarinaki says:

        Καλή χρονιά να έχεις Πέππυ μου, δημιουργική, ταξιδιάρικη και με …φαντασία!!!

        Liked by 2 people

      2. Καλή χρονιά και σε σας Κατερίνα με πολλα ταξίδια και όμορφες εικόνες!

        Liked by 1 person

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s