O Θανασάκης ήταν ένας νέος που ζούσε σε μια όμορφη παραθαλάσσια επαρχιακή Κρητική πόλη.
Πολύ μυαλό στο κεφάλι δεν είχε, αλλά είχε ένα χαμόγελο που φώτιζε όλο το πρόσωπο, κάτι σαν του Σάκη του Ρουβά ένα πράγμα, μαλλί ξανθό, βλέμμα πλάνο, για να ρίχνεις τις κοπελιές και ένα αυτοκίνητο καμπριολέ, αγορασμένο από τρίτο χέρι μεν αλλά πολύ τσίλικο δε, για να βάζει το κασετόφωνο στο διαπασών τα βράδια που έβγαινε για τσάρκα. Το αγαπημένο του σουξεδάκι ήταν το “νύχτα ξελογιάστρα νύχτα όμορφη” του Βασιλάκη του Καρρά. Τραγούδαγε και ο Θανασάκης μαζί και γινόταν ο χαμός στο παραλιακό μέρος που είχε γεννηθεί και ζούσε.
Ούτε πολλές σκοτούρες είχε. Δούλευε σε ένα γκαράζ αυτοκινήτων, έβγαζε όσα του χρειάζονταν για να συντηρεί το αμάξι και να κερνάει κανένα ποτό τις διάφορες θηλυκές υπάρξεις που κυκλοφορούσε κατά καιρούς και όλα πήγαιναν μια χαρά στη μικρή ζωή του Θανασάκη.
Κάποια μέρα εκεί που τριγυρνούσε με τους φίλους του στην παραλία, βλέπει στην άκρη του δρόμου μια εντυπωσιακή μελαχρινή, ψηλή, με ένα ωραίο κολλητό φουστάνι, να περπατάει συνάμενη-κουνάμενη. “Εδώ είμαστε”, λέει ο Θανασάκης στην παρέα, και πλησιάζει με ταχύ βήμα την κοπέλα.
-“Ψιτ , κοπελιά, πώς σε λένε”; τη ρωτάει ο Θανασάκης, θεωρώντας ότι του είχε πέσει ο πρώτος αριθμός του λαχείου.
-“Μμμμ, σα δεν ντρέπεσαι”, του κάνει αυτή κάπως περιφρονητικά, ρίχνοντάς του όμως παράλληλα μια λάγνα ματιά και συνεχίζει να προχωράει. Από δίπλα ο Θανασάκης.
-” Έλα ρε κούκλα, μη με σταυρώνεις, πες μου το ονοματάκι σου, το όμορφο”, συνεχίζει απτόητος
-“Καλά, αφού επιμένεις θα στο πω”, του λέει εκείνη με μια βαθιά, παθιάρικη φωνή, “με λένε Αναϊς”.
-“Φίνο ονοματάκι! Kι από πού βγαίνει φρεγάτα μου”; την ξαναρωτάει ο Θανασάκης
– “Από το Παναής”, του λέει αυτή με ακόμη πιο βαθιά φωνή και με ένα χαμόγελο που υπόσχονταν τον ουρανό με τα άστρα.
Κόκκαλο ο Θανασάκης! Το παρεάκι του τον πήρε στο ψιλό και δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί και η Αναϊς συνέχισε απτόητη το δρόμο της συνάμενη-κουνάμενη.
Λέγεται ότι από κείνη την ημέρα, πούλησε το καμπριολέ, αγόρασε μοτοσακό, έβαψε το μαλλί μαύρο, άφησε μουστάκι και έστειλε συνοικέσιο στη Λενιώ του Κωσταντογιωργάκη για να γλυτώσει την καζούρα. Το αγαπημένο του σουξεδάκι πλέον είναι το “είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω”. Από το σημείο της “συμφοράς”, ούτε που τολμάει να ξαναπεράσει. 😉
(c) Painting by Κώστας Σπανάκης