Μ΄αρέσει να εξερευνώ διάφορες περιοχές της Αθήνας κατά τις περιόδους που η πόλη είναι άδεια, ή σχεδόν άδεια και οι οποίες είναι εκτός του συνηθισμένου περιπατικού μου ραντάρ. Αυτό συμβαίνει μόνο τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το Δεκαπενταύγουστο. Και πάντα η εξερεύνηση συνοδεύεται και από πολλές φωτογραφίες που απαθανατίζουν τις στιγμές. Συνήθως, μ΄αρέσει να βάζω λίγο χρώμα στις φωτογραφίες που βγάζω, για να απεικονίζεται πιο σωστά αυτό που βλέπουν τα μάτια, και που καμια φορά η φωτογραφία δεν το δείχνει όπως πραγματικά είναι.
Φέτος η εξερεύνηση έγινε ανήμερα Πρωτοχρονιά. Η βόλτα περιέλαβε την πλατεία Αμερικής, την οδό Πατησίων, την Κυψέλη, την Φωκίωνος Νέγρη, το Πεδίο του Άρεως και το Πολυτεχνείο. Οι περιοχές, δύσκολες από μόνες τους. Περιοχές ενός ξεχασμένου Θεού. Περιοχές όπου συναντά κανείς μετανάστες, εξαρτημένους, περίεργους. Δεν προσφέρονται για τουριστική ξενάγηση ή βόλτα. Τα χρώματα των φωτογραφιών εδώ, δεν γίνεται να είναι πιο έντονα, γιατί δεν είναι ούτε στην πραγματικότητα. Έτσι αυτή τη φορά, το φωτογραφικό υλικό δεν έχει κανένα φίλτρο και καμία έντονη φωτεινότητα, πλην αυτή του ήλιου που έλουζε την ημέρα με το φυσικό του φως.
Αιτία για τον περίεργο λίγο αυτόν περίπατο, η συνάντηση με ένα φίλο για καφέ και κουβέντα. Κάτοικος και γέννημα-θρέμα της Κυψέλης, όπως και όλη η οικογένειά του. Λόγω αυτού, αλλά και λόγω της δουλειάς του, ξέρει από πρώτο χέρι τις γύρω περιοχές όπως και πολλές ιστορίες για κάποια κτίρια.
Η βόλτα ξεκίνησε από την Φωκίωνος Νέγρη. Συνάντηση στο παρκάκι με την φάτνη. Κατεβήκαμε προς Πατησίων και κατευθυνθήκαμε στη πλατεία Αμερικής. Ελάχιστοι κυκλοφορούσαν στο δρόμο. Λογικό, λόγω της ημέρας. Κάποιοι αλλοδαποί μιλούσαν έξω από ένα πολωνέζικο (ή κάτι τέτοιο) μαγαζί, κοιτώντας περίεργα που φωτογράφιζα διάφορα σημεία της πλατείας. Σίγουρα θα έλεγανα από μέσα τους, «καλά, τί φωτογραφίζει αυτή τώρα εδω πέρα, λες και υπάρχει τίποτε το εντυπωσιακό;».
Πιο δίπλα, ένα μαγαζί Αφρικανικό, κλειστό, που στην πρόσοψή του δεσπόζει ένας τεράστιος αργιλές. Παραδίπλα ακόμη δύο καφέ ανοιχτά με τρία τέσσερα άτομα. Αλλοδαποί. Στη γωνία της πλατείας ένα πανέμορφο κτίριο σε ροζ και γαλάζιο δίπλα σε έναν τεράστιο κάδο γεμάτο σκουπίδια τα οποία ήταν πεταμένα απο δω κι από κει. Μέσα η πλατεία αρκετά συμπαθητική. Ωραία φτιαγμένη, με πράσινο γύρω γύρω. Στις δύο τις άκρες υπάρχουν δύο δημόσιες τουαλέτες. Κλειστές. Και οι μοναδικές πια δημόσιες που έχουν απομείνει από ότι με ενημέρωσε ο φίλος. Σε ένα παγκάκι κάποιος άνδρας απροσδιοόριστης ηλικίας, μάλλον ασχολείτο με τη δόση του, πιο δίπλα μια ευτραφής μαύρη κυρία έσερνε μια βαλίτσα και μια μεγάλη τσάντα, προφανώς άρτι αφιχθείσα από κάποιο άλλο σημείο… Περιμένοντας στο φανάρι να διασχίσουμε την Πατησίων, μας πλησιάζει ένας άλλος άνδρας, λιώμα, σερνόμενος κυριολεκτικά, με ένα χάρτινο ποτήρι καφέ. Ούτε καταλάβαινες τί έλεγε. Άναψε το φανάρι πράσινο και διασχίσαμε.
Κατεβαίνοντας, περάσαμε μπροστά από το κτίριο που κάποτε στέγαζε το Μικρό Πολυτεχνείο ή άλλιώς τη Σχολή Δοξιάδη, σήμερα στον κήπο του υπάρχει μέρος του καφέ που βρίσκεται απέναντι. Διασταυρωθήκαμε με το κτίριο όπου στον τελευταίον όροφο βρίσκεται το διαμέρισμα που έμενε ο Ιωάννης Μεταξάς, ο κατοχικός Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Λίγα βήματα πιο κάτω, το παλιο τζαζ μπαρ Au revoir. Βρίσκεται εκεί από την δεκαετία του ΄60 και το εσωτερικό του παραμένει στο εσωτερικό του ίδιο και απαράλλαχτο, όπως τότε. «Παίζει ωραία τζαζ μουσική και αξίζει πραγματικά να το επισκεφθεί κάποιος. Είναι από αυτά τα παλιά στέκια που σε ταξιδεύουν με ήχο και εικόνα πίσω στο χρόνο.», με ενημέρωσε ο φίλος.
Στρίψαμε αριστερά μέσα. Εδώ είμαστε Κυψέλη πια. Η Κυψέλη έχει καταφέρει και κρατάει ακόμη την γοητεία της μέσα σε όλη αυτή την παρακμή που βλέπεις. Γύρω γύρω στους δρόμους ξεπετάγονταν όμορφα νεοκλασσικά, αφημένα δυστυχώς, παρά το ότι κατοικούνται, και πολυκατοικίες της δεκαετίας του 60. Παντού νερατζιές. Τα ονόματα των δρόμων σε γέμιζαν με εικόνες θάλασσας, αφού όλα ήταν αφιερωμένα σε νησιά. Αιγήνης, Λευκάδος, Υδρας, Σπετσών…
Βγήκαμε στην πλατεία όπου βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
- «Είναι μεγάλη φαν του Αη Γιώργη, είναι ο αγαπημένος μου άγιος», λέω στον φίλο μου, ο οποίος έβαλε τα γέλια.
- «Καλά ρε συ, έχω ακούσει φαν για τραγουδιστές ή ηθοποιούς, αλλά για αγίους πρώτη φορά ακούω! Παρεμπιπτόντως, στην πολυκατοικία αυτή στον τελευταίον όροφο έμενε η Έλλη Λαμπέτη», με ενημερώνει.
Αρκετός κόσμος πηγαινοέρχεται. Άλλοι μπαινοβγαίνουν στην εκκλησία, άλλοι κάθονται στο καφενεδάκι που είναι το μόνο ανοιχτό αυτή την ημέρα και ώρα. Ένα πραγματικό καφενείο. Σαν να βρίσκεσαι στην πλατεία ενός χωριό, ο εσωτερικός του χώρος. Ψάθινες καρέκλες, στρογγυλά τραπεζάκια, καμία διακόσμηση, μια λιτή κουζινίτσα όπου ψήνονται οι καφέδες και ένα ψυγείο όπου βρίσκονται τα αναψυκτικά. Δύο ελληνικοί προσγειώθηκαν στο τραπέζι μας σε χρόνο dt. Με καταπληκτικό καϊμάκι. Παχύ παχύ, όπως πρέπει. Εμ, φαίνεται ο καφετζής που βάζει καφέ από κείνον που τον τσιγγουνεύεται.
Η συζήτηση ανάλογη με το περιβάλλον και την περιοχή. Η εξαθλίωση και η κατάντια αυτών των περιοχών της Αθήνας που κάποτε θεωρούνταν από τις καλύτερες, η παντελής έλλειψη παιδείας του Έλληνα για οτιδήποτε κοινό, ο ζαμανφουτισμός του σε νόμους και ό,τι άλλο προσπαθεί να τον βάλει σε μια τάξη και να τον κανει άνθρωπο (αιτία το κάπνισμα, αρειμανίως, μέσα στο καφέ από κάποια «κυρία») και η απίστευτη έλλειψη αγάπης των κατοίκων της πρωτεύουσας για την πόλη τους. Δεν αναφέρομαι σε Αθηναίους, γιατί δυστυχώς από όλον αυτόν τον αχταρμά που κατοικεί την ελληνική πρωτεύουσα, Αθηναίοι πραγματικοί και βέροι άντε να είναι με το ζόρι καμία 200.000 άνθρωποι, και μάλλον πολλούς λέω. Ούτε βέβαια μέσα στους κατοίκους με έλλειψη αγάπης για την πόλη περιλαμβάνω τους μετανάστες και αλλοδαπούς που κατοικούν στην πρωτεύουσα. Αυτοί κάνουν ό,τι βλέπουν. Αν έβλεπαν κατοίκους που σέβονται και αγαπάνε την πόλη τους, που την φροντίζουν, που δεν την βλάπτουν, που δεν την παραμελούν, που δεν …, που δεν…. (μπορώ να συνεχίσω εσαεί να γράφω «που δεν…») θα συπεριφερόντουσαν ανάλογα. Αλλά δυστυχώς η ελληνική πρωτεύουσα έχει τη μεγάλη πληγή να κατοικείται από «Ελληνάρες».
Τέλος πάντων, συνεχίζω την βόλτα στην όμορφη Κυψέλη.
Τελειώνοντας τον καφέ, με έπιασε όρεξη για θεσσαλονικιώτικο κουλούρι. Φούρνος εκεί τριγύρω γιοκ. Οπότε σκεφτήκαμε να συνεχίσουμε τη βόλτα προς τα πάνω όπου υπήρχαν δύο φούρνοι ανοιχτοί. Το κουλούρι όμως έμεινε όνειρο γιατί λόγω τη ημέρας δεν είχαν.
Βγήκαμε στην Ευελπίδων. Σαν να αλλάξαμε γειτονιά.
- «Κοίτα, εδώ σε αυτή την πολυκατοικία είχε γυριστεί η ταινία, «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», και πολλές άλλες», μου λέει ο γνώστης φίλος.
- «Μπορούμε να διασχίσουμε το Πεδίο του Άρεως ή κινδυνεύει η σωματική μας ακεραιότητα;», τον ρωτάω ψιλοαστεία.
- «Όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα την ημέρα, υπάρχει πολύς κόσμος που πηγαινοέρχεται. Το βράδυ είναι το μεγάλο κακό, παρόλο που κλείνουν τις πόρτες εισόδου. Αλλά τί να το κάνεις, πηδάνε από τα κάγκελα», συμπληρώνει.
Φέρνοντας στο μυαλό πώς ήταν ο χώρος όταν τον είχαν αναπλάσει πριν κάποια χρόνια και τη σημερινή του κατάσταση σε πιάνει κατάθλιψη. Η εγκατάληψη φανερή παντού. Κάποια κυρία έχει βγάλει βόλτα το σκυλάκι της, κάποιοι κάνουν τζόγκινγκ, κάποιοι όπως εμείς βολτάρουν. Συναντάμε την «λεωφόρο των ηρώων» όπου δεσπόζουν κατα μήκος της οι προτομές των ηρώων της Επανάστασης του 1821. Ε, ρε τους δόλιους που να ξέρανε που θα καταντούσαν… Στο άνοιγμα που υποτίθεται έπρεπε να υπάρχει συντριβάνι, οι τρύπες για τους πήδακες ολοφάνερες, δεν υπάρχει τίποτε. Για την ημέρα είχαν στήσει ένα καρουζελόπραγμα υποτίθεται και γύρω τριγύρω μια υπαίθρια αγορά με πάγκους και διάφορα ήδη και πωλητές από Ασία, Ινδία, Ανατολική Ευρώπη, κάποιες μουσικές περίεργες ακουγόντουσαν από δω και από κει. Ένα παγοδρόμιο, ο θεός να το κάνει, δέσποζε στην κεντρική είσοδο του πάρκου.
Μπροστά από την είσοδο το τεράστιο άγαλμα του Βασιλιά Κωνσταντίνου και γύρω γύρω στα μάρμαρα η γνωστή καφρίλα της μουτζούρας και του γραψίματος, οτιδήποτε μπορεί κανείς να φανταστεί.
Απέναντι από τον σταθμό των πορτοκαλί λεωφορείων βρίσκεται σε ένα τριγωνικό μικρό κόμβο το άγλαμα του θρυλικού Ταγματάρχη Ιωάννη Τσιγάντε. «Μετά θάνατο προήχθη σε αντισυνταγματάρχη ως «πεσών επί του πεδίου της μάχης». Στο κτίριο όπου σκοτώθηκε ο Ιωάννης Τσιγάντες τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα το 1984. Υπήρχε ένας μυστηριώδης προδότης στην ιστορία του Τσιγάντε, ο οποίος τηλεφωνούσε κάθε φορά στις κατοχικές αρχές και υποδείκνυε τα κρησφύγετά του, όμως ο Τσιγάντες πάντοτε κατάφερνε να ξεφεύγει, εκτός της μοιραίας στιγμής στο διαμέρισμα της Πατησίων. Μάλιστα, το τελευταίο τηλεφώνημα, σύμφωνα με πηγές από την Ελληνική Αστυνομία, ανθρώπων που ήταν κοντά στους κατακτητές αλλά έδιναν πληροφορίες στους αντιστασιακούς, έγινε από άγνωστη γυναίκα, η οποία όμως μπορεί να ήταν βαλτή για να μη βρεθεί ποτέ ο πραγματικός προδότης. Αν και έγιναν διάφορες έρευνες μεταπολεμικώς, ακόμα και με παραγγελία της Βουλής των Ελλήνων, δε στάθηκε δυνατό μέχρι σήμερα να εξακριβωθεί ποιος πρόδωσε τον Τσιγάντε, έχοντας γίνει στην κυριολεξία η σκιά του.»
Καλό είναι να διαβάζουμε και καμιά ιστορία να ξέρουμε τί έχει κάνει ποιός και γιατί, γιατί όταν ακούω νέους παντελώς άσχετους να λένε ότι την 28η Οκτωβρίου γιορτάζουμε την επανάσταση του 1821 έχω πολύ όμορφες δολοφονικές τάσεις!!
Το πιο εξοργιστικό είναι ότι εκλάπη η μπρούτζινη πινακίδα που ήταν τοποθετημένη στο άγαλμα και αντί να την αντικαταστήσουν το επόμενο λεπτό με μία μαρμάρινη που να μην κινδυνεύει από κλοπή. ακόμη το μνημείο είναι χωρίς πινακίδα που να πληροφορεί ποιός είναι ο ήρωας και τί έκανε. Άλλη μία κατάντια…
Κατεβαίνουμε την Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Σύνορα με Εξάρχεια. Απέναντί μας, η πολυκατοικία με το ρολόι. Σήμα κατατεθέν. Μπροστά ακριβώς, η ελλεεινή στάση των πορτοκαλί λεωφορείων για Σούνιο. Στη γωνία η οδός Μαυροματαίων. Στο φανάρι της Πατησίων, στο απέναντι πεζοδρόμιο, ένα υπέροχο νεοκλασσικό κτίριο.
Λίγο πιο κάτω, το κτίριο στο οποίο έζησε ένα μέρος της ζωής της η Μαρία Κάλλας, πριν φύγει για Αμερική. Ετοιμόρροπο. Αν φυσήξει αέρας είναι σίγουρο ότι θα διαλυθεί. Η πολιτιστική κατάντια μας σε όλο το μεγαλείο της, για το σπίτι όπου έζησε κομμάτι της ζωής της η μεγαλύτερη σοπράνο που έβγαλε και που δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβγάλει αυτός ο πλανήτης.
Περνάμε έξω από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και τον υπάρθριο χώρο του. Ένα υπέροχο κτίριο. Ένας υπέροχος χώρος. Ένα σημείο αναφοράς. Θυμάμαι σκηνές από ελληνικές ταινίες που έχουν γυριστεί εδώ με τους ήρωες να βολτάρουν πάνω κάτω. Η σύγκριση του τότε και του τώρα, τραγική.
Πιο κάτω το ξενοδοχείο Ακροπόλ. Πανέμορφη πρόσοψη. Δεν χρησιμοποιείται…
Κατά μήκος της Πατησίων δεν υπάρχει ούτε τοίχος, ούτε πόρτα, ούτε κολώνα καθαρή. Όλα μαυρισμένα απο τα γραψίματα και τις μουτζούρες, από αφισες κολλημένες και ξεκολλημένες, από ότι σαβούρα μπορεί κανείς να φανταστεί.
Φτάνουμε στο Πολυτεχνείο. Άλλο δράμα μαύρο. Αυτό που κάποτε ήταν το στολίδι της Πατησίων, τώρα σιχαίνεσαι όχι μόνο να το βλέπεις αλλά να περνάς και απέξω. Η κεντρική του πόρτα κλειστή. Όμως στον εσωτερικό προαύλιο χώρο σουλατσάρει μια γυναίκα με μαντήλα κάνοντας βόλτα με ένα καρότσι!
- «Καλά, πώς μπήκε αυτή μέσα;», ρωτάω
- «Μα, η πλαϊνή πόρτα είναι ανοιχτή!», μου λέει ο γνώστης φίλος.
Το περίμενα… Είμαι σιγουρη ότι τέτοιο χάλι δεν έχει ουτε η λαχαναγορά στου Ρέντη! Δεν αναφέρομαι, βέβαια, στους παράπλευρους δρόμους, βλέπε Στουρνάρη…
Συνεχίζοντας στην Πατησίων, συναντήσαμε σε κάποια κτίρια εικόνες στρητ αρτ. Πανέμορφες. Η μία έξω από ένα κλειστό καφέ (που δεν ξερω αν δουλεύει ή αν ήταν κλειστό λόγω αργίας). Η άλλη στα κατεβασμένα ρολλά του κτιρίου του ΟΓΑ.
Παρόλη την μουτζούρα που επικρατεί παντού τριγύρω, αυτά τα «έργα» κατά έναν περίεργο τρόπο την έχουν γλυτώσει και είναι ανέπαφα!
Φτάσαμε στην Ομόνοια. Τί σχόλιο να κάνει κανείς για την Ομόνοια…
Αποχαιρετιστήκαμε και κατέβηκα στο μετρό για την επιστροφή στο σπίτι.
Έκανα πρόσφατα την ίδια διαδρομή. Τα ίδια συναισθήματα, η ίδια οργή, η ίδια θλίψη. Το μόνο ευχάριστο, η χαρά να σε διαβάζει κανείς και να μοιράζεται μαζί σου αυτές τις εμπειρίες. Καλή σου μέρα Φιλίτσα.
LikeLiked by 2 people
Σε ευχαριστώ πολύ Κώστα!
LikeLiked by 1 person