Τη Λίλη Βανίλη δεν την γνωρίζετε ακόμη. Να σας τη συστήσω, λοιπόν, εν συντομία. Είναι εξαιρετικός άνθρωπος και πολύ καλή μου φίλη. Αυτό αρκεί. Ούσα χαμηλών τόνων, δεν δέχτηκε μεχρι σήμερα κανένα αφιέρωμα από τα συνήθη που κάνουμε. Όμως, σε μια αναλαμπή καλοκαιρινή που είχε πριν λίγες μέρες και ξέροντας ότι σύντομα θα ερχόμουν στα πάτρια, μου στέλνει μήνυμα και μου λέει, «το σαββατοκύριακο θα έρθεις στο εξοχικό, να κολυμπήσουμε, να φάμε (ξεσκιστούμε ο σωστός όρος) και να χαλαρώσουμε. Η οικογένεια περιμένει. Μετά μπορείς να μας κάνεις πονεμένη, δραματική ιστορία να μας διαβάζουν και να γελάνε». 🙂
Πώς να αρνηθώ εγώ που περίμενα έναν ολόκληρο χρόνο να βουτήξω το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού μου ποδιού στα γαλανά νερά του Αιγαίου! Είπα ένα ηρωϊκό «ΝΑΙ» και την επομένη της ινκόγνιτο άφιξής μου στα πάτρια, αναχώρησα για διήμερο στην πασίγνωστη εξοχική κατοικία «Βίλλα Λουκία» της Λίλης Βανίλης.
Η βίλλα βρίσκεται στα Μεσόγεια κάπου (μην είσαστε περίεργοι) και είναι χάρμα οφθαλμών. Αντάξια του χαρακτήρα και της χάρης μιας Λίλης και της οικογενείας της. Αισθάνεσαι κατευθείαν σπίτι σου και σου έρχεται να παρεις μέχρι και τον κουβά να σφουγγαρίσεις. Τόσο οικεία! (δεν το έκανα αυτή τη φορά γιατί είχα τη μέση μου. Κάποια άλλη στιγμή, δεν θα χαθούμε!).
Η υποδοχή άψογη. Η κα Νούλα, μητέρα της Λίλης και στην ουσία η πραγματική αρχόντισσα της βίλας, αλλά και ο κος Ντίνος, έτερον ήμισυ της Λίλης, σκίστηκαν, δεν μπορώ να πω. Και να με ξεναγήσουν απο δω, και όχι εδω θα κοιμηθείς και οχι δεν δεχόμαστε αντίρρηση γιατί έχει και πολύ ζέστη και θα πούμε και καμια βαριά κουβέντα, και να τα γλυκά, και να τα φρούτα και να οι καφέδες.
Η Λίλη βέβαια είχε προγραμματίσει ήδη την ημέρα και αν τρώγαμε όλα αυτά που μας έβγαλε η κα Νούλα ήταν μαθηματικά αποδεδειγμένο ότι θα πηγαίναμε αύτανδροι στον βυθό. Έτσι περιοριστήκαμε σε ένα ταπεινό γιαουρτάκι, ζαλωθήκαμε τις ξαπλώστρες, τα βατραχοπέδιλα, την τσάντα θαλάσσης με όλη την θαλασσινή περιουσία της μέσα και αναχωρήσαμε για την κοντινή παραλία.
Χαρά θεού, τί να σας λέω! Γδύθηκα γρήγορα γρήγορα και χωρίς δεύτερη κουβέντα βούτηξα στην θάλασσα, την ξελογιάστρα και τη λεβεντοπνίχτρα για το πρώτο μπάνιο της χρονιάς! Μπλούμμμμμμμμμμμ! 🙂
Και πλιτς από δω, και πλούτς από κει, βγήκα και την έπεσα στον ήλιο, σαν χταπόδι που το έχουνε απλώσει να ξεραθεί. Μισή ώρα μπρος, μιση ώρα πίσω, κατέληξα σαν σαρδέλα στα κάρβουνα! Αφού η αυτή διαδικασία επανελήφθη τρεις φορές, μπλουμ-ξεροψήσιμο-μπλουμ-ξεροψήσιμο, αναχωρήσαμε για την οικία όπου μας περίμενε το στρωμένο τραπέζι με όλα τα καλούδια που είχαν ετοιμάσει οι κυρίες της βίλλας.
Και να οι τυρόπιττες, και να τα γεμιστά και να οι δροσερές σαλάτες και να τα ροζέ δροσερά κρασάκια. Και να και εγώ κατέληξα με έναμισυ κιλό παραπάνω!
H απογευματινή σιέστα στη Βίλλα Λουκία, μας βρήκε να πίνουμε το ελληνικό μας καφεδάκι και να κάνουμε κοινωνική κριτική (κοινώς κουτσομπολιό), σε «ό,τι περπατούσε και σε ό,τι πετούσε» (ο λυρισμός της πρότασης εδώ είναι επιβεβλημένος).
Το βράδυ το ζεύγος Βανίλη είχε διοργανώσει εξαιρετικό τσιπουρο-τσιμπούσι σε γραφικό ταβερνάκι παράπλευρου γνωστού λιμανιού που η θέα του σε παρέπεμπε σε ελληνικό νησί. Πάνω από 25 χρόνια είχα να διαβώ τα δρομάκια του Λαυρίου. Εξεπλάγην και έμεινα με το στόμα ανοιχτό (ακόμα ανοιχτό είναι). Εγώ περίμενα να δω την ντεκαντάνς τοτάλ και αντ΄αυτού βρέθηκα μπροστά στην Κυανή Ακτή! Καλέ τί όμορφο που έχει γίνει το Λαύριο! Γεμάτο κότερα, γεμάτο όμορφα κτίρια διατηρητέα, όπως το υπέροχο Δημαρχείο, το παλιό Ρολόι, μοσχομυριστά ταβερνάκια και τσιπουράδικα στην κυριολεξία μέσα στη θάλασσα.
Και όλα αυτά δυό βήματα από την Αθήνα!
Οι φωτογραφίες δε να μην σταματάνε – και να το δειλινό φωτογραφία, και να το ένα κοτεράκι φωτογραφία και να το άλλο. Και κάπως έτσι καταλήξαμε να γίνουμε οι γραφικοί του Λαυρίου λες και κάναμε φωτογράφηση για το Travel Magazine και το BBC!
Το επόμενο πρωϊνό, μας υποδέχθηκε ο κήπος με τη δροσιά του, χαρίζοντάς μας ευεξία και ευχαρίστηση πάνω από ένα γεμάτο τραπέζι με καλούδια του πρωϊνού, ζωγραφική δημιουργία παρακαλώ της απίθανης Λίλης Βανίλης, η οποία θα το δηλώσω είναι μία εξαιρετική ζωγράφος και διακοσμήτρια. Αλλά μη γλύφεστε, χάρες κάνει μόνο σε μετανάστες που έρχονται στην πατρίδα σε απελπισμένη διακοπίστικη κατάσταση. Σε εμένα δηλαδή!
Η παραλία τη δεύτερη μέρα είχε και ξενάγηση στο γραφική εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία πάνω στο βράχο αλλά και σε ένα ιστορικό νησί το οποίο φαίνεται ακριβώς απέναντι, τη Μακρόνησο.
Η διαδικασία της παραλίας η ίδια με την προηγούμενη, μόνο που σήμερα γίναμε πολλοί γιατί μαζεύτηκαν και οι γείτονες που ξέρουν τους Βανίληδες μια ζωή και όπως καταλαβαίνετε έγινε της Κορέας.
Επιστρέφοντας, αφού πλυθήκαμε, μπανιαριστήκαμε και στολιστήκαμε με τα σορτσάκια μας και τα ξεμανίκωτα μπλουζάκια μας, μιας και η ζέστη ήταν κάτι μεταξύ δράματος εις το τετράγωνο, καθίσαμε όλοι γύρω από το ζωγραφιστό τραπέζι στη βεράντα να απολαύσουμε υπέροχους μεζέδες, ευγενική χορηγία των δύο κυριών της Βίλλας. Τί μελιτζάνες στο φούρνο με φέτα και ντομάτα, τί κοτοπουλάκια σουβλάκια στο φούρνο, τί καγιανά, τί σαλάτες, τί τυρόπιττες και τί να πρωτοπεριγράψω.
Τα έφαγα όλα και ηρέμησα. Ήπιαμε και το δροσερό ροζέ κρασάκι και αφού πέσαμε σε χειμερία νάρκη σαν τους βόες και τους κροταλίες, προχωρήσαμε στην απογευματινή σιέστα.
Και κάπως έτσι, έφτασε και το βραδάκυ, όπου όλη η παρέα αναχώρησε για την επιστροφή στο κλεινόν άστυ.
Ξέρω τώρα ότι εσείς έχετε κιτρινίσει από τη ζήλια που δεν έχετε μία φίλη σαν τη Λίλη Βανίλη με μία τόσο όμορφη εξοχική βίλλα, αλλά προσπαθήστε να ηρεμήσετε, να πάρετε βαθιές ανάσες και αν δείξετε καλή διαγωγή, μπορεί – ίσως – ποιός ξέρει – κάποια στιγμή να απολαύσετε και εσείς την ομορφιά της βίλλας και του Λαυρίου! 🙂