Διάβαζα χθες βράδυ, σε ένα διαδικτυακό ενημερωτικό σάϊτ, ένα πολύ καλό άρθρο για τον ποιητή Ν. Καββαδία. Αργότερα καθώς εξερευνούσα τη λίστα μου με τα πιο αγαπημένα τραγούδια, “έπεσα” πάνω σε αυτό το τραγούδι. Ό,τι και να σημαίνει ο τίτλος “Φάτα Μοργκάνα”, είτε ουράνιο φαινόμενο, είτε αντικατοπτρισμός, είτε μυθική μάγισσα, είτε μοίρα, είτε τύχη, η ουσία παραμένει η ίδια: Σε μαγεύει και σε ταξιδεύει! Οι ονειρικοί και πιο ερωτικοί στίχοι βρίσκουν την ωραιότερη τους μουσικότητα. Θεία μουσική, θεία φωνή, σαν κελάρισμα νερού, δεμένη με θείες λέξεις! Η καλύτερη μελοποίηση που έχει γίνει ποτέ στο ωραιότερο (προσωπική άποψη) ποίημα του Ν. Καββαδία.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Μ. Χατζιδάκις, είχε δηλώσει ότι “το καλύτερο τραγούδι της δεκαετίας του ’70 ήταν το Fata Morgana της Μαρίζας Κωχ”!
“Θά μεταλάβω μέ νερό θαλασσινό, στάλα τή στάλα συναγμένο ἀπ’ τό κορμί σου
σέ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό, ποῦ κοινωνοῦσαν πειρατές πρίν πολεμήσουν.
Πούθ’ ἔρχεσαι; Ἀπ’ τή Βαβυλώνα. Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα. Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πανί δερμάτινο, ἀλειμμένο μέ κερί, ὀσμή ἀπό κέδρο, ἀπό λιβάνι, ἀπό βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σέ παλιό σκαρί χτισμένο τότε στόν Εὐφράτη στή Φοινίκη.
Πούθ’ ἔρχεσαι; Ἀπ’ τή Βαβυλώνα. Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα. Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Σκουριά πυροχρωμη στίς μίνες τοῦ Σινᾶ. Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καί τό Στρατόνι.
Τό ἐπίχρισμα. Ἡ ἅγια σκουριά πού μᾶς γεννᾶ, Μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπό μας, καί μᾶς σκοτώνει.
Πούθ’ ἔρχεσαι; Ἀπ’ τή Βαβυλώνα. Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα. Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.”