Δεν πρόλαβε να μπει ο Ιούλιος και η Μέλη αφού «σταύρωσε» δύο φίλες της, γιατί ο Ζανό δούλευε σαν μαύρος και δεν μπορούσε να πάρει άδεια, ετοίμασε τη Λουί Βουιτόν βαλίτσα της, έβαλε μέσα ότι αντηλιακό και παρφέν της Εστέ Λοντέρ βρήκε και φορώντας τις Χαβαγιάνα σαγιονάρες της, ξεκίνησε ένα πρωϊνο Δευτέρας για το λιμάνι του Πειραιά με προορισμό τις άσπρες και άνυδρες Κυκλάδες.
Βλέπετε, στα πενήντα της, η Μέλη δεν εννοεί να καταλάβει ότι η εποχή της θείας της της χίπισσας πέρασε πριν κάτι δεκαετίες και τώρα θα πρέπει να κυνηγάει νησιά όπως η Ικαρία ή παραθαλάσσια μέρη όπως η Αιδηψός.
Αφού θρονιάστηκε στην αεροπορική τύπου καραβίσια θέση της, έβγαλε το βιβλίο της και άρχισε να διαβάζει. Είχε πάρει μαζί της «Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας»! Ασχολίαστο…
Βέβαια, μετά τις 5 πρώτες σελίδες η κοντέσσα πήγε για βρούβες και η Μέλη με τις φίλες της για φραπέδες στην καφετέρια του πλοίου.
Ο πρώτος σταθμός του καραβιού ήταν η Μήλος. Νάαααα (με το συμπάθειο) μια αναρτησάρα της Μέλης στο φβ με δραματική λεζάντα, «Πιάσαμε Μήλο και συνεχίζουμε για Κίμωλο», λες και ήταν σε γκαζάδικο παρέα με τον Καββαδία στον Ινδικό ωκεανό και μετέδιδε από τον ασύρματο!
Δεν προλαβαίνει το φαν κλάμπ να κάνει λάϊκ, και να η δεύτερη ανάρτηση λες και εξέπεμπε sos ο Τιτανικός, «Μποφόρ πολλά, το πλοίο δεν πάει Κίμωλο…περιμένουμε…μάλλον θα πάρουμε θαλάσσιο ταξί, αχ θα αφήσω τις ξανθιές μου κοτσίδες έρμαιο στις τσιπούρες του Αιγαίου», ωριόταν από τα νεύρα η Μέλη. Και αφού έβγαλε την άσπρη δαντελένια βεντάλια της, άρχισε να κάνει αέρα για να συνέλθει.
Επειδή όμως και ο δόλιος ο θαλασσινός Ποσειδών έχει κι αυτός τα όριά του, παρότι Θεός, απηύδησε κάποια στιγμή και αναφώνησε με πόνο, «πόσο πια να την αντέξω την τρελλή, δεν πάει στα κομμάτια, θα σταματήσω τον αέρα να σηκωθούν να φύγουν από τη Μήλο να πάνε Κίμωλο να μην τη βλέπω μπροστά μου!»
Ο καπετάνιος ανακοίνωσε από τα μεγάφωνα, «παιδιά την κάνουμε για Κίμωλο, φορέστε σωσίβια, κάντε το σταυρό σας και εδώ είμαστε εμείς», οι μούτσοι κλείσανε τις πόρτες του καραβιού, ο μάγειρας πήγε στην κουζινα να ετοιμάσει καμιά βραστή πατάτα, ο μπάρμαν άρχισε να φτιάχνει καφέ να πάνε τα φαρμάκια κάτω και το πλοίο της χαράς ξεκίνησε για Κίμωλο.
Στο σαλόνι του καραβιού ακουγόταν μέσα στην καλή χαρά ο Μητσιάς να τραγουδάει «…στη Μύκονο, στη Σέριφο, στη Σίκινο , στη Μήλο, πετάς κυπαρισσόμηλο κι εγώ πετάω μήλο, στην Αμοργό, στην Κίμωλο, στη Νιό, στη Σαντορίνη, μυ στέλνεις πικρολέμονο σου στέλνω μανταρίνι…».
Και δώστου παλαμάκια η Μέλη κι η παρέα της. Καλά μη νομίζετε ότι αυτές είναι καλύτερες…!
Μετά από ώρες εδέησε ο Θεός και έπιασαν λιμάνι στην Κίμωλο.
«Φτάσαμε, παράδεισος!», να στέλνει φβικές ανταποκρίσεις η Μέλη, που ακόμη δεν είχε καν κατέβει από το καράβι και είδε και εμπέδωσε και τον παράδεισο!
Ζαλώθηκαν τα μπαγκάζια τους και ξεκίνησαν για τα rooms to let. Ή αλλιώς, κατά Μέλη περιγραφή, room with a view (α, ρε ταλαίπωρε Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που να φανταζόσουν την κατάντια του έργου σου!). Η «βιού» ήταν τα καλώδια της ΔΕΗ και στο βάθος αχνοφαινόταν η θάλασσα…
Αφού πήρε τηλέφωνο σε όλους τους γνωστούς στο Παλαιό, στο Νέο και στο υπό κατασκευη Φάληρο να δώσει στίγμα και να εκθειάσει το μέρος, θεώρησε ότι η στιγμή που θα έκανε την επίθεση στην ταβέρνα της κυρά-Γιαννούλας της Καλαμιτσιανής κάτω στην παραλία, είχε φτάσει.
Τρείς πήγαν, για 1013 φάγανε! Και να οι αστακομακαρονάδες, και να οι αχινομακαρονάδες και να οι γαριδομακαρονάδες και να οι σαλάτες και να τα ψωμιά…. “άτιμη κοινωνία που άλλους τους κατεβάζεις και άλλους τους ανεβάζεις στα τάρταρα!”
Και να οι αναρτήσεις εν μέσω λαδομπουκίων και παπάρων. «Μαγεία, θεϊκά, ζω ένα όνειρο, η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα, αχ Ελλάδα σ΄αγαπώ» (ξεφτυλίστηκε ο Ρασούλης) και άλλα τέτοια πομπώδη και ζοφερά μαξιμαλιστικά!
Και να οι φωτογραφίες με τις παραλίες απο δώ, και να οι φωτογραφίες με τα φαγητά από κει, και να η μετενσάρκωση του Βασιλάκη Καϊλα «ευτυχία είναι οι διακοπές με τις αδερφές μου, είμαι ευλογημένη» (σαν τη Γκέλυ Μαυροπούλου στην Τήνο, ένα πράγμα)… Στην Κίμωλο αδερφές μου, στην Κίμωλο!
Βέβαια, επειδή δεν ήταν δυνατόν να μην κάνει κάτι το καλλιτεχνικό και το έντεχνο και το κοινωνικά αποδεκτό, μάζεψε πάλι τις φίλες της, που βαριοντουσαν όσο τίποτε αλλά τί να κάνουν, και πήγαν να δουν θεατρική παράσταση. Τις «Ιστορίες του Κάστρου» – ένα έργο μουσειακού θεάτρου, λέει, που μιλάει για μια θείτσα Μαριγούλα που έζησε στην Αμερική την δεκαετία του 1930 και μάλλον γύρισε πίσω στο νησί της και άρχισε να περιπλανιέται μέσα στο κάστρο, σαν την Βουγιουκλάκη στην Αστέρω, και να αναζητάει κάτι, μάλλον τον Δήμο που την είχε αρνηθεί για να πάρει την πλούσια που του προξένευαν οι γονείς του. Τώρα τί έψαχνε η Μαριγούλα κανείς δεν έμαθε ποτέ…μάλλον τον Αντώνη, τον βαρκάρη, τον σερέτη, που βγήκε μια μέρα λέγοντάς της ότι πάει για τσιγάρα στο περίπτερο κι από τότε μην τον είδατε τον Παναή…
Και περνούσαν οι μέρες των Κυκλαδίτικων διακοπών της Μελοπαρέας και η ζωή συνεχιζόταν δίπλα στο κύμα, παρέα με αχινομακαρονάδες, με ποτά και με ξενύχτια….
Την ίδια ώρα, πίσω στην Αθήνα, ζούσε την πιο ανέμελη και ξένοιαστη βδομάδα της ζωής του ο συμπαθής και χαροκαμένος Ζανό! Έκανε ό,τι ήθελε, δεν έδινε λογαριασμό σε κανένα, έπινε μπύρες κια άφηνε τα κουτάκια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού χωρίς να φοβάται μην του έρθει παντόφλα στο κεφάλι, έτρωγε ό,τι του έκανε κέφι και ζούσε το όνειρο της ελευθερίας του, η οποία όμως ήξερε ότι θα είχε ημερομηνία λήξης, μια Κυριακή, που «ποιός το περίμενε πως θα ΄ταν Κυριακή»!