Το σαλπάρισμα για τα κρητικά “Γκαλάπαγκος”, είχε προγραμματιστεί για το Σάββατο το πρωί. Όλοι έφτασαν στην ώρα τους στο λιμάνι και ανέβηκαν στο σκάφος.
- “Έτοιμοι”; ρώτησε ο κυβερνήτης, ο καπετάν-Γιώργης
- “Έτοιμοοοοοιιιιιιιιιιι”, απάντησε το πλήρωμα (….ο θεός να το κάνει).
Και το σκάφος σάλπαρε, με τις φωνές των “ναυτικών” να ακούγονται σε όλο το Κρητικό πέλαγος.
Οι πιο νέοι από το πλήρωμα και πιο θαρραλέοι, έπιασαν τα δύσκολα πόστα, μπροστά στην πλώρη. Μίλαγαν και γελούσαν πάνω στην κουπαστή και σταματημό δεν είχαν.
Ο καπετάνιος ήταν στο πηδάλιο με το τσιγάρο στο χέρι. Δίπλα του, ο δεύτερος καπετάνιος, ο κυρ-Γιάννης, που προσπαθούσε να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες. Λίγο πιο πέρα, ο άμαθος ηλικιωμένος μούτσος, που μόλις είχε “μπαρκάρει”, είχε λουφάξει στη θέση του. Το διαισθανόταν ότι μια μεγάλη “ανταρσία” ήταν σε εξέλιξη. Απέφευγε να μιλάει πολύ. Κοιτούσε μόνο μακριά στο πέλαγος.
Βγήκαν από το λιμάνι. Ο καιρός ήρεμος. Όσο όμως ξεμάκραιναν τόσο η θάλασσα άρχιζε να έχει μικρά μεν, παιχνιδιάρικα δε, κυματάκια που δεν βοηθούσαν τον δύστυχο γέρο να καταλαγιάσει τις στομαχικές του ανησυχίες. Όταν πια το σκαρί είχε φτάσει μεσοπέλαγα δεν άντεξε άλλο… Τί το ήθελε κι αυτός να φάει αυτό το ρημάδι το αυγό στο πρωϊνό…
Αφού τέλος πάντων συνήλθε, άρχισε να αισθάνεται καλύτερα. Για να κρατάει απασχολημένο και “στεγνό” το μυαλό του, άρχισε να φωτογραφίζει το μπλε της θάλασσας, το νεαρό πλήρωμα στην πρύμνη και να αστειεύεται με τους καπεταναίους. Όσο πλησίαζαν στον προορισμό τους, τόσο το τοπίο γινόταν και πιο μαγευτικό και τα χρώματα της θάλασσας άλλαζαν.
- “Θα πλευρίσουμε από δεξιά το νησί”, είπε σε κάποια στιγμή ο καπετάνιος, “εκεί είναι πιο ήρεμη η θάλασσα και θα μπορέσουμε να κολυμπήσουμε”.
Έτσι και έγινε. Περνώντας δίπλα σχεδόν από τα βράχια, όλοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό από τα πετρώματα, τις “μορφές” και τα “σχήματα” που διαγράφονταν αν κάποιος τα κοίταζε προσεκτικά. Πάνω από τα κεφάλια τους πέταγαν τα “βαρβάκια”. Οι μόνιμοι κάτοικοι αυτών των νησιών, προστατευόμενο είδος κρητικού θαλασσογερακιού.
Ο καπετάν-Γιώργης έριξε την άγκυρα σε μια εσοχή των βράχων όπου το κύμα απάγγιαζε. Με την γαλαζοπράσινη θάλασσα να τους μαγεύει και να τους καλεί να τους δροσίσει, το πλήρωμα ετοιμάστηκε και ένας-ένας βουτούσαν στα κρυστάλλινα νερά. Έφτασαν μέχρι τη σπηλιά, όπου τους περίμενε μια στεριά ενός μικρού βράχου. Βγήκαν έξω και άρχισαν να ξεκολλάνε τις πεταλίδες που έβρισκαν και να τις τρώνε. “Κάπως έτσι, θα πρέπει να ζούσε και ο Ροβινσώνας Κρούσος”, σκέφτηκε κάποια στιγμή ο ηλικιωμένος μούτσος.
Ήταν ήδη προχωρημένο μεσημέρι όταν ανέβηκαν πάλι στο σκάφος, βρεγμένοι, μαυρισμένοι από τον ήλιο αλλά κατευχαριστημένοι από το μπάνιο και ξεκίνησαν για το γυρισμό στο λιμάνι.
Η περιπέτεια όμως δεν είχε τελειώσει. Μόνο που αυτή τη φορά θα είχε δραματικές συνέπειες για το υπόλοιπο πλήρωμα και όχι, κατά ένα περίεργο τρόπο, για τον ηλικιωμένο μούτσο.
Το σκάφος προσέγγιζε τη στροφή από την άκρη του νησιού για να κερδίσει χρόνο. Όμως αυτό ήταν και το πιο δύσκολο σημείο γιατί τα κύματα το ανέβαζαν και το κατέβαζαν σαν τραμπάλα.
Ο καπετάνιος μαθημένος σε τέτοια δεν ανησύχησε καθόλου. Έχοντας στο ένα χέρι το πηδάλιο και στο άλλο ένα τσιγάρο να καίει μονίμως (τί κακό πράγμα κι αυτό) κοιτούσε σταθερά την πορεία του και πότε-πότε αρπαζόταν με τον κυρ-Γιάννη, επειδή ο τελευταίος δεν άκουγε τις οδηγίες του. Ο μούτσος, όλως περιέργως, έπαψε να ζαλίζεται και έδειχνε να απολαμβάνει το ταξίδι. Το υπόλοιπο πλήρωμα, ήταν σε κατάσταση πανικού, είχαν λουφάξει στις θέσεις τους σαν ζαλισμένα κοτόπουλα και κάθε τόσο κρατιόντουσαν σφιχτά από τα σκοινιά με τρομαγμένο βλέμμα.
Η επιστροφή ήταν περίεργη αλλά και ανακουφιστική για τους περισσότερους. Θες ο ήλιος, θες η απογευματινή αποχαύνωση, θες το γουργουρητό στο στομάχι του, αφού κανείς δεν είχε φάει τίποτε από όλα τα καλούδια που είχαν πάρει μαζί τους, τους έκανε να μην βλέπουν μπροστά τους από την πείνα. Αφού έδεσαν το σκάφος στο λιμάνι, μάζεψαν τα πράγματά τους, βγήκαν στην προκυμαία και αποφάσισαν να κατευθυνθούν σε ένα παραλιακό ταβερνάκι. Παρήγγειλαν ένα σωρό πράγματα και έπεσαν με τα μούτρα στο φαϊ.
Έχοντας πλέον πατήσει στη στεριά, αισθάνονταν όλοι πιο θαρραλέοι και άρχισαν να αστειεύοντια με τα πάντα. Ο καπετάν-Γιώργης, απτόητος, να μην αφήνει το τσιγάρο από το χέρι του και να συνεχίζει να τσιγκλάει τον γέρο-μούτσο για επόμενο μπάρκο.
- “Κούνια που σε κούναγε, κακομοίρη μου, μόνο με υπό του μηδενός μποφώρ θα ξαναπατήσω εγώ το ποδάρι μου εκεί μέσα. Οφούυυυυ! Δύσκολη που είναι η ζωή των γιαλαντζί ναυτικών”!, του απάντησε ο γέρο-μούτσος και συνέχισε απτόητος κι αυτός να τρώει τους κολοκυθοανθούς του.