Το 2017, όπως καλά γνωρίζουμε όλοι, ήταν για την Μέλη Καραμέλη μια σημαντική χρονιά.
Έτσι τουλάχιστον την παρουσιάζει η ίδια και αυτό για έναν και μοναδικό λόγο, επειδή εκεί κατά τον Νοέμβριο πήγε σε μια διαδραστική έκθεση για τον Βαν Γκογκ.
Και τί ήταν να συμβεί αυτό, έγινε της τρελής στο φβ. Δεν άφησε ούτε κολυμπηθρόξυλο που να μην ενημερώσει για την επίσκεψη. Άλλο να σας το λέω και άλλο να το βλέπετε.
Ο πρώτος, βέβαια, που την άκουσε κανονικά ήταν ο Ζανό και σε αυτό το κομμάτι θα επικεντρωθούμε, γιατί συμπάσχουμε με τις χήρες, τα ορφανά και τους ταλαιπωρημένους Ζανούς αυτής της γης.
Καθόταν που λέτε ένα βράδυ ήσυχα στην αναπαυτική του πολυθρόνα στην βορειοανατολική πλευρά του τεράστιου σαλονιού της έπαυλης τους και διάβαζε το οικονομικό ένθετο της εφημερίδας του. Και εκεί που ήταν μεταξύ του αμερικάνικου δείκτη του χρηματιστηρίου της Ντοου Τζόουνς και του ιαπωνικού δείκτη Σαγιονάρα Παπουτσάκι του Τόκυο και παρακολουθούσε τα πάνω-κάτω των διαγραμμάτων, ακούστηκε μια στριγγλιά από την άλλη άκρη του σαλονιού που ακόμη και οι δείκτες πετάχτηκαν έξω από την εφημερίδα.
Η συμβία του Μέλη, μόλις είχε διαβάσει στο διαδίκτυο για την εν λόγω έκθεση Βαν Γκόγκ. Με κομμένη τη φωνή, λες και ο Βικέντιος ήταν πρώτος της ξάδερφος, μη χέσω, γυρνάει στον Ζανό και με τα μάτια να γυαλίζουν του δηλώνει :
- «Ζανό, κλείνω τώρα επί τόπου εισιτήρια για την έκθεση αυτή του Βακ Γκόγκ. Είχε πάει η Πολυάννα με τον Μιχαλάκη και μου είχαν πεί οτι ενθουσιάστηκαν και όπως καταλαβαίνεις, για να ενθουσιαστεί έτσι ο Μιχαλάκης – που για το μόνο που έχει ενθουσιαστεί στη ζωή του ήταν όταν είχε φύγει μια βδομάδα το 1997 η Πολυάννα και τον είχε αφήσει μόνο του στο σπίτι και έκανε ό,τι ήθελε – σημαίνει ότι η έκθεση είναι σούπερ. Και δεν είναι δυνατόν σε μια τέτοια έκθεση να μην παρευρεθώ εγώ. 3000 έργα του, πτωχέ Ζανό, παρουσιάζονται, το καταλαβαίνει αυτό το κλούβιο το κεφάλι σου;;!! Οπότε σημείωσε το στην ατζέντα σου και δεν επιδέχεται ακύρωσης».
- «Μα σοβαρολογείς τώρα, ρε συ Μέλη, θα τρέχουμε σε μια διαδραστική εκθεση να βλέπουμε σουρεάλ κρεβατοκάμαρες και έργα να κρέμονται από το ταβάνι, να πέφτουν στο πάτωμα και μετά να τα βάζουν στον τοίχο και στις κολώνες και καλά τάχα μου κάνουν τέχνη;;»
- «Ας κρέμονται και κουτάλες και κατσαρόλες, αρκεί που θα είναι του Βαν Γκογκ. Και επίσης, σαν πολύ δεν μου πας κόντρα τελευταία, αγαπάκι;; Αντε γιατί πολλά σου έχω μαζωμένα και θα τα πάρω άγρια στο κρανίο καμιά ώρα», του απάντησε μεγαλοπρεπώς η Λάιδη Μέλη και αποσύρθηκε στα ιδιαίτερά της για να ηρεμήσει.
Την ίδια ώρα ο Ζανό προσπαθούσε να μαζέψει, και να ξαναβάλει πίσω στην θέση τους στην εφημερίδα, τους δείκτες των χρηματιστηρίων που από τον φόβο τους είχαν πέσει στο πάτωμα του σαλονιού και έπαιζε μαζί τους ο σκύλος της οικογένειας.
Και η μέρα την επίσκεψης στην έκθεση έφτασε. Ντύθηκε και στολίστηκε η Μέλη (στο Μέγαρο μουσικής ήταν η έκθεση, άρα έπρεπε να έχει και το ανάλογο στυλιστικό λούκ), έβριζε θεούς και δαίμονες ο Ζανό για την καντεμιά του, που αντί να ξεκουράζεται σαββατιάτικα πίνοντας χαλσρά το καφεδάκι του, εκείνος έπρεπε να το παίζει Αλέξανδρος Ιόλας, αλλά μπήκαν και οι δύο στην μουράτη Μερσεντές και κατευθύνθηκαν στον εκθεσιακό χώρο.
Φαντάζεστε, φαντάζομαι, τί έγινε με το που έφτασαν. Η Μέλη εκστασιασμένη πριν ακόμη διαβεί την είσοδο του Μεγάρου, ο Ζανό σέρνοντας τα βήματά του «αργά, αργά, βαριά, βαριά..» και οι δύο στον κόσμο τους.
Με ύφος 145 καρδηναλίων και μίας πάπισσας (της Γιαννούλας, ξέρετε, που τους ξεγέλασε όλους, ντύθηκε μοναχός, σαν την Ξένια Καλογεροπούλου στον «Μοναχό Άννα», μπήκε στο Βατικανό και τους την έφερε – ακόμη το φυσσάνε μετά από τοσους αιώνες και δεν κρυώνει) η Μέλη πλησίασε το ταμία, πήρε τα εισιτήρια, πήρε αγκαζέ τον Ζανό και ξεκίνησαν να περιεργάζονται την έκθεση.
Ουάου, ουάου και τρισουάου, πω πω, πω πω και τρις πω πω, ήταν μερικά από τα επιφωνήματα που έβγαιναν από τον στολισμένο με πέρλες λαιμό της. Ξελαιμιάστηκε να κοιτάει τις διαδραστικές εικόνες στο ταβάνι, να σκύβει στο πάτωμα, να περιεργάζεται τις κολώνες, κλπ. Έκανε σαν περιστρεφόμενος δερβίσης για να μπορέσει να τα δει όλα και να μην χάσει ούτε κουκίδα.
Κάποια στιγμή έφτασαν και στην κρεβατοκάματα του Βαν Γκόγκ. Αν έβλεπε κανείς το πρόσωπότης, εκείνη τη στιγμή θα νόμιζε ότι είχε μπει στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ και εξερευνούσε τα άδυτα της Λίζας.
Και ξαφνικά, σαν από το υπερπέραν ακούστηκε μια φωνή:
- «Μα τί μίζερος αυτός ο Βανκ Γκογκ, ρε Μέλη». Ήταν ο Ζανό (που έπαιζε με τη φωτιά)!!
- Έχοντας ασπρίσει η Μέλη από αυτό που άκουσε, γυρνάει τον κοιτάει και με μια απίστευτη ηρεμίας (πριν την τέλεια καταιγίδα) τον ρωτάει: «Τί εννοείς, αγαπάκι;»
- «Ε, μα δεν βλέπεις δωμάτιο, σαν να είναι άστεγος ή πρόσκοπος στον Μαραθώνα. Ένα ξύλινο μονό κρεβάτι, μια καρέκλα, και μια κρεμάστρα. Αλλά Ολλανδός δεν ήταν, τί περιμένεις. Τσιγγούνης, αδερφέ μου. Αυτοί ειναι χειρότεροι από όλους στην τσιγγουνιά. Τσάμπα έχει βγει το όνομα στους δόλιους τους Σκωτσέζους», της απάντησε ο Ζανό.
- «Πλάκα με κάνεις, έτσι;; Το λες επίτηδες για να με νευριάσεις! Βρε, απολίτιστε, πτωχέ και μικρέ Ζανέ, που είσαι εσύ ικανός να μιλήσεις για έναν Βακ Γκογκ. Αυτός, βρε, ήταν καλλιτέχνης. Ήταν μποέμ. Ζούσε καλλιτεχνική ζωή. Ήταν παραδομένος στην τέχνη του. Τί ήθελες να είχε ως δωμάτιο, σουίτα στη Μεγάλη Βρετανία, γμτ το κέρατό μου το τράγιο, μη χέσω μέσα;;;;;!!!!»
- «M@λ@κ@ς ήταν, που με όλους αυτούς που νταραβερίζονταν εκεί στην Μονμάρτη του την έδωσε στο κεφάλι και έγινε πιο βαρεμένος και από τον Βαρεμένο τον πολιτικό, αλλά μην το κάνουμε τώρα θέμα», της απάντησε ο Ζανό και με μία κίνηση αγανάκτησης συνέχισε με γοργό βήμα, για τα επόμενα εκθέματα.
Τρέμοντας από νεύρα η Μέλη και παίρνοντας μεγάλες ανάσες για να ηρεμήσει, συνέχισε στο κομμάτι της έκθεσης όπου υπήρχαν αναρτημένες διάφορες ρήσεις του μεγάλου καλλιτέχνη.
Καθόταν τουλάχιστον μισή ώρα μπροστά την κάθε μία και την ανέλυε δεξία, αριστερά, κεντρώα, τη γύριζε σε φιλελεύθερες δυνάμεις, την κατέβαζε στο πεζοδρόμιο με τους αναρχικούς και την ξανάβαζε στη θέση της και προσπαθούσε να την καταλάβει.
Εννοείται βέβαια ότι για κάθε μία υπήρχε και ο ανάλογος σχολιασμός της « κριτικού τέχνης » Μέλης Πινέλλη!!
Δεν θα ζήσω χωρίς αγάπη
- «Τα βλέπεις Ζανό; Κοτζάμ ολόκληρος Βαν Γκόγκ και έκρυβε μια ψυχούλα μέσα του», αποκρίθηκε στον βαριεστημένο Ζανό, η μητέρα Τερέζα-Μέλη. Ο Ζανό, άχνα, φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Η αρχή είναι ίσως και το πιο δύσκολο από όλα τα άλλα, αλλά μη χάνεις το θάρρος σου, όλα θα πάνε καλά
- «Αχ, ο καλός μου, τί φιλοσοφημένος που ήταν», αναφώνησε η Μέλη-Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Ο Ζανό αμίλητος, κοίταζε το ρολόϊ του.
Το μόνο που θα ήθελα είναι να με δέχονται όπως ακριβώς είμαι
- Όταν τα λέω εγώ εσύ, κύριε Ζανέ, μου κάνεις τον ψόφιο κοριό, συνέχιζε να μουρμουρίζει η Μέλη. Ο Ζανό συνέχιζε να κοιτάζει το ρολόϊ του.
Πρέπει να δουλεύουμε και να τολμάμε αν θέλουμε πραγματικά να ζούμε
- Γι΄αυτό εγώ δεν κάθομαι σε ένα μέρος, Ζανό. Αυτά να τα βλέπεις και να τα λαμβάνεις σοβαρά υπ΄όψιν σου. Ο Ζανό κοίταζε τις διαδραστικές φωτογραφίες στην δεξιά κολώνα της αίθουσας.
Αισθάνομαι μια κάποια ηρεμία. Υπάρχει ασφάλεια στον κίνδυνο. Τί θα ήταν αλήθεια η ζωή μας αν δεν είχαμε το θάρρος να προσπαθούμε πάντοτε για όλα
- «Μέχρι και ο Βαν Γκογκ είχε φιλοσογήσει τον κίνδυνο, Ζανό, και εσύ φοβάσαι ακόμη και τα κουνούπια τον Αύγουστο. Πφφφφ… τί πεζός άνθρωπος…», του πέταξε η Μέλη. Ο Ζανό, καμία αντίδραση (σε σημείο ανησυχητικό, αλλά δεν δώθηκε περαιτέρω σημασία)
Μόνο ένα Παρίσι υπάρχει στον κόσμο και όσο σκληρή κι αν είναι η ζωή, ακόμα και σκληρότερη αν γινόταν ποτέ, ο Γαλλικός αέρας καθαρίζει το μυαλό και κάνει καλόμ δεν φαντάζεστε πόσο καλό κάνει
- «Μωρέ, αγαπάκι μου, πότε θα πάμε μια εκδρομούλα κι εμείς στο Παρισάκι μας, που έχεις να με πας από τότε που γεννήθηκε, ο Λουδοβίκος ο 14ος;;;», ρώτησε ναζιάρικα η Μέλη, πλησιάζοντάς τον.
Ο Ζανό τινάχτηκε σαν να τον τσίμπησε μύγα τσε-τσε παρέα με κουνούπι του Νείλου και του Αμαζονίου.
- «Ρε Μέλη, μου έκοψες τη χολή, να πάρει ο γεροδιάολος, και έχασα και τη σελίδα που διάβαζα», της είπε θυμωμένος ο Ζανό.
- «Ελα ρε αγαπάκι, τώρα που τρόμαξες. Αλήθεια τί διάβαζες τόσο ενδιαφέρον», τον ρώτησε η Μέλη παραξενεμένη.
- «Για την ομάδα ρε παιδί μου, τί άλλο. Έχει παιχνίδι αύριο και πρέπε να ενημερωθώ για τα σχετικά, και να κανονίσω με τα παιδιά για το γήπεδο», απάντησε απαθέστατα ο Ζανό.
Η Μέλη ήταν αδύνατον να πιστέψει στα αυτιά της. Όχι μόνο την έγραφε στα παλιά Sebago παπούτσια του, αλλά τολμούσε να της το λέει και κατάμουτρα ενώ ήξερε πολύ καλά ότι η ίδια είναι εντελώς αντίθετης ποδοσφαιρικής σχολής. Μη θέλοντας να γίνει θέαμα μπροστά στον κόσμο που βρισκόταν στην αίθουσα, η Μέλη τον πήρε από το χέρι και βγήκαν στον κήπο.
Εκεί ξέχασε την καλή της ανατροφή και αφού πέρασε τον Ζανό γενεές δεκατέσσερεις, τον παράτησε σύξυλο, κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο, μπήκε μέσα, έβαλε μπρος και εξαφανίστηκε.
Ο Ζανό πάλι, δεν πίστευε στην καλή του τύχη! Πήρε τηλέφωνο το φιλαράκι του τον Γεράσιμο και κανόνισαν να πάνε για μπύρε. Μέχρι να γύριζε σπίτι η Μέλη θα είχε κοιμηθεί και το άλλο πρωϊ θα σκεφτόταν πως θα το αντιμετώπιζε. Τσάμπα είχε δεί καμιά δεκαριά φορά το Όσα παίρνει ο άνεμος, Θα γινόταν και αυτός μια αρσενική Σκάρλετ. Αλλά όλα αυτά αύριο, τώρα ετοιμαζόταν για ανδρική έξοδο και μερικές ώρες ελευθερίας!
Συμπέρασμα: Πολύ κωλόπαιδο τελικά αυτός ο Βαν Γκογκ….!! Άνω κάτω τους έκανε τους ανθρώπους!