Τα ισπανικά, από την πρώτη στιγμή που τα συνάντησε, αποτέλεσαν για την Φιλίτσα τη δεύτερη γλώσσα της καρδιάς της. Έφηβη ήταν, και όπως γνωρίζουμε η καρδιά σ΄αυτή την ηλικία δεν έχει λογική. Πόσο μάλλον η καρδιά της Φιλίτσας. Από μικρή είχε ιδιαίτερη κλίση στις γλώσσες (τις ξένες, όχι τις μοσχαρίσιες, ούτε τις χοιρινές). Ξεκίνησε και προχωρούσε, σαν τα παιδιά του Πειραιά. Και ένα, και δύο, και τρία, και … …
Και κάπου εκεί μεταξύ του bonjour, του goodmorning και του buongiorno, τσουπ, αποφάσισε να εισβάλει, στην ελληνική αγορά, η Μπάρμπαρα Κάρτλαντ με τα αισθηματικά της βιβλιαράκια τύπου Άρλεκιν και να ενθρονίσει στην καρδιά της έφηβης Φιλίτσας ένα buenos días μεγαλύτερο και από το κεφάλι της.
Μελαμψοί Μεξικάνοι με θεληματικά πηγούνια, Αργεντίνοι γκάουτσος, Ισπανοί Δον Ζουάν με μάτια φωτιά και ατάκες εις άψογον ισπανική να πηγαινοέρχονται στις σελίδες των βιβλίων. Δεν ήθελε και πολύ για να ερωτοχτυπηθεί η Φιλίτσα με το Ισπανικό Βασίλειο και με όλες του τις, προς δυσμάς, αποικίες.
Αργεντινή άκουγε και βούρκωνε. Για το Περού διάβαζε και φαντασιωνόταν τον εαυτό της σαν την Μαρία της Γειτονιάς. Μεταφερόταν, από τις Άνδεις στην Παταγωνία και από τους Τσιάπας στη Ζούγκλα του Αμαζονίου.
Έπαιρνε το cuaderno της και έγραφε και σημείωνε κάθε ισπανική λέξη και φράση που έβρισκε στα αισθηματικά βιβλιαράκια. Τόπους, μέρη, ονόματα, συνήθειες, τα πάντα. Επαναλάμβανε τις λέξεις με προφορά και με ταμπεραμέντο που τύφλα να ΄χε μπροστά της η Μαργατίτα Κάρμεν Κανσίνο, μετέπειτα Ρίτα Χέϊγουορθ.
Και επειδή η Φιλίτσα όταν βάλει κάτι στο μυαλό της, θα το κάνει ο κόσμος να χαλάσει, δεν έχασε καθόλου χρόνο. Δήλωσε ορθά κοφτά στην οικογένεια ότι ο λατινικός κύβος ερρίφθη και ότι ξεκινάει την εκμάθηση της ισπανικής γλώσσας στο Ισπανικό Μορφωτικό Ινστιτούτο. Και μια ωραία πρωϊα, εκεί στα μέσα του ΄80, ροβόλησε κατά Κολωνάκι μεριά, για την εγγραφή.
Πήρε και τα βιβλία και άρχισε τα μαθήματα. Θα τα μάθαινε όλα φαρσί, «με το θιθ και με το θαθ».
Και με κάθε σελίδα των βιβλίων που γυρνούσε, εκστασιαζόταν.
“Βρε, μπας και έχω κανένα χαμένο θείο στο Μάτσου Πίκτσου και δεν το ξέρω;” μονολογούσε, προσπαθώντας να καταλάβει πώς είχε φάει τέτοιο κόλλημα και πετριά με τη γλώσσα.
Ανεβοκατέβαινε στο Κολωνάκι και μπαινόβγαινε στο Ινστιτούτο και έψαχνε απο δω και έψαχνε απο κεί και οργάνωνε ήδη το ισπανόφωνο μέλλον της και αισθανόταν σαν τον Δον Κιχώτη, τον Εμιλιάνο Σαπάτα, τον Ζορρό, την Εβίτα Περόν και τον Κομαντάντε Κάρλος. Όταν δε, «διασταυρώθηκε» αργότερα με τον Τσε, έπαθε ολικό εγκεφαλικό, αλλά αυτό ειναι μια άλλη εξωτική ιστορία.
Τελικά, αναζητώντας τυχόν ισπανολατινορίζες και αφού έκανε όλες τις εξετάσεις DNA, προέκυψε ότι δεν είχε συγγένεια ούτε με τους Ίνκας, ούτε με τους Μάγιας και άρα δεν είχε ούτε θείο στο Μάτσου Πίκτσου.
Έτσι συμβιβάστηκε να συγγενέψει μέσα από την ανάγνωση διαφόρων λογοτεχνικών βιβλίων και εξερευνητών.
Και ξεζούμιζε τον Θερβάντες και κατάπινε τον Μεντόθα και δεν χόρταινε τον Λόρκα.
Με τον Δον Κιχώτη κοιμόταν, με τον Ισπανικό Εμφύλιο ξυπνούσε. Έπινε τσάι με τη Δουλτσινέα και έτρωγε empanadas με την Ισαμπέλ Αγιέντε. Με φλαμένκο άνοιγε τα μάτια της το πρωϊ, με μεξικάνικες ραντσέρας γλάρωνε το βράδυ. Με πάσο-ντόμπλε έτρωγε, με τάνγκο χώνευε.
Και περνούσαν τα χρόνια και θριάμβευε η Φιλίτσα. Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ωρίμασε, ήρθε και η ώρα των γνωριμιών που σημαδεύουν τη ζωή του ανθρώπου και τον ακολουθούν σε όλα του τα μετέπειτα βήματά του.
Οι κύριοι Νερούδα, Σεπούλβεδα, Κορτάζαρ, Βάρκας Γιόσα, Γκαρσία Μάρκες, Μπόρχες, Μαρτί, Ετσενίκε, θα ήταν στο εξής ο στενός, προσωπικός κύκλος της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνικής της γκάμας.
Έφτασε κάποια εποχή που στην τσάντα της είχε πιο πολλά ισπανικά βιβλία παρά χαρτομάντηλα. Τα βιβλία αγοράζονταν με καροτσάκια, η βιβλιοθήκη ξεχείλισε και χρειάστηκε επέκταση.
Και ενώ τα γαλλικά της βιβλία τα μουτζούρωνε, τα σημείωνε, τα ζωγράφιζε και γενικά τα πέρναγε από τα μαρτυρια του Ταντάλου, τα ισπανικά τα είχε σαν πορσελάνινες κούκλες μη μου άπτου. Ούτε που τα τσάκιζε! Για σημειώσεις δε, όχι μόνο δεν περνούσε από το μυαλό της αλλά της ξυπνούσαν δολοφονικά ένστικτα και μόνο στη σκέψη.
Γι΄αυτό είχε το τετραδιάκι της και το σημειωματάριό της και σημείωνε από δω, σημείωνε απο κεί, κάθε απόφθεγμα και κάθε παράγραφο και κάθε λέξη.
Και τα χρόνια διαδέχονταν το ένα το άλλο και ανάμεσα στα διαβάσματα και τις εξετάσεις, μεσολαβούσαν οι ώρες ύπνου κατά τις οποίες η Φιλίτσα κοιμόταν και ξυπνούσε με ισπανόφωνα όνειρα.
Στο πρώτο όνειρο, έτρεχε με ξέπλεκες κοτσίδες στην Παταγωνία και κοιμόταν κάτω από τα αργεντίνικα αστέρια με μουσική υπόκρουση τάνγκο.
Συνέχιζε στο δεύτερο, με ανάβαση στις Άνδεις παρέα με έναν κόνδορα και παίζοντας φλογέρα.
Στο τρίτο, έκανε μια στάση να πιεί έναν μυρωδάτο καφέ με τον Ντανιέλ τον Ορτέγα και από το τέταρτο και πέρα χανόταν μέσα στις μουσικές της Σουζάνα Μπάκα, της Τσαμπούκα Γκράντα, του Κάρλος Γαρδέλ, του Τρίο Λος Πάντσος, των Ματαμόρος και ό,τι άλλο μπορεί να περάσει από το μυαλό του ανθρώπου.
Και για να μην μακρυγορούμε, όταν ολοκληρώθηκε ο κύκλος και έβαλε στη συλλογή και τη γλώσσα του Θερβάντες, αισθανόταν πια σαν τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, «είμαι ο βασιλιάς του κόσμου».
Και μέσα από διάφορες συγκυρίες και υπομονή, από δω το είχε από κει το είχε, κατάφερε και “τρούπωσε” εκεί που είναι σήμερα. Και επειδή η τρούπα είναι πολυπολιτισμική, η ισπανόφωνη αγάπη της ήρθε και εδραιώθηκε. Και χάρη σ΄αυτή την εδραίωση, ο ισπανόφωνος κόσμος τριγυρνάει γύρω από την Φιλίτσα και εκείνη γύρω από αυτόν.
Και δεν υπάρχει τίποτε αυτής της καταγωγής που να μην έχει μπει στην καρδιά της. Από κουλτούρα μέχρι μαγειρική, από μουσική μέχρι χορό, από ιστορία μέχρι περιοδικά, από τους ανθρώπους μέχρι τις ίδιες τις χώρες. Από …. όλα! Tα πάντα!
Και το μόνο που μπορεί κάποιος σε μια τέτοια περίπτωση, είναι να αναφωνίσει: Hasta la victoria siempre! 🙂