Λόγω αργίας και long – πολύ long όμως – weekend, αποφάσισα να πεταχτώ μέχρι την ανατολίτισσα και φασαριόζικη Ιστανμπούλ. Γενικά τα μέρη που έχουν πολύ ζέστη και υγρασία είναι πιο ευχάριστο να τα επισκέπτεται κανείς είτε άνοιξη, είτε φθινόπωρο. Τα ευχαριστιέται καλύτερα, χωρίς να λούζεται στον ιδρώτα γυρνώντας από δω κι από κει και δεν γίνονται και τα νεύρα του τσατάλια από τις ορδές των τουριστών.
Που λέτε, καμιά βδομάδα πριν, παίρνω τη φίλη μου την Στασούλα και κανονίζουμε καφεδάκι. Πάνω στη συζήτηση της αναφέρω το ταξίδι.
- “Πάω Ιστανμπούλ σε μια βδομάδα, έρχεσαι;” της λέω, περιμένοντας να μου πεί, “ρε συ, δεν γίνεται, έχουν διαβάσματα και εξετάσεις τα παιδιά και ο Πίπης δουλεύει μέχρι αργά”. Και ακούω να μου απαντάει:
- “Καλά, τέλεια ιδέα, δεν έχω ξαναπάει και μια και θα είσαι κι εσύ να με ξεγανήσεις, θα κλείσω εισιτήριο μόλις γυρίσω σπίτι και έρχομαι”!
Για να μη νομίζετε (λέμε τώρα) δηλαδή, ότι μόνο εγώ είμαι, παγκοσμίως, τρελή για δέσιμο 😊 (μεταξύ μας, είμαι, αλλά μην φέρουμε και το ζήτημα στον ΟΗΕ, τώρα!).
Και έτσι, εκεί που θα στηνόμουνα μόνη μου στην ουρά του αεροδρομίου για τον έλεγχο των διαβατηρείων και θα σιχτίριζα, όπως πάντα, τις ορδές και τα καρντάσια που είνqι τα ζώα μου αργά, τώρα θα το έκανα μεν, αλλά με παρέα, δε. Έχει μεγαλύτερη χάρη και αξία να μοιράζεσαι τα πράγματα, n’est-ce pas?
Τα τελευταία 8 χρόνια πηγαινοέρχομαι, μία-δυό φορές το χρόνο, στη λάγνα Ιστανμπούλ, για να δω αγαπημένους φίλους που ζουν εκεί. Για όλους αυτούς, το μέρος έχει κάτι ιδιαίτερο και μοναδικό. Λογικό, αφού κάποιοι είναι γεννημένοι και μεγαλωμένοι εκεί, άρα είναι ο τόπος τους – το σημείο αναφοράς τους, τα βιώματά τους, η ζωή τους – ενώ κάποιοι άλλοι αποφάσισαν να ζήσουν εκεί για τους δικούς τους ιδιαίτερους, αγαπημένους και προσωπικούς λόγους.
Η πρώτη φορά που την επισκέφτηκα ήταν τον Μάϊο του 2010 για τη Φόρμουλα 1 στην Tuzla. Άναυδοι, ε; Κι όμως είναι αλήθεια! Μπορεί να μην είμαι η μετενσάρκωση του Σουμάχερ (προτιμώ το Πεζώ 2), αλλά τρελλαίνομαι για την Φόρμουλα 1 και όποτε μπορώ την ευχαριστιέμαι και ζωντανά. Και νομίζω ότι αν δεν τύχαινε αυτό το γεγονός, δεν θα είχα επισκεφτεί μέχρι σήμερα την πόλη. Τί σου είναι οι συμπτώσεις!
Καλά, μην θεωρήσετε τώρα ότι θα ακολουθήσω την πεπατημένη χιλιάδων, λέγοντας ότι κόβω φλέβες, για την Ιστανμπούλ! Ουχί! you know me better than that! 😊 Yπάρχουν μόνο δύο μέρη στον πλανήτη για τα οποία θα τις έκοβα χωρίς δεύτερη σκέψη, και αυτά σίγουρα δεν βρίσκονται στη γείτονα!
Αλλά, εντάξει, καλούλα είναι κι αυτή, μην την πάρουμε και εντελώς από τα μούτρα. Μου αρέσει, είναι όμορφη, οικεία, λες και βρίσκεσαι σε γνωστή γειτινιά, έχει ένα σωρό ενδιαφέροντα να δεις, η ιστορία της είναι μοναδική, ενώ είναι ταυτόχρονα αστείο και περίεργο να περπατάς στους δρόμους της και να ακούς συχνά-πυκνά ελληνικά.
Τον Μάϊο, είναι ευχάριστη και έχει ένα ιδιαίτερο φως. Βλέπεις με μεγαλύτερη ευκολία τις γωνιές της. Μία τεράστια μητρόπολη, που χρειάζεται αρκετός χρόνος για να την ανακαλύψει κανείς. Και πάντα κάτι θα παραλείπει. Για κάθε τουρίστα που σέβεται τον εαυτό του, το σημείο εκκίνησης της επίσκεψης είναι η παλιά πόλη με τα αξιοθέατα. Το Ορθόδοξο Πατριαρχείο, το Μουσείο Ayasofya, το Μπλε Τζαμί, το Τοπ Καπί, ο Ιππόδρομος, κι ένα σωρό άλλα. Προσωπικά, τα έχω δει τρεις-τέσσερεις φορές και μου είναι υπερ-αρκετές.
Για μένα η πόλη είναι η καθημερινότητα της. Και κυρίως είναι οι περιοχές εκτός. Προς τα χωριά του Βοσπόρου και ιδιαίτερα η Ασιατική πλευρά. Ήρεμα μέρη, χωρίς τη βαβούρα του κέντρου που μου σπάει τα νεύρα. Μπορείς να κάνεις περίπατο δίπλα στη θάλασσα και να δεις μέρη που συνήθως κάποιος δεν βλέπει γιατί “εγκλωβίζεται” στα στάνταρ σημεία επίσκεψης.
Έτσι τα καλύτερα σημεία για να περπατήσω είναι από τη συνοικία Μπεσίκτας και μετά. Μου αρέσει το Ετιλέρ. Ευχαριστιέμαι βόλτα στο Ορτάκιοϊ, στο Αρναβούτκιοϊ, στο Kuzguncuk (στην ασιατική πλευρά).
Ή για ακόμη καλύτερα αποτελέσματα, μια κρουαζιέρα στο Βόσπορο, μέχρι πάνω στη Μαύρη Θάλασσα, είναι ό,τι πρέπει.
Από όλες τις γειτονιές της Ιστανμπούλ προτιμώ δύο: το Καντίκιοϊ και τη Μόντα, και τα δύο στην ασιατική πλευρά. Ανοιχτά μέρη, δεν σε πνίγουν, όπως οι πυκνοκατοικημένες συνοικίες στην Ευρωπαϊκή πλευρά. Το Καντίκιοϊ, μου μοιάζει σαν μια μικρή παραθαλάσσια κωμόπολη με τις γειτονιές της. Η Μόντα, μου θυμίζει επίνειο μιας κομψής μικρής πόλης και μου βγάζει μια χάρη και μια φινέτσα. Δεν θέλω σχόλια. Γούστα είναι αυτά.
Επίσης, αν με ρωτήσετε για φαγητά, είσαστε χαμένοι από χέρι. Οι εκει φιλοι μου, και οχι μονο, ειναι αδιαψευστοι μαρτυρες. Λυπάμαι που θα σας το χαλάσω, αλλά δεν με δελεάζει κάτι ιδιαίτερα. Δεδομένου ότι δεν είμαι κρεατοφάγος, το μόνο που τιμώ είναι το ψάρι και, ενίοτε, το κοτόπουλο (ψάρι κι αυτό καμουφλαρισμένο). Ειδικά, όταν μου τα μαγειρεύουν αναγνωρισμένοι επαγγελματιες της πολίτικης κουζίνας, όπως οι φίλες μου Μαρία και Στέλλα, γεννήματα-θρέμματα της πόλης. Στα γλυκά, δεν θα προδωσω ποτέ των ποτών το γιαννιώτικο κανταϊφι, τον θεϊκό καρυδομπακλαβά της μαμάς μου και το ραβανί της Θρακιώτισσας συμπεθέρας, με ξένα σιροπιαστά γλυκά άλλων χωρών! Γι΄αυτό, όπως έχω δηλώσει και σε δημόσια ομιλία μου στην Πνύκα, ο μόνος που μπορεί να με συγκινήσει, καπως, είναι ο κος Χατζημπεκίρ με τα λουκουμάκια του, τριαντάφυλλο και καϊμάκι.
Μην αρχίζετε τώρα να ξινίζετε μούτρα και να κάνετε γκριμάτσες με αυτές τις δηλώσεις, γιατί θα αποκτήσετε ρυτίδες. Δεν υπονοώ, βέβαια, ότι οι γείτονες και φίλοι δεν διαθέτουν κουζίνα. Και διαθέτουν, και την απολαμβάνουν εκατομμύρια, και την ευχαριστιούνται. Απλώς, αυτή και εγώ από την πρώτη στιγμή που μας σύστησαν, εκεί κάπου στην Ιστικλάλ αν θυμάμαι καλά, δεν συμπαθηθήκαμε ουδόλως. Και, όπως καταλαβαίνετε, δεν ήτο δυνατόν ποτέ να συνάψουμε και διπλωματικές σχέσεις. Διατηρούμε, απλά, μια επιφανειακή συμφωνία πολιτισμένων κυριών. Ναι, το ξέρω, θα μου πείτε, “μα τα περισσότερα από αυτά που τρώμε στην Ελλάδα από κει ήρθαν”. Οκ, ήρθαν. Αλλά, όπως όλοι οι διατροφικοι μετανάστες που σέβονται τον εαυτό τους και τη χώρα που τους φιλοξενεί, ενσωματώθηκαν, εξελίχθηκαν και έγιναν πολύ καλύτερα. Αμ, πώς!
Βέβαια, οι δύο πολίτισσες φίλες μου, που είναι ξεχωριστές περιπτώσεις μαγειρισσών, έχουν καταλάβει την ιδιαιτερότητα του στομαχιού μου και έτσι φροντίζουν πάντα να ευχαριστηθώ φαγάκι και γλυκάκι, του γούστου μου, από τα χεράκια τους. Αυτά περί διατροφής στη γείτονα.
Την ημέρα της άφιξης ο καιρός ήταν πολύ καλός. Στη θάλασσα του Μαρμαρά, πηγαινοέρχονταν τα φορτηγά πλοία πάνω-πάνω-και πιο πάνω-και πολύ πιο παραπάνω, το ενα πισω απο τ’αλλο, κύριοι με μουστάκια και κυρίες με μαντήλες έκαναν την σαββατιάτικη βόλτα τους δίπλα στη θάλασσα παρέα με τους απογόνους τους, η κίνηση των αυτοκινήτων, όπως πάντα, ήταν εξωφρενική και ο οδηγός στο λεωφορείο που μας μετέφερε στο κέντρο της πόλης μας διασκέδαζε με λαϊκές “επιτυχίες” της εποχής, you know, αμανέδες.
Φύσαγα και ξαναφύσαγα.
- “Έλα, ρε, υπομονή”, μου λέει η φίλη Στασούλα.
- “Υπομονή, χρυσή μου, κάνουν και τα λάστιχα, αλλά κάποια στιγμή σκάνε”, της απαντώ, έχοντας εστιάσει την προσοχή μου στα τυχερά φορτηγά-πλοία που δεν αντιμετώπιζαν τίποτε από όλα αυτά και ήρεμα και ξένοιαστα συνέχιζαν το ταξίδι τους στη θάλασσα.
Και μέσα σε αυτή την γενική χαρά και αρμονία, φτάσαμε στο ξενοδοχείο, τακτοποιηθήκαμε και ανεβήκαμε στο top floor για να θαυμάσουμε τη θεα σε ολη την πολη, αλλα κυριως στο Βοσπορο με τις κρεμαστές και ακρέμαστες γέφυρες (δεν ξέρω εσείς τί λέτε, αλλά εμένα οι γέφυρες μου αρέσουν πολύ). 🙂
İnşallah😍😘
LikeLiked by 1 person
Αγαπημένη μου Πεππούλα, να περνάς πάντα όμορφα στα ταξίδια σου, και εμείς μαζί σου. Σ´ευχαριστώ πολύ για την αγάπη σου στο πρόσωπο μου. Μακάρι μια φορά να πάμε και μαζί στην πατρίδα μου. Επίσης να σου πω ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μόδι ή Moda και χάρηκα που σου αρέσουν τα μέρη μου. Στο επανιδείν 💝 Σε φιλώ 😘
LikeLiked by 1 person
Inshallah beraber gidelim Stellacigim, böylelikle ben de lezzitli bir yemek yiyelim 😉 öpüyorum seni canim !
LikeLike