Η Ηπειρώτισσα κοκέτα κοκκινομάλλα θειά Χρυσούλα

Για την ηλικία της Ηπειρώτισσας θειάς Χρυσούλας, δεν μπορεί κανείς να πει με σιγουριά. Ούτε καν τα εγγόνια της και τα παιδιά της. Η ίδια δηλώνει γεννημένη κάπου στα μέσα προς τα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα. Ο άντρας της όμως, όσο ζούσε, συνεχώς της έλεγε, “τί λες μαρή γυναίκα, αφού όταν γννήθηκ ο αδιρφός σ΄ο Μχάλς, εσύ πήγαινς ήδη στα ζα να τα ταϊζς χωρίς βοήθεια”! (οι δικοί της πάντως δηλώνουν ότι έχει ξεπεράσει τα 100 της, όχι βέβαια μπροστά της!).

Αλλά σιγά μην έδινε η θειά Χρυσούλα σημασία στον άντρα της και αυτά που έλεγε. Τον ξεπέταγε με ένα, “αϊ ωρέ ξεκούτνιανς! Δεν θμάσαι ντιπ για ντιπ!” και συνέχιζε τις δουλειές της.

Μπορεί η θειά να είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε ορεινό χωριό και να μη μίλαγε τα πρωτεουσιάνικα, όπως τα έλεγε, αλλά η κοκεταρία της ήταν θρυλική, ανάμεσα στα κορίτσια και τις άλλες γυναίκες του χωριού. Όμορφη δεν την έλεγες με τίποτε, με αυτή τη γαμψή μύτη που είχε. Αλλά αυτό που σε κάρφωνε πάνω της, όταν ήταν ακόμη νέα, ήταν τα κατακόκκινα μαλλιά της (που τα έχει κληρονομήσει σήμερα η εγγονή της), τα σκούρα μπλε μάτια της, που έχουν μείνει τα ίδια μέχρι σήμερα, και το κάτασπρο, σαν χιόνι στην κυριολεξία, δέρμα της. Και επειδή τα καλοκαίρια που ο ήλιος έκαιγε εκείνη ήταν υποχρεωμένη να πηγαίνει κάθε μέρα στα χωράφια και στα ζώα να ποτίζει να τα ταϊζει και να κάνει όλες τις γεωργικές ασχολίες, εκτός από το άσπρο μαντήλι που έβαζε μονίμως στο κεφάλι της (ποτέ δεν έβαλε μαύρο, παρότι το “εθιμο” του χωριού αυτό ήταν, ακόμη και όταν πέθανε ο άντρας της), ζαλωνόταν το ταγάρι της με τα διάφορα μέσα και κράταγε απαραίτητα μαζί της ένα ανοιχτό ομπρελίνο να προστατεύει το δέρμα της! Και έτσι πήγαινε στα χωράφια και έδινε εντολές τί να κάνουν οι άλλοι! Από κει ο άντρας της έβγαλε το περίφημο “η θειά σας είναι προ Χριστού φεμινίστρια” 🙂

Όχι ότι της άρεσε η ζωή στο χωριό, μακριά από κείνη αυτή η ζωή. Αλλά τί να κάνει. Εκεί έμενε η οικογένεια, εκεί θα έμενε κι αυτή. Όποτε όμως έβρισκε ευκαιρία, τους παράταγε όλους και πήγαινε στην πόλη και καθόταν στο μαγαζί του γιού της, “για να έρχεται σε επαφή με τον καλό και μορφωμένο κόσμο”, όπως δήλωνε. “Τι να πω και τί να κάν’ με τς χωριάτς, ιγώ;”
Και τα παιδιά και τα εγγόνια, μη νομίζετε ότι ξεσκιζόταν να τα περιποιείται και να τα κανακεύει. Ίσα ίσα που ξίνιζε τα μούτρα όταν τα έβλεπε να μαζεύονται όλα στο σπίτι και να είναι αναγκασμένη να τα υποδεχτεί.

Η καλύτερή της ήταν να βγαίνει βόλτα και να την κοπλιμεντάρουν όλοι. Κι άμα της έλεγε και κανένας άντρας κάτι καλό, γινόταν η θειά σαν ντομάτα από τη χαρά της.

Γενικά στις οικιακές εργασίες η θειά Χρυσούλα δεν είχε καμιά απολύτως συμπάθεια. Πλην μόνο μιας – να μαγειρεύει και δη να κάνει πίττες. Και γι΄αυτές τις πίττες της είχαν όλοι να το λένε. Αλλά αυτό όταν η ίδια ήθελε. Ήταν όμως μάστορας. Δεν υπήρχε γάμος ή κηδεία στο χωριό χωρίς τις πίττες της.

Μια μέρα, η μικρή η εγγονή της πηγαίνοντας στη δουλειά της, της τηλεφώνησε και της λέει, “γιαγιά θα πεταχτώ να σε δω για λίγο και να τσιμπήσω κάτι”. Φτάνει στο σπίτι η εγγονή και ρωτάει τη γιαγιά, “ρε συ γιαγιά έχεις τίποτε μακαρόνια να βράσω στα γρήγορα γιατί πεθαίνω στην πείνα;  Έτσι σκέτα χωρίς τίποτε δεν με πειράζει”. Την απάντηση της θειάς Χρυσούλας ακόμη τη λέει και γελάει η εγγονή της. “Μακαρόνια, πω, πω, τόση ώρα να γίνουν, φασαρία, βρε παιδί μου, πω πω. Άσε δυο λεπτά θα σου φτιάξω μια πιττούλα. Πιο γρήγορα θα γίνει!” Και λέγοντας αυτά πετάγεται έξω και γυρνάει μετά από 5 λεπτά με μια σακούλα ψιλοκομμένα χόρτα, τα ρίχνει σε μια λεκάνη να πλυθούν και λέγοντας στην εγγονή, “έλα ξέπλυνέ τα δυο λιπτά να ανοίξ΄ ιγώ του φύλλου”, ετοίμασε ζυμάρι και άνοιξε σε τρία λεπτά ένα φύλλο τόσο ψιλό και διάφανο που αν κοιτούσες ανάμεσά του θα έβλεπες το απέναντι σπίτι! Στα επόμενα δέκα λεπτά η πίτα ήταν στο φούρνο και σε μισή ωρίτσα η εγγονή της έτρωγε ζεστή μοσχοβολιστή ηπεριτώτικη πίτα! Και αυτό είναι πέρα για πέρα αλήθεια, χρονομετρημένο και συνέβη πριν 15 χρόνια!

Μπορεί να είχε τις οικοκυρικές της αναλαμπές η θειά Χρυσούλα, αλλά η κοκεταρία δεν την εγκατέλειψε ποτέ της. Ακόμη και σήμερα που έχει συμπληρώσει τον ένα αιώνα ζωής.
Πριν μερικά χρόνια, θα ήταν κοντά 85 χρονών, έπρεπε να εισαχθεί για κάποιες εξετάσεις στο νοσοκομείο. Επειδή η εγγονή της ήταν μακρια (τα παιδιά της θειάς είχαν πεθάνει), την συνόδευσε στο νοσοκομείο ο εγγονός της. Βολέψανε τη θειά στο δωμάτιο, έβαλε εκείνη το νυχτικό της το καλό που είχε πάρει μαζί και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο εγγονός της καθόταν δίπλα της στην καρέκλα. Κάποια στιγμή μπαίνει μια νοσοκόμα και της λέει, “κυρία Χρυσούλα, σε δέκα λεπτά θα έρθει ο γιατρός να σας δει”, και φεύγει. Δεν προλαβαίνει να κλείσει η πόρτα του δωματίου και η θειά απευθυνόμενη στον εγγονό της του λέει, “γρήγουρα Μήτσουμ, δώσιμ την τσάνταμ”. Ο εγγονός παραξενεύτηκε με την πρεμούρα της γιαγιάς του αλλά δεν είπε τίποτε και της την έδωσε. Εκείνη την πήρε και έβγαλε μια χτένα, έφτιαξε τα μαλλιά της καλά-καλά σε πλεξούδα, έβαλε σενιαρισμένο το ασπρομάντηλο στο κεφάλι, ίσιωσε την καλή της νυχτικιά και γυρνώντας στον εγγονός της τον ρωτάει, “είμι ιντάξ αγόριμ;”. Ο εγγονός παλάβωσε και της λέει, “ναι, ρε γιαγιά τί έπαθες τώρα;” Kαι πριν ακόμη τελειώσει την φράση του, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο γιατρός, ένας πολύ γοητευτικός άντρας. Οι απορίες του εγγονού λύθηκαν με μιάς, αφού γυρνώντας βλέπει τη γιαγιά του να έχει πάρει θέση Ιουλιέτας στο κρεβάτι λες και περίμενε τον γκόμενό της! Χαχαχαχαχα, ο εγγονός μη μπορώντας να σταθεί από τα γέλια βγήκε στο διάδρομο και πήρε τηλέφωνο την αδερφή του εξιστορώντας της όλη την κωμική ιστοριούλα της κοκέτας θειάς.

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s