Για μένα όλα ξεκίνησαν ένα γκρίζο πρωϊνό, αιώνες πριν, σε ένα μικρό χωριό στη γεωγραφική περιοχή του τότε Βυζαντίου. Δυστυχώς η ζωή μου ήταν πολύ δύσκολη. Με έψηναν σαν το ψαρι και με πέταγαν στην κυριολεξία από τον έναν στον άλλο για να μπορούν κάποιοι να θησαυρίζουν εις βάρος μου. Εγώ όμως δεν έβγαζα άχνα. Υπέμενα το καυτό μου μαρτύριο και προσπαθούσα να αρέσω σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που με πούλαγε το αφεντικό μου. Η δουλειά μου ήταν να δίνω ευχαρίστηση, διαφορετικά θα έπαυα να υπάρχω… Έτσι περνούσε ο καιρός και κάποια στιγμή το αφεντικό μου αποφάσισε να μεταναστεύσει. Ξεριζώθηκα λοιπόν από την ζεστασιά του φτωχικού καλυβιού όπου ήμουνα μέχρι τότε και βρέθηκα στους πέντε δρόμους. Είναι σκληρή η μοίρα του μετανάστη… Όμως, είχα αποφασίσει να ζήσω και γι΄αυτό αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου στην πρώτη πόλη που θα με έβγαζε ο νέος μου δρόμος. Και έτσι βρέθηκα σε μια μεγάλη πόλη που λεγόταν Κωνσταντινούπολη.
Φτάνοντας εκεί με βρήκαν δύο καλοί άνθρωποι και με πήραν κοντά τους. Έβαλαν τα δυνατά τους να με καλλωπίσουν και να με σουλουπώσουν εμφανισιακά ώστε να μπορώ να συναναστρέφομαι με αξιοπρέπεια όλους τους ανθρώπους σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες. Και πρέπει να τα κατάφεραν πολύ καλά έτσι όπως με έντυναν με τα κρεμ-καφέ και κρεμ-χρυσά με άσπρες πινελιές ρούχα μου, γιατί όλοι όσοι με έβλεπαν στο εξής με ήθελαν τρελά και ήταν διατεθιμένοι να κάνουν τα πάντα για να με αποκτήσουν. Ορισμένοι ερχόντουσαν και χτύπαγαν την πόρτα του σπιτιού από τα άγρια χαράματα για να με δουν και να ευχαριστηθούν. Και εγώ συνέχιζα να κάνω τη δουλειά για την οποία με είχαν προσλάβει και σ΄αυτή πόλη, να σκορπώ ευχαρίστηση και να γλυκαίνω τη ζωή των ανθρώπων.
Ήταν όμως γραφτό αυτή η ευτυχία να μην κρατήσει για πολύ … Ο πόλεμος, οι κακουχίες και οι συμφορές που έπληξαν τη νέα μου πόλη με ανάγκασαν να πάρω πάλι τον δρόμο της προσφυγιάς και να βρεθώ σε μια γειτονική χώρα ανάμεσα σε αγνώστους. Με έπιασε φόβος γιατί οι άνθρωποι όταν δεν σε ξέρουν γίνονται κακοί και σκληροί. Η γλύκα και το νεαρό της ηλικίας μου ίσως τους έκανε να σκεφτούν αρνητικά για μένα. Περιπλανιόμουν για καιρό στη νέα αυτή χώρα. Από βορρά σε νότο και από ανατολή σε δύση. Γνώρισα άγνωστα μέρη με περίεργες ονομασίες, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Βόλος, Σέρρες, Καβάλα… Και τί χαρά! Οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί και όπως έλεγαν τους άρεσα πάρα πολύ. Τα αφεντικά μου κατάλαβαν ότι η ευχαρίστηση που η παρουσία μου έδινε στον κόσμο θα μπορούσε να τους αποφέρει πολλά κέρδη και έτσι αποφάσισαν ότι στο εξής θα έπρεπε να μετακινούμαι από μέρος σε μέρος ώστε να μην μείνει κανείς παραπονεμένος.
Κουραζόμουν πολύ από αυτή τη νέα μου “θέση” αλλά δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση. Όμως είχα πια βαρεθεί να έχω μόνιμα την ίδια παρουσία. Ήθελα να αλλάξω να αποκτήσω κάτι διαφορετικό ώστε να καθιερωθώ και εγώ σε ένα μέρος και όλοι να με θεωρούν πλέον δικό τους άνθρωπο. Μετά από δεκάδες περιοδείες κατέληξα σε μια πόλη που λεγόταν Σέρρες. Εκεί με δέχθηκαν όλοι με ανοιχτές αγκάλες και με είχαν σαν το δικό τους παιδί. Με πρόσεχαν, με κανάκευαν και όποιος με φιλοξενούσε με γέμιζε με μυρωδικά και διάφορα γλυκίσματα. Έτσι μοίραζα ακόμη περισσότερη ευχαρίστηση και η ψυχή μου έγινε μαλακιά σαν την κρέμα! Τώρα πια είχα βρεί τον προορισμό μου! Η ευτυχία μου ολοκληρώθηκε γιατί ήξερα ότι πάντα όλοι θα με αγαπάνε και θα παίρνουν απεριόριστη χαρά κάθε φορά που θα με συναντούν!
Πω, πω, μιλάω, μιλάω τόση ώρα και ξέχασα να συστηθώ! Μη με παρεξηγείτε, η χαρά βλέπετε! Κυρίες και κύριοι, my name is ΜΠΟΥΓΑΤΣΑ και ήρθα για να μείνω για πάντα κοντά σας! 🙂