Έναρξη σχολικής χρονιάς 

wp-image-1674978714

«Ξεκινάει αύριο η σχολική χρονιά», σκεφτότανε ο Αυγουστής , πίνοντας τον καφέ του και φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου του. «Να πάρει η ευχή», μονολογούσε, αφού πάλι θα έχανε την έναρξη και αυτή την ιδιαίτερη στιγμή να συνοδέψει τον μικρό Ανέστη στον σχολικό αυλόγυρο και να τον δει να ανακατεύεται με τα άλλα παιδάκια, να χάνεται στο χρωματιστό πλήθος, να προσπαθεί να τους περιγράψει με όσες περισσότερες λεπτομέρειες πώς πέρασε το καλοκαίρι και να γυρνάει να του λέει τί έγινε και τί του είπαν.
Έφερε στο μυαλό του την όμορφη αυλή του σχολείου του Ανέστη, όπου όλα τα παιχνίδια βρίσκονται τοποθετημένα προσεκτικά στη θέση τους με τα χρώματα να έχουν τον πρώτο λόγο και να συνυπάρχουν με τα χρώματα της φύσης. Χαμογέλασε και μεμιάς θυμήθηκε με νοσταλγία τα δικά του παιδικά σχολικά χρόνια.  «Τί ωραία, να ‘μασταν πάλι παιδιά», σκέφτηκε.

Η δουλειά του τον ανάγκαζε να παίρνει σβάρνα τις θάλασσες και να πιάνει λιμάνι κάθε δυο, τρείς μήνες μόνο. Δεν είχε βέβαια καμιά αμφιβολία ότι η κυρά του θα έκανε πάντα το καλύτερο ώστε ο μικρός να μην αισθανθεί καν την έλλειψη. Αυτός όμως, όσο περνούσε ο καιρός, ένοιωθε ότι χάνει στιγμές που δεν αναπληρώνονται. Έχανε τα χαμόγελα, τα κλάμματα, την ώρα του ύπνου και αυτή του ξυπνήματος. Αλλά και τί να έκανε..

Από την άλλη, έφερνε στο μυαλό του τις φορές που γύριζε σπίτι και περνούσε χρόνο με τον μικρό. Από τη μια ήθελε να του κάνει όλα τα χατίρια, από την άλλη ένοιωθε κάπως περίεργα, άβολα, σαν να φοβόταν κάτι. Σαν να είχε ξεσυνηθίσει την παιδική επαφή με την απουσία του στις θάλασσες.

«Περνάει ο καιρός και εγώ είμαι παρών-απών. Να δεις που καμιά ώρα θα γυρίσει ο μικρός και θα μου πει καμιά κουβέντα και θα με κολλήσει στον τοίχο», σκεφτότανε μεταξύ αστείου και σοβαρού.

Ήξερε όμως ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινότανε, γιατί η κυρά στεκότανε βράχος και του έδινε αναφορά για όλα και έτσι κι αυτός ενημερωνότανε και προλάβαινε αν κάτι πήγαινε να στραβώσει..

Ξαφνικά χαμογέλασε και θυμήθηκε ότι θα ήταν μια εξαιρετική έκπληξη για τον μικρό αν αύριο το πρωϊ ήταν αυτός που θα τον ξυπνούσε για το σχολείο, έστω και από μακριά, έστω και μέσα από το σύρμα κάποιου τηλεφώνου. Θα τον καλημέριζε ψιθυριστά στο αυτί, θα του έλεγε γλυκά «ξύπνα Ανέστη αγόρι μου, ώρα να ετοιμαστείς για το σχολείο», ή κάτι τέτοιο, θα έβρισκε τέλος πάντων τί θα έλεγε – εκείνη τη στιγμή ήταν σίγουρος ότι οι λέξεις θα ερχόντουσαν μόνες τους. Ναι τελικά αυτό θα έκανε. Ήταν το πιό κοντινό σε μια αγκαλιά που θα μπορούσε να του δώσει.

«Πρέπει να συνεννοηθώ με την κυρά», μονολόγησε και σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο.😊

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s