Δηλαδή, τα είχατε ψήσει; Όχι, δεν προλάβαμε. Ορίστε, ορίστε, ένας έρωτας που έμεινε ωμός!

people-1082897_960_720

Ο Χαρίλαος και η Ευριδίκη είναι κολλητοί φίλοι από το Γυμνάσιο. Σαν αδέρφια. Ο Χαρίλαος, ως άντρας την έχει δει και καλά προστάτης και συμβουλάτορας της φιλενάδας του και όποτε της συμβαίνει κάτι προσπαθεί να της βάλει μυαλό. Και σχεδόν πάντα τα καταφέρνει. Αυτή τη φορά, η Ευριδίκη δάγκωσε τη λαμαρίνα και ο Χαρίλαος την περνά γενιές δεκατέσσερεις. Ο τηλεφωνικός διάλογος που ακολουθεί απολαυστικός. Ο Χαρίλαος, είναι ο από μηχανής θεός, που βάζει τα πράγματα στη θέση τους και δίνει λύσεις σε όλα.

– Για λέγε, τί έπαθες και είσαι σαν τη Μεγάλη Παρασκευή;

– Εγώ Χαρίλαε, ονειρευόμουν κήπους με τριαντάφυλλα!

– Ας μου το έλεγες, μωρή, από την αρχή, να σου φέρω έναν περιβολάρη!

– Κορόϊδευε εσύ. Εγώ, όμως, όταν τον είδα, έτσι όπως στεκόταν, ψηλός, ευγενικός, αρρενωπός, με ένα μάτι φωτιά (καλά, καλά, μη φωνάζεις, δυο μάτια είχε, αλλά χάριν ποιητικής αδείας το περιόρισα). Σκέτο Άρλεκιν. Αισθάνθηκα ότι χτύπαγαν χαρούμενα οι καμπάνες της Ανάστασης της Άνω, της Κάτω, της Πέρα και της Δώθε Παναγιάς. Σαν να μου είχε δώσει κλωτσιά ο Σαραβάκος και να με είχε ρίξει κάτω με το στόμα ανοιχτό. Και όλα έγιναν καπνός. Ολική ανατροπή. Γκολ από τα αποδυτήρια. Και από τη μια μέρα στην άλλη γίναμε κουλουβάχατα, Χαρίλαε. Εγώ, δηλαδή, έγινα κουλουβάχατο, αλλά χρησιμοποιώ τη βασιλικό “εμείς” για να δώσω έμφαση.
Βέβαια, θα μου πείς, ότι και εγώ καλό βόϊδι ήμουνα που την “έφαγα” έτσι στο κεφάλι. Πού πας, μωρή κακομοίρα, χωρίς να τον ξέρεις τον άλλο; Στραβή είσαι; Σωστό σε βρίσκω Χαρίλαε, αν μου το πείς. Έτσι είναι. Δεν μπορώ εγώ να περπατάω και να ονειρεύομαι σε χρωματικούς συνδυασμούς του ουράνιου τόξου όταν τα μόνα χρώματα που από την αρχή διέθετε η γκάμα ήταν οι 50 αποχρώσεις του γκρι, το καφέ σκούρο και το μαύρο. Με έφαγε όμως η διαίσθηση… Τώρα, για να ξέρεις, αυτομουτζώνομαι, στο λέω γιατί δεν μπορείς να το δεις μέσα από το τηλέφωνο.
Το σκέφτομαι και γελάω, Χαρίλαε. Από μίγμα μπετόν αρμέ, τούβλων και άλλων υλικών οικοδομής έγινα σαν καστανόχωμα για γεράνια.

– Μα, βρε ζώον, αφού από την αρχή ήταν φως φανάρι πως είσασταν τόσο “όμοιοι” όσο ο Αντεντοκούμπο με την Μόνικα Μπελούτσι (και εδώ να με ευχαριστήσεις που σου κάνω τη μεγάλη χάρη να σε παραλληλίζω με την απόλυτη θεά, αλλά έχε χάρη που έπεσες σε περίοδο κομπλιμεντικών εκπτώσεων). Βέβαια, μπερδευόμουν κιόλας ο ταλαίπωρος γιατί εσύ είσαι και περίεργος άνθρωπος και δεν αφήνεις κανένα να καταλάβει τίποτε. Ούτε η μάνα που σε γέννησε δεν μπορεί να σε καταλάβει πόσο μάλλον εγώ που είμαι και συγχυσμένος άνθρωπος.

– Όμως, Χαρίλαε, ακόμα και που μπερδευόσουν, κάπου στο βάθος πίστευες ότι κάτι θα μπορούσε να βγει, έτσι δεν είναι;

– Το μόνο, μωρή, που θα μπορούσε να βγει ήταν η ψυχή μου, αφού δεν έπαιρνες από λόγια και πήγαινες ντουγρού στον “γκρεμό”.

– Καλά, δεν σε παρεξηγώ για το βρισίδι που μου ρίχνεις γιατί είσαι πραγματικός φίλος και ξέρω ότι μ΄αγαπάς. Αλλά είσαι και εσύ παθός και ξέρεις πόσο άσχημο πράγμα είναι να δαγκώνεις τη λαμαρίνα, Χαρίλαε. Πονάει σαν να έχεις φάει φασολάδα βραδιάτικα και να μην μπορείς να κοιμηθείς από το φούσκωμα και το πρήξιμο στο στομάχι. Κι από την άλλη, το χαμόγελο χαμόγελο. Έφτανε μέχρι τα αυτιά, έκανε κύκλους γύρω από αυτά και ξαναγύριζε με ελαφρά πηδηματάκια στο στόμα.

– Ρε τί τραβάω ο καψερός! Εκεί, εσύ, το βιολί σου! Καλή μου, “αγαπώ”, σημαίνει εγώ αγαπώ (δηλαδή εσύ). Το τί κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά! (ο Λουντέμης το είπε, μη νομίζεις ότι έγινα ξαφνικά ρομαντικός ποιητής). Σιγά που θα κάτσει να ασχοληθεί ο κάθε αρρενωπός με την κάθε μία παλαβή που της την έδωσε ξαφνικά κατακέφαλα. Σου είπε, μωρή, ποτέ ότι από «ήσυχο, ήσυχο το ποταμάκι, αργοκυλάει το γαλάζιο του νεράκι» έχει βλέψεις τρελές για να γίνει, έτσι ξαφνικά, τσουνάμι στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού και να σε κυνηγάει; Όχι! Όχι, όχι! Πώς θες, λοιπόν, να τον πετάξεις τον άλλο σε ελεύθερη πτώση για να σε πιάσει; Εύκολο το έχεις να θέλουν όλοι να γίνουν θηριοδαμαστές και ιπτάμενοι και τζέντλεμεν; Μην ακούω κουλά, καλή μου! Και τί διασθήσεις και μ@λ@κ@ς μου τσαμπουνάς; Ήμαρτον!

– Ξέρεις κάτι Χαρίλαε, εγώ παλαβή μπορεί να είμαι, αλλά η διαίσθηση μου δύσκολα με ξεγελά. Αλλά, τί να γίνει, δεν είναι όλοι τολμηροί, ούτε έχουν το ίδιο θάρρος. Και να ξέρεις ότι αν κάποιος θα έτρωγε τα μούτρα του δεν θα ήμουν εγώ. Γιατί εγώ Χαρίλαε, με όλη την τρέλα που με δέρνει, μπορώ και επιβιώνω σε όλες τις καταστάσεις, σαν τις κατσαρίδες. Ο άλλος, όμως, θα τα έκανε μαντάρα (λοιπόν, κοίτα τώρα που θα καταλήξω στο σημείο ότι τον βοήθησα κιόλας να σωθεί!).

– Σύνελθε, κουκλίτσα μου! Βρε, λύσσα κι αυτή, να φας τα μούτρα σου στα καλά καθούμενα!

– Ε, με ξέρεις, μωρέ Χαρίλαε, εγώ είμαι των άκρων. Και αφού τα λέμε μεταξύ μας όλα, για να επιστρέψω στα προηγούμενα, ξέρεις, ότι την παραμικρή ευκαιρία να είχα θα έκανα την ολική ανατροπή, και ας μην είμαι και ο πλέον συμβιβαστικός τύπος. Στο λέω όμως, Χαρίλαε, εδώ θα έκανα στάση και θα το ευχαριστιόμουνα κιόλας. Θα έπαιρνα και σκύλο να του κάνω γούτσου γούτσου, όταν δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτοπροσώπως. Χαζομάρες, Χαρίλαε, αλλά μου έβγαιναν ένστικτα στοργής, φισάν και προδέρμ, believe me!

– Ναι, βρε ζώον (επανέρχομαι και πάλι στη ζωολογία για να σε συνεφέρω), αλλά όπως γνωρίζεις και εσύ αυτά είναι για άλλους, νορμάλ ανθρώπους, όχι για παλαβούς επαναστάτες χωρίς αιτία σαν και σένα (“συγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με Τζέϊμς Ντην” για τον παραλληλισμό)! Και αυτά τα γλυκουλιάρικα που μου λες εσύ, είναι τρίχες κατσαρές που ονειρεύονται να γίνουν ίσιες!

– Λέγε ό,τι θέλεις, εσύ, Χαρίλαε. Εγώ θα δοκίμαζα και θα πήγαινα στο “άγνωστο” με βάρκα την ελπίδα.

– Και δεν μου λες, μωρή Ευριδίκη, κόρη των αγρών, όταν το λαβ στόρυ θα τελείωνε και ο Χλόης θα την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια και η ελπίδα θα έλιωνε σαν παγωτό στον ήλιο του μεσημεριού, με τί μούτρα θα γυρνούσες πίσω στην Άνω Παναγιά;

– Εντάξει, ρε Χαρίλαε, πολύ το τραβάς κι εσύ. Δεν θα γινόμουνα και η Ελένη Χατζηαργύρη να μου φεύγει το δάκρυ κορόμηλο. Μη με φουντώνεις τώρα και ανοίξω κι άλλο το στόμα μου. Τί άλλο δηλαδή που στα έχω πει, πια, όλα! Και πώς το κάνεις αυτό, ρε συ Χαρίλαε, να στα μολογώ χαρτί και καλαμάρι, ούτε που το έχω καταλάβει. Από στρείδι κλειστό με κόλλα ούχου και σελοτέϊπ, να με κάνεις να σου βγάζω τα σώψυχα μου. Ξέρω, ξέρω, τί θα μου πείς τώρα. Ότι είμαι περίεργη, πεισματάρα και εγωίστρια του κερατά … και….και ….

– Α, γειά σου. Στο μυαλό μου είσαι. Όμως εκτός από όλα αυτά είσαι και το καλύτερο παιδί που υπάρχει. Και αν αυτός, χρυσή μου, δεν θέλει μία, εμείς δεν θέλουμε δέκα. Άστον, λοιπόν, να πάει στην ευχή του Θεού και του Βούδα και ετοιμάσου εσύ για άλλα πιο μεγάλα και πιο exciting!

– Λοιπόν, Χαρίλαε, εσένα μου φαίνεται έπρεπε να ερωτευτώ, αλλά για την κακή τύχη και των δυό μας, γνωριζόμαστε τόσα χρόνια που ξέρουμε μέχρι και πόσες αναπνοές παίρνει ο καθένας μας ημερησίως.

– Γι’αυτό, μωρή, να με έχεις στα όπα όπα, γιατί άμα σου φύγω, θα με αναζητάς με μαύρο δάκρυ, και φίλους σαν τον Χαρίλαο δεν πρόκειται να βρείς ούτε στον πιο απομακρυσμένο πλανήτη του σύμπαντος.
Λοιπόν, σε αφήνω τώρα, κούκλα, γιατί με περιμένει μία ξεροψημένη μπριζόλα με πατάτες τηγανιτές στην κουζίνα της μάνας μου να περιδρομιάσω. Όχι επειδή την είδες εσύ Ιουλιέτα, να πεθάνω εγώ της πείνας. Kisses, darling, talk to you later!

Gertrude_Jekyll_1_2.jpg

 

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s