Η κατάκτηση του Βελιγραδίου – Μια Βαλκανική ιστορία διαφορετική από τις άλλες!

Πρόλογος

Όπως λένε και στο χωριό μου, “αν δεν ταιριάζανε δεν θα συμπεθεριάζανε”.

  • “Είσαστε για ένα long week end στο όμορφο Βελιγράδι;” ρώτησε τη Μέλη και τη Λίλη το αμέσως επόμενο πρωϊ, που είχε επιστρέψει (πάλι) από το Βελιγράδι η Φιλίτσα!

Τους το εκθείασε κιόλας λες και έκανε συνοικέσιο για τη μέλλουσα νύφη, δεν ήθελαν πολύ κι αυτές, “τα Βαλκάνια μέσα μου”, και αποφασίστηκε.

Παρατήσανε οικογένειες, συζύγους, εγγόνια, παιδιά, σκυλιά, πήραν τη βαλιτσούλα τους, και μια ωραία πρωϊα που ανθίζαν τα κλαδιά κι έβγαζε η γη χορτάρι, μην έχοντας ακόμη ούτε καν χωνέψει τον πασχαλινό οβελία, προσγειώθηκαν στην πατρίδα του κυρίου Νικόλα Τέσλα.

Κεφάλαιο 1ο

17973583_10210825660735288_171814929583777062_o

Πρώτη έφτασε στη χώρα η Φιλίτσα, για λόγους ασφαλείας.
Ήτανε βράδυ… Αργά … Το κρύο τσουχτερό. Η κίνηση στο αεροδρόμιο Nikola Tesla λιγοστή. Ξάφνου μέσα από το σκοτάδι ξεπρόβαλε μια αντρική φιγούρα με γαλάζιο πουκάμισο και σκούρο μπλε κοστούμι. Στο χέρι κρατούσε ένα ταμπελάκι. Πλησίασε διστακτικά τη Φιλίτσα.

  • “Η κα Φογκ;” τη ρώτησε στα αγγλικά με μία βαθιά βραχνή φωνή.
  • “Η ίδια, χρυσέ μου”, απάντησε η Φιλίτσα χαμογελαστά.
  • “Ονομάζομαι Ζλάβκο και είμαι ο οδηγός από το ξενοδοχείο σας. Ήρθα να σας παραλάβω”, την πληροφόρησε εκείνος.
  • “Hvala”, τον ευχαρίστησε η Φιλίτσα και αφού του έτεινε τη μικρή ροζ βαλιτσούλα της τον ακολούθησε στο αυτοκίνητο.

Ο οδηγός της άνοιξε την πόρτα της μαύρης Μερσέντες και εκείνη μπήκε με χάρη στο πίσω κάθισμα. Η διαδρομή ήταν άνετη. Η διάρκεια γύρω στη μισή ώρα. Φωταγωγημένη όλη η πόλη. Αρκετή κίνηση στο δρόμο.

“Ρομαντική βραδιά”, σκέφτηκε η Φιλίτσα κοιτώντας στα δεξιά της την κρεμαστή γέφυρα της πόλης που το βράδυ ο φωτισμός της έδινε άλλη λάμψη καθώς άστραφτε πάνω από τον ποταμό Σάβα.

Μπαίνοντας στο κέντρο της πόλης, η Φιλίτσα παρατήρησε ότι όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο. Νέοι άνθρωποι οι περισσότεροι, ντόπιοι, αλλά και πολλοί τουρίστες.

Έφτασαν στον ξενοδοχείο. Βγήκε από το αυτοκίνητο και ανεβαίνοντας τις σκάλες που ήταν καλυμένες με κόκκινο βελούδινο χαλί, κατευθύνθηκε στη ρεσεψιόν.

  • “Καλησπέρα, νεαρή μου δεσποινίς, ονομάζομαι Φιλίτσα Φογκ και η βοηθός μου από την Αθήνα έχει κλείσει ήδη δωμάτιο στο όνομά μου, όπως και για τις φίλες μου, Μέλη Καραμέλη και Λίλη Βανίλη, που θα φτάσουν αύριο”, την ενημέρωσε με περισσή χάρη η Φιλίτσα.
  • “Μάλιστα κυρία μου, όλα είναι επιβεβαιωμένα”, απάντησε ευγενικά η υπάλληλος, κοιτάζοντας χαμογελαστα την κομψή μεσήλικη κυρία που είχε μπροστά της. “Η Σβετλάνα θα σας οδηγήσει στο δωμάτιό σας και θα μεταφέρει τη βαλίτσα σας”, συμπλήρωσε και της έδωσε την ηλεκτρονική κάρτα-κλειδί.
  • “Thank you, my dear”, την ευχαρίστησε η Φιλίτσα και ακολούθησε την Σβετλάνα στο ασανσέρ.

Βγαίνοντας από το ασανσέρ, παρατήρησε γύρω της τις κομψές λεπτομέρεις του ξενοδοχείου.

Την ώρα που ξεκλείδωνε την πόρτα του δωματίου, το στόμα τις είχε ξεχυλώσει από το χασμουρητό και το μόνο που σκεφτόταν ήταν να απλώσει κάπου τα γέρικα πόδια της να ξεκουραστούν μετά από όλη την κούραση της ημέρας. Την επόμενη μέρα θα έπρεπε να είναι ξεκούραστη και φρέσκια για να υποδεχτεί τις κολλητές της που θα έφταναν για το σαββατοκύριακο. Φόρεσε τις μεταξωτές πυζάμες, έπεσε στο μαλακό αναπαυτικό στρώμα και παραδόθηκε στις αγκάλες του Μορφέα.

Κεφάλαιο 2ο

Το πρωϊ ξύπνησε μέσα στην καλή χαρά και στα χαμόγελα. Ο ήλιος χλωμούτσικος, αλλά με αισθητή παρουσία. Εκείνη ξεκούραστη και φρέσκια σαν τη φράπα (κι ας μην είχε βάλει ωμά φιλέτα στα μούτρα της) και το μόνο που σκεφτόταν ήταν οι βόλτες και οι περίπατοι στην όμορφη σερβική πρωτεύουσα με τη παρέα της.

Κατέβηκε στην αίθουσα του πρωϊνού, η οποία άστραφτε στα χρυσά και στα ασήμια και όλα τα καλούδια ήταν παρατεταγμένα με στρατιωτική ακρίβεια.

Κάθησε στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο με θέα στη βεράντα με τα λουλούδια. Στο πιάνο, ο καλλιτέχνης έπαιζε απαλή χαλαρή πρωϊνή μουσική.

Παρήγγειλε καφέ, σκέτο, φυσικό χυμό πορτοκαλιού και μια ομελέτα. Δεν ήθελε να φουσκώσει γιατί δεν θα μπορούσε να ευχαριστηθεί τη βόλτα της με τις φίλες της. Το μεσημέρι, όμως, θα του έδινε να καταλάβει. Θα έτρωγε μέχρι και τον σερβιτόρο! Και μετά σιέστα.

Την ώρα που έπινε την τελευταία γουλιά από τον καφέ της χτύπησε το τηλέφωνο.

  • “Just landed, φιλενάδα!”, την πληροφόρησε η Μέλη από την άλλη άκρη του τηλεφώνου. “Παίρνουμε με τη Λίλη το ταξί και εντός ολίγου αριβάρουμε”.
  • “Αντε, ρε σεις, σας περιμένω πώς και πώς!”, απάντησε η Φιλίτσα.

DSC_1095

Μέχρι να χαζέψει λίγο ένα περιοδικό και να φάει μια crème brûlée, έφτασαν και οι άλλες κυρίες. Σηκώθηκε και πήγε στην ρεσεψιόν να τις προϋπαντήσει.

Η Μέλη και η Λίλη, με αέρα αστέρων του Χόλυγουντ, ανέβαιναν το κόκκινο χαλί με χαμόγελα. Η τζαμένια πόρτα άνοιξε και οι δυο φίλες εισήλθαν στο λόμπυ όπου τις περίμενε η Φιλίτσα. Στριγκλιές χαράς και φωνές που ανάσταιναν και νεκρούς! Μέχρι και οι φιγούρες από την ταπισερί της εισόδου της ρεσεψιόν σταυροκοπιούνταν. Η ρεσεψιονίστ είχε γουρλώσει τα μάτια της και προσπαθούσε να συνέλθει από τον θόρυβο του τρίο των παλαβών μεσήλικων κυριών. “Σε κάθε σπίτι ένας τρελός στο δικό μας όλοι”, μουρμούρισε από μέσα της και ξαναφόρεσε το χαμόγελό της για να εξυπηρετήσει τις νεοαφιχθείσες κυρίες.

17952587_1150949321681259_5573373772396145941_n

Αφού τελείωσαν τα διαδικαστικά, πήραν τις ηλεκτρονικές τους κάρτες-κλειδιά και κατευθύνθηκαν και οι τρεις, σχεδόν χοροπηδώντας, προς το ασανσέρ. Η υπάλληλος ξανασταυροκοπήθηκε (καθότι ορθόδοξη Σέρβα) και ψιθυρίζοντας στον εαυτό της, “μην ξεχάσω να πάρω ένα πονστάν να ηρεμήσουν τα νεύρα μου”, συνέχισε την εργασία της.

Οι τρείς φίλες, άλλαξαν, έβαλαν τα εκδρομικά τους ρούχα, πήραν τις τσάντες τους και εξήλθαν του ξενοδοχείου για να ξεκινήσουν τη βόλτα τους.

Ξεναγός θα ήταν η Φιλίτσα, καθότι γνώριζε ήδη την πόλη, από τότε που ο κος Τίτο έπαιζε με κοντά παντελονάκια στην πλατεία της γειτονιάς του. Αλλά και να μην την γνώριζε πάλι αυτή θα ξεναγούσε!

Κεφάλαιο 3ο

Αποφασισμένες να δουν όσα περισσότερα μπορούσαν, αποφάσισαν να ξεκινήσουν από τα κλασσικά. Πρώτα πέρασαν από το Κοινοβούλιο, το Προεδρικό Μέγαρο και το Δημαρχείο στο πάρκο Pionirski. Η Φιλίτσα εξηγούσε και η Μέλη με τη Λίλη “οργίαζαν” να βγάζουν επιφωνήματα θαυμασμού και να απαθανατίζουν κάθε ντουβάρι και σοβαντιπί των ομολογουμένως εντυπωσιακών κτηρίων. Απέναντι από το Κοινοβούλιο, διασταυρώθηκαν με το “τερατώδες” κτήριο του Ταχυδρομείου και έμειναν εκστασιασμένες. “Πω, πω φαντάσου τί γινόταν εδώ μέσα σε άλλες εποχές”, σκέφτηκαν φωναχτά και οι τρείς.

DSC_1107

Όμως οι νεοαφιχθείσες κυρίες δεν είχαν σκοπό να περπατούν με ρυθμό ταχύτερο της χελώνας και η ξεναγός Φιλίτσα είχε αρχίσει να τα παίρνει στο κρανίο.

  • “Παιδιά, με αυτό το ρυθμό δεν πρόκειται να δούμε ούτε δύο τετράγωνα! Κουνηθείτε!”, φώναζε, μάταια.

Ξεκολλώντας, κάποια στιγμή, συνέχισαν την κάθοδο της λεωφόρου Kralja Aleksandra, και στρίβοντας στην οδό Takovska συνάντησαν την όμορφη εκκλησία του Αγίου Μάρκου μέσα στο ωραιότατο πάρκο Tasmajdan.

DSC_0210

Εκεί πια άρχισε να παραληρεί η Μέλη. Και τί ωραίο πάρκο, και τί σιντριβάνια, και τί λουλούδια, και τί αγάλματα και τί το ένα και τί το άλλο. Και να φωτογραφίες από δω και να σέλφι από κει, και “ας κάτσουμε στο παγκάκι να καπνίσω ένα τσιγαράκι” από την άλλη. Αφού έπρηξε την ομάδα, αποφάσισε να συνεχίσει.

Κατέβηκαν την οδό Beogradska και φτάνοντας στην στρογγυλή πλατεία Slavija έστριψαν αριστερά στην οδό Svetog Save όπου ήρθαν τετ-α-τετ με για την μεγαλύτερη ορθόδοξη εκκλησία στον κόσμο. Δεν έχει τελειώσει ακόμη, γιατί λεφτά γιοκ, αλλά είναι ανοιχτή στο κοινό που μπορεί να θαυμάσει το εσωτερικό της.

Τελειώνοντας το τουριστικό τους καθήκον στην εκκλησία, λίγο κουρασμένες από τον ποδαρόδρομο, αλλά και πεινασμένες, αποφάσισαν να κάνουν μια στάση σε ένα τεϊοποιείον για τσάι και γλυκό. Το ένα έφερε το άλλο και το αποτέλεσμα γνωστό. Ξεσκίστηκαν στα γλυκά! Φοβήθηκε το μάτι της σερβιτόρας. Το μαγαζί δε, απίστευτο! Και οι τρεις σαν τρελές βάλθηκαν να το φωτογραφίζουν. Οι υπόλοιποι πελάτες δεν τολμούσαν να πουν τίποτε. Τρείς παλαβές γριούλες, τί να τους πει κανείς! Κάποτε εδέησε ο Θεός και έφυγαν. Είχαν ακόμη αρκετά να δουν μέχρι τη βραδινή επιστροφή στο ξενοδοχείο.

Πήραν τη Λεωφόρο Kralja Milana, πέρασαν μπροστά από το Γιουγκοσλαβικό Θέατρο Δράματος, την Πλατεία των Λουλουδιών με το άγαλμα του γνωστού συγγραφέα Μπόρισλαβ Πέκιτς, χάζεψαν, τον ψηλό πύργο Beogradanska, που στέκει τεράστιος στο κέντρο της πόλης, φωτογραφήθηκαν στα χρωματιστά νερά του φωτισμένου πίσω μέρους του Προεδρικού Μεγάρου και άρχισαν να συζητούν για το βράδυ.

“Κορίτσια, είμαι κουρασμένη και δεν θα δεχτώ κουβέντα για φαγητό αλλού, πλην του χαϊλατου εστιατορίου του ξενοδοχείου μας. Παίζει και ζωντανή μουσική πιάνο, εγώ είμαι ρομαντική, ο Ζανό όταν τρώμε δεν μου βάζει ούτε ηπειρώτικα κλαρίνα ν’ακούσω άρα ο κύβος ερίφθη. Επιπλέον πρέπει να κάνω ένα μασάζ στο σπα να χαλαρώσω, γιατί θα χάσω αυτές τις μέρες τη γιόγκα και δεν μπορώ να θέσω σε κίνδυνο την ψυχική μου ηρεμία!”, δήλωσε η Αιγύπτια Κλεοπάτρα – Μέλη.

Η Λίλη η φουκαριάρα, ήσυχη σαν την λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, δεν έβγαζε κιχ.

Τη Φιλίτσα την είχαν ακούσει μέχρι το Ντουμπάι από τις φωνές για τα κουλά που ξεστόμιζε η Μέλη. Και σφού τη φασκέλωσε δύο τρεις φορές, ανέβηκαν όλες το κόκκινο χαλί της εισόδου του ξενοδοχείου και κατευθύνθηκαν στα δωμάτια τους.

Το βράδυ, στολίστηκαν, παρφουμαρίστηκαν και κατέβηκαν στην αίθουσα του εστιατορίου Τσαϊκόφσκι.

Το πιάνο παιάνιζε και η Μέλη έλιωνε.

Πλησιάζουν και οι τρείς τον μετρ.

  • “Αγαπητέ μου θα θέλαμε ένα τραπέζι για τρεις, κοντά στο πιάνο και στη τζαμαρία για να βλέπουμε έξω. Επίσης, πριν μας φέρετε τον κατάλογο με το μενού, παρακαλώ να μας φέρετε τρία ποτήρια σαμπάνια διότι θέλουμε να κάνουμε μια πρόποση μεταξύ μας”, του λέει η Φιλίτσα και ολοκληρώνει τη φράση με ένα γοητευτικό χαμόγελο.

Ο σερβιτόρος στα πρόθυρα κρίσης και κοιτώντας τες με το βλέμμα της τρελλής αγελάδας, παρακάλεσε τις τρεις ηλικιωμένες κυρίες να περιμένουν δύο λεπτά μέχρι να ετοιμαστεί το τραπέζι τους.

  • “Παρακαλώ, μην καθυστερήσουμε πολύ γιατί αυτή είναι η ώρα που με παίρνει ο Ζανό για καληνύχτα και δεν μπορώ να μιλάω όρθια με το αγαπάκι!”, ολοκλήρωσε το βραδινό ντελίριο η Μέλη, στέλνοντας το σερβιτόρο στον προϊστάμενό του για να ζητήσει άδεια για το υπόλοιπο της βάρδιας του.
  • “Πολύ μυγιάγγιχτος μου φάνηκε ο εργαζόμενος, δεν συμφωνείτε;”, ρώτησε τις φίλες της η Φιλίτσα την ώρα που κατευθύνονταν στο τραπέζι δίπλα στο πιάνο. Σιγά εκείνες μη και δεν συμφωνούσαν. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

Αφού διάβασαν το μενού, έδωσαν την παραγγελία τους. Ως πρώτο σούπα λαχανικών, ελαφριά. Ως κυρίως αναστέναξαν οι κατσαρόλες και τα στομάχια. Θέλανε να δοκιμάσουν τοπικές σπεσιαλιτέ τα βόδια, στις εννιάμισι το βράδυ! Πήραν κρασί, συν τη σαμπάνια που είχαν κατεβάσει, και ως επιστέγασμα της βραδιάς να και κάτι γλυκά για να διατηρηθεί το ζάκχαρο στα… ανώτατα όρια του.

Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν να βογκάνε σαν γαϊδούρια όλο το βράδυ, γριές γυναίκες. Αντί να περιοριστούν σε ένα λαϊτ γιαουρτάκι με μια φρυγανιά, περιδρόμιασαν σαν φορτηγατζήδες στην αγορά του Ρέντη!

Κεφάλαιο 4ο

Το πρωϊνό του Σαββάτου ξημέρωσε λίγο συννεφιασμένο με αραιά διαστήματα ηλιοφάνειας μέχρι να αποφασίσει ότι τελικά θα έμενε συννεφιασμένο.

Οι τρείς κυρίες κατέβηκαν στην αίθουσα του πρωϊνού. Στο πιάνο ο γοητευτικός πιανίστας, έδινε τον καλύτερό του εαυτό με σοφτ μελωδίες. Κάθησαν στο κεντρικό τραπέζι δίπλα στη τζαμαρία.

Έξω είχαν ξεκινήσει οι εκδηλώσεις για τον 30ο Μαραθώνιο του Βελιγραδίου. Κόσμος και ντουνιάς μέσας και έξω από το ξενοδοχείο.

Αφού έβαλαν τον καφέ τους, εσπρέσο, γέμισαν τα πιάτα τους σαν να είχανε να φάνε από την Κατοχή και πήραν θέση μάχης απέναντι από τα μαχαιροπήρουνα και τις λινές πετσέτες που ο ευγενικός σερβιτόρος είχε τοποθετήσει στο τραπέζι τους.

18034129_1151738478269010_509958404846344373_n

Μέσα σε μία ώρα είχαν ξετινάξει όλο το μπουφέ και κόντεψαν να φάνε και τα απομεινάρια από τα πιάτα των διπλανών!

Ώσπου συνειδητοποίησαν ότι έχουν γίνει ρεζίλι όλων των Βαλκανίων, σηκώθηκαν όσο πιο αθόρυβα γινόταν, πήραν τις τσάντες του και εξήλθαν για την ανακάλυψη νέων αξοθέατων της τελευταίας μέρας της εκδρομής τους.

Κατέβηκαν την οδό Terazije και έφτασαν στην αρχή του γνωστότερου και πιο ωραίου πεζόδρομου του Βελιγραδίου, την Knez Mihailova. Βγήκαν στην Πλατεία Δημοκρατίας με τα συντριβάνια, το άγαλμα του Πρίγκηπα Μιχαήλ και το Εθνικό Μουσείο και συνέχισαν απέναντι στην οδό Francuska όπου είναι το Εθνικό Θέατρο. Είχαν ως τελικό προορισμό την μποέμικη, γραφική και πανέμορφη Skandarlija, ένα δρόμο, μια περιοχή γεμάτη σέρβικες ταβέρνες και ντόπιες σπεσιαλιτέ και σέρβικη λαϊκή μουσική που κινείται πραγματικά στους δικούς της ρυθμούς.

Ένα μέρος όπου γίνεται πάντα το αδιαχώρητο, που σφύζει από ζωή και που είναι αδύνατον να βρείς έστω και σκαλοπατάκι να κάτσεις αν δεν έχεις κάνει κράτηση.

Χαζεύοντας και οι τρείς δεξιά και αριστερά δεν ήξεραν τί να πρωτοθαυμάσουν.
Ο γύρος τις επανέφερε προς τον πεζόδρομο Knez Mihailova για να το διαβούν ως το τέλος του και να πάνε στο περίφημο κάστρο Kalemegdan.

Ο πεζόδρομος είναι πραγματικά ένα κόσμημα απ΄άκρη σ΄άκρη. Γεμάτος υπέροχα κτήρια, καφέ, μαγαζιά, κόσμο, υπαίθριους μουσικούς να παίζουν στο βιολί το υπέροχο, λατρεμένο τάνγκο “Por una cabeza” και να κάνουν την Φιλίτσα κομμάτια, σαν κανάτι Αιγηνίτικο. Κλόουν να φτιάχνουν πλαστικά παιχνίδια για τα πιτσιρίκια, κιόσκια να πουλάνε μοσχομυριστό ποπ-κορν.

Ένα σωρό δρώμενα γίνονται στον πεζόδρομο. Από διαδηλώσεις (γιατί δεν ξέρουμε, δεν γνωρίζουμε τη γλώσσα και βαρεθήκαμε να ρωτήσουμε), μπάντες τουΔήμου να παιανίζουν, μέχρι θρησκευτική πορεία παλιοημερολογητών (αν καταλάβαμε σωστά. Αλλά κι αν δεν καταλάβαμε, “we are not going to paint it black”, που λένε και στο χωριό μου).

Στο τελείωμα του δρόμου, εμφανίστηκε μπροστά τους η είσοδος του καταπληκτικής κάστρου και πάρκου Kalemegdan, το οποίο αγναντεύει αγέρωχο τον ποταμό Σάβα και τον ποταμό Δούναβη που διασχίζουν το Βελιγράδι και το κάνουν μοναδικό.

Είναι το αγαπημένο μέρος των ντόπιων. Ο χώρος συνάντησης και βόλτας, ο χώρος για ρομαντικούς περιπάτους και ρεμβάσματα στα νερά των ποταμιών. Το μέρος που θα κάτσεις σε ένα παγκάκι με θέα το Σάβα και το μαγευτικό νησάκι Ada και θα αδειάζεις το μυαλό σου από κάθε σκέψη.

Το μέρος που θα ταξιδεύεις εκεί που θέλει το μυαλό. Το μέρος που θα περάσεις ώρες ησυχίας και ευχαρίστησης. Που θα θαυμάσεις το υπαίθριο Πολεμικό Μουσείο, τον Ζωολογικό κήπο με τους δεινόσαυρους, το μέρος όπου θα καταναλώσεις άπειρες ώρες για να απαθανατίζεις με την κάμερά σου κάθε γωνιά και κάθε θέα που σου χαρίζει.

Οι τρείς φίλες δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν βέβαια εξαίρεση.

Η Μέλη δε, το αποτελείωσε όταν σε ανύποπτη στιγμή τηλεφώνησε στον συμβίο και απαίτησε να της νοικιάσει άνετο τριάρι διαμέρισμα με θέα τον Δούναβη, όπου θα μπορεί να έρχεται τα σαββατοκύριακα με τις φίλες της.

  • ” Ή διαμέρισμα με θέα τον Δούναβη, ή χωρίζουμε Ζανό. Αποφάσισε!”
  • ” Το να χωρίσουμε θα μου έρθει φθηνότερα, οπότε διαλέγω το δεύτερο”, της απάντησε αυτός απηυδυσμένος.

Μην περιμένοντας όμως τέτοια δυναμική αντίδραση η Μέλη, κόντεψε να πνιγεί. Καταλαβαίνοντας ότι το είχε παρατραβήξει, πήρε το ναζιάρικο Μελοστύλ και με ύφος σαρανταπέντε Βουγιουκλάκηδων λέει στο Ζανό:

  • “Έλα βρε αγαπάκι, αστευόμουνα”. Του έστειλε ένα εκατομμύριο φιλιά, και επανήλθε στα συγκαλά της (μέχρι το επόμενο χτύπημα).

Η μέρα. όμως, δεν είχε ακόμη τελειώσει. Για να ολοκληρωθεί απέμενε η κρουαζιέρα στον Δούναβη που είχαν ήδη κανονίσει από το πρωί.

Περπάτησαν μέχρι το σημείο συνάντησης με το υπόλοιπο γκρούπ. Η οδηγός του γκρούπ, μια ψηλή, άχαρη, εντελώς βλαμμένη, νέα κοπέλα με ένα τεράστιο χαρτόνι στην πλάτη (λες και είχε πάθει λουμπάγκο), όπου αναγράφονταν όλες οι λεπτομέρειες της κρουαζιέρας. Κάποια στιγμή δίνει το σύνθημα να ξεκινήσουν. Κατεβαίνοντας προς την Γαλλική Πρεσβεία, συνειδητοποιεί ότι της λείπουν τρία άτομα από το γκρούπ, τα οποία έτρεχαν πανικόβλητα να προλάβουν τους υπόλοιπους. Οι υπόλοιποι τράβαγαν τα μαλλιά τους, κάποια κατίνα έτρωγε ηλιόσπορους και τους πέταγε κάτω (“βλαχάρα, έτσι κάνουν στο χωριό σου;!”).

Αφού μαζεύτηκε όλο το κοπάδι, μετρήθηκαν τα κεφάλια και βγήκαν σωστά, κατέβηκαν τα γραφικά σκαλάκια που οδηγούσαν προς το ποτάμι και επιβιβάστηκαν στο ποταμόπλοιο, περνώντας από το ένα πλοίο στο άλλο σαν Αφγανοί λαθρομετανάστες που προσπαθούν να ξεφύγουν από το Λιμενικό.

Και η κρουαζιέρα άρχισε. Ο ξεναγός να μη βάζει γλώσσα μέσα του. Δεν έπαιρνε ούτε ανάσα. Ανάμεσα στην ξενάγηση, έμαθαν όλη της οικογενειακή του ιστορία, ότι θέλει να νοικιάσει ένα κυριλέ διαμέρισμα με θέα τον ποταμό για να βλέπει τα πλοιάρια να σουλατσάρουν, ότι είναι ένας φτωχός πλην τίμιος νέος που για την κακή του τύχη παντρεύτηκε μικρός και τώρα χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο και διάφορα άλλα που ανακατεύονταν με τα μνημεία, τις εξηγήσεις, τις γέφυρες και την ιστορία της Σερβικής πρωτεύουσας.

Η Φιλίτσα, για να μην εγκληματίσει, πέρασε όλη την ώρα στην κουπαστή, με το κρύο και τ΄αγιάζι, βγάζοντας χιλιάδες φωτογραφίες και ονειρευόταν κήπους με τριαντάφυλλα.
Η Μέλη, είχε στρογγυλοκαθίσει στο σαλόνι του πλοιαρίου και άκουγε προσεκτικά τον ξεναγό μην τυχόν και της ξεφύγει κανένα τούβλο από τα νέα προς οικοδόμηση κτήρια.
Η Λίλη, πηγαινοερχόταν μέσα έξω για να τα προλάβει όλα.

Και το πλοιάριο αρμένιζε στα ήσυχα νερά του Δούναβη, στο λιόγερμα. Και οι τρείς φίλες, ερωτευόντουσαν την πόλη όλο και περισσότερο.
Και όσο το σούρουπο έπεφτε, τόσο δεν ήθελαν να τελειώσει η βόλτα. Ο Δούναβης και ο Σάβας μέσα από τα μαγικά νερά τους τις μετέφεραν σε γλυκές, ήρεμες, ζεστές εικόνες.

IMG_20170422_191708_507

Επίλογος

Όμως όλα τα ωραία κάποια στιγμή φτάνουν στο τέλος. Έτσι και η κρουαζιέρα. Είχε ήδη νυχτώσει.
Και οι τρείς σκέφτηκαν ότι το τελευταίο βράδυ στο Βελιγράδι είχε ολοκληρωθεί με τον καλύτερο τρόπο.
Ταυτόχρονα, το επόμενο ραντεβού είχε ήδη δοθεί. Δεν θα αργούσε.
Τα ωραία πράγματα δεν πρέπει να τα αφήνεις να περιμένουν. Ανυπομονούν να τα ξαναβρείς. Ανυπομονείς να ξανάρθεις. Ανυπομονείς να δείς όλες τις ομορφιές που κρύβει η πόλη και που δεν σταματούν ποτέ να σε μαγεύουν!

17966247_10210848951357539_5531772261570011117_o

 

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s