Όπως γνωρίζουν όλα τα διαπλανητικά σύμπαντα, όταν κάθομαι μεγαλύτερο της μίας εβδομάδας διάστημα σε ένα μέρος αρχίζουν να με τρώνε οι πατούσες των ποδιών μου για να πάρω τους δρόμους, τα όρη, τις θάλασσες και τα βουνά 😉 Όταν δε, ο καιρός ενδείκνυται, τότε δεν μας σταματάει τίποτε και κανείς. Ειδικά όταν είναι Ιούλιος, ειδικά όταν δουλεύεις ακόμη και ειδικά όταν περιμένεις τον Αύγουστο για τις μεγάλες καλοκαιρινές σου διακοπές στην πατρίδα μετρώντας μέρες σαν τους φαντάρους που υπηρετούν τη θητεία τους στο Καστελόριζο! (έχει φυλάκιο εκεί ή τσάμπα το πνεύμα που κάνω;;! 😀 )
Λοιπόν, μια ωραία ηλιόλουστη Κυριακή του Ιουλίου, με πήραν από το χέρι δυό καλοί φίλοι, με έβαλαν μέσα σε ένα ωραιότατο αυτοκινητάκι, με έδεσαν με τη ζώνη ασφαλείας και ξεκινήσαμε για την Βόρεια Θάλασσα, μεριά Ολλανδία, περιοχή Ζέελαντ, να δούμε αν κουνιούνται οι βάρκες, τα βαπόρια και όλα τα σκαφοειδή που αράζουν στα ολλανδικά λιμανάκια.
Επειδή η καημενούλα η Βόρεια Θάλασσα είναι ελεεινή και τρισάθλια και παρεξηγημένη από όλους, και πρώτα πρώτα από εμένα την ίδια, να πω ότι όταν ο καιρός είναι καλός, είναι χαρά θεού να την επισκέπτεσαι και να περπατάς στην παραλία. Αλλά μέχρι εκεί. Αν τολμήσεις και σκεφτείς να βρέξεις το λιπώδες κορμί σου, τότε ή θα μετατραπείς αυτομάτως σε παγοκύστη ψυγείου για να σε χρησιμοποιούν το καλοκαίρι ως πάγο στον φρέντο καπουτσίνο, ή θα τρομάξεις από τον φόβο σου βάζοντας τα δύο πρώτα δαχτυλάκια του ποδιού σου μέσα, διότι αυτό δεν είναι νερό αλλά κάτι μεταξύ λάσπης σε τσιγγάνικο καταυλισμό μετά από βροχή και ανακάτεμα νερού με ασβέστη για να σοβαντίσεις τα τούβλα στο γιαπί.
Μιάμιση ώρα δρόμος είναι όλη και όλη η Ολλανδική παραλία από το χωριό μου. Δηλαδή, ενάμισυ cd δρόμος (σε τσιγάρα δεν ξέρω γιατί εδώ δεν καπνίζουμε 😉 ).
Πρώτος σταθμός της εκδρομής μας το πολύ όμορφο, γραφικό και κυριλάτο Veere. Κοσμοπλημμύρα στα δρομάκια του, τράφικ στα σκαφάκια για να περάσουν τις γέφυρες που υπάρχουν κατά εκατοντάδες στην Ολλανδία, υπομονή να ανέβουν και να κατέβουν τα νερά αλλιώς η γέφυρα δεν ανοίγει.
Δεν ξέρω αν έχετε επισκεφθεί το Veere, αλλά αν κανέναν Αύγουστο το φέρει η μοίρα να περάσετε τις καλοκαιρινές σας διακοπές στην πατρίδα του Γιόχαν του Κρόϊφ και της μικρής ολλανδέζας, να πάτε να το επισκεφθείτε.
Κατ΄αρχήν θα τρελαθείτε από την διακόσμηση στην εντέλεια όλων των σπιτιών εξωτερικά. Τα παρτέρια με τα λουλούδια, τα σχέδια που συναγωνίζονται το ένα το άλλο, η καθαριότητα, τα χρώματα, νομίζεις ότι είσαι η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Δεν αναφέρω τα ποδήλατα που είναι προέκταση των ποδιών των Ολλανδών, βέβαια.
Το Βέερε, που το όνομά του σημαίνει “πορθμείο”, απέκτησε δικαιώματα πόλης το 1355. Μέχρι τότε ήταν αυτό που λέει το όνομά του, ένα πορθμείο που είχε φτιαχτεί το 1281 από ένα κύριο ονόματι Βαν Μπρόρσελεν. Από το τίποτε λοιπόν έγινε σημαντικό και έφτασε να αποτελεί και ναυτική βάση εκεί κάπου στον 15ο αι. Διάφοροι πέρναγαν από τα μουράγια του, μεταξύ αυτών και Σκωτσέζοι. Οχυρωματικά έργα, κανόνια, και διάφορα τέτοια πολεμικά είναι διάσπαρτα στην πόλη. Δηλαδή όπως καταλάβατε η πόλη έζησε δόξες και μεγαλεία (αν και βελανιδοφάγοι 😉 ).
Όλα τα σημαντικά κτίρια και οχειρώσεις της πόλης σχεδιάστηκαν από τους Φλαμανδούς αρχιτέκτονες Evert Spoorwater και Antonis Keldermans (όπως βλέπετε, σε οτιδήποτε έχει σχέση με θάλασσα πάντα υπάρχει ένας Αντώνης και ας μην είναι βαρκάρης και σερέτης 🙂
Ανεμόμυλους είδαμε, καναλάκια διασχίσαμε με την πλατφόρμα τραβώντας το σκοινί σαν μαουνιέρηδες στον Πειραιά, αγελαδίτσες που έβοσκαν αμέριμνες στα ολλανδικά χορτάρια συναντήσαμε. Μέχρι παπαρούνες, είδα που είχα να δω από τότε που έτρεχα αμέριμνη στους αγρούς με τις μακριές μου κοτσίδες να ανεμίζουν, κάπου στην Άλλη Μεριά του Πηλίου. 😀
Στο Βέερε, όπως και σε όλο το βορρά, τα ψαρικά έχουν την τιμητική τους. Ρέγγες, σολωμοί, γαρίδες και ό,τι βάλει το μυαλό σας, τα βρίσκεται σωρηδόν παντού σε καντίνες που είναι το σήμα κατατεθέν. Βέβαια, στη βιτρίνα τους δεν έχουν την Βουγιουκλάκη να τραγουδάει “ψάρια πουλάω και δεν με νοιάζει που ΄χω έναν μπάγκο στην αγορά..”, αλλά ολλανδέζες νταρντανοκυρίες και ολλανδούς κοιλαράδες κυρίους. Ε, καθένας προωθεί τα προϊόντα του όπως νομίζει καλύτερα 😉
Αφού περπατήσαμε πάνω κάτω όλο το Βέερε, ήπιαμε το καφεδάκι μας, φάγαμε την εξαιρετική σπεσιαλιτέ της πόλης τη γνωστή σε όλους μηλόπιττα και χτυπήσαμε έτσι για φινάλε και ένα σάντουιτς με ρέγγα και σολωμό από τα “βρώμικα” του δρόμου, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για τον επόμενο σταθμό το γνωστό σε όλους εδώ πάνω και μη εξαιρετέο Domburg.
Χιλιόμετρα παραλίας που η άμπωτη και η παλίρροια άλλες φορές την μεγαλώνουν και άλλες την μικραίνουν, ενώ γεμίζουν όλη την άμμο με εκατομμύρια κοχύλια, σπασμένα και περπατάς πάνω τους σαν αναστενάρης στα κάρβουνα! Κόσμος στην παραλία, μιλιούνια. Θαρραλέοι μέσα στην θάλασσα μόλις και μετά βίας 5-10. Όλοι οι άσπροι, ξανθοί ολλανδοί να έχουν πέσει σαν πτώματα στην άμμο μαυρίζοντας και ρουφώντας τον εξωτικό ήλιο του βορρά. Ώρες ατελείωτες να κάθονται κάτω από τον ήλιο χωρίς μια ομπρέλα και να γίνονται πιο κόκκινοι και από τον αστακό.
To Domburg μαζεύει όλο τον καλό ολλανδικό κόσμο, από διασημότητες μέχρι γαλαζοαίματους. Εμείς δεν συναντήσαμε κανέναν εκείνη τη μέρα γιατί θέλαμε να περάσουμε ινκόγνιτο και δεν τους είχαμε ενημερώσει για την άφιξή μας 😉
Η ζέστη αφόρητη λόγω υγρασίας, αλλά ευτυχώς αεράκι ευχάριστο φυσούσε, βολτάραμε πάνω στην άμμο, βγάλαμε όλες τις πιθανές και απίθανες φωτογραφίες απαθανατίζοντας την βόρεια ομορφιά της θάλασσας και κάποια στιγμή είπαμε να ξεκουράσουμε τα κουρασμένα μας κορμιά στο ωραίο καφέ Badpaviljoen εκεί ψηλά στο λοφάκι (από θύνες) αγναντεύοντας την παραλία σε όλο της το μεγαλείο.
Ευτράπελον ολλανδικό: να σημειώσουμε ότι ενώ σε όλα τα νορμάλ μέρη του κόσμου, ο κόσμος κατεβαίνει για να πάει στην παραλία, στο Domburg όπως και σε άλλα μέρης της χώρας …ανεβαίνει έως και 100 σκαλάκια!! Καλά που υπάρχουν και τα “βουναλάκια” από θύνες αλλιώς οι φίλοι και σύμμαχοι Ολλανδοί θα γινόντουσαν γοργόνες και γοργονίτσοι καλυμμένοι από το νερό!
Αφού γυρίσαμε μέσα στην πόλη και ευχαριστηθήκαμε φασαρία και μυρωδιές, φάγαμε το παγωτό μας και αποφασίσαμε ότι είχε φτάσει η ώρα που θα έπρεπε να γεμίσουμε το στομάχι μας με κατιτίς για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την εκδρομική μας πορεία.
Ψάχνοντας μια ψαροκαντίνα, ο δρόμος μας έβγαλε στο Vrouwenpolder, όπου στη μέση ενός ήσυχου δρομίσκου στεκόταν χαρωπή και μυρωδάτη μια καντίνα που είχε απλωμένους όλους τους ψαρομεζέδες της στην βιτρίνα και μας κούναγε το δάχτυλο να κοπιάσουμε. Εμείς, υπάκουοι και κουρασμένοι τσιγγάνοι οδοιπόροι, δεν θέλαμε δεύτερη κουβέντα. Παραγγείλαμε τις λιχουδιές και από τηγανίστηκαν επί τόπου τις τιμήσαμε δεόντως. Ε, τί να κάνεις, και η φτώχεια θέλει καλοπέραση! 😉
Με το στομάχι γεμάτο και τη διάθεση ανανεωμένη, ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξαναπήραμε το δρόμο για τον τελευταίο προορισμό της εκδρομής, το παραθαλάσσιο Vlissingen. Το καημενούλι, κακό δεν το λες, αλλά λίγο μπας κλας το λες. Αυτά το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα είναι πιο καλό. Πάντως, μην νομίζετε ότι είναι κανένα τυχαίο το Βλίσινχεν. Το αντίθετο. Αφού να φανταστείτε τον 17ο αι. ήταν το κύριο λιμάνι για τα πλοία της Ολλανδικής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών (τότε που οι Ολλανδοί όργωναν τις θάλασσες) καθώς και τόπος κατασκευής των πλοίων του Ολλανδικού Βασιλικού Ναυτικού!
Τέλος πάντων, εμείς την βόλτα μας την κάναμε, τα οχυρωματικά τα είδαμε, τα καραβάκια τα είδαμε, τους φάρους και τους πύργους στην παραλία επίσης, καθώς και όλα τα εμπορικά πλοία που ερχόντουσαν από τον ορίζοντα για να συνεχίσουν το ταξίδι τους κατά Βέλγιο μεριά. Όμως, για να είμαστε και αντικειμενικoί, ο ήλιος που λαμπίριζε στην κυριολεξία στη θάλασσα μας έδινε καταπληκτικές εικόνες! Την ίδια ώρα οι γλάροι είχαν κατακλύσει την παραλία, πετώντας από δω κι από κει, ώσπου ένας τσίμπησε στον αέρα την τηγανιτή πατάτα που του πέταξε ο πιτσιρίκος από τα κάγκελα και μας καθήλωσε! 🙂
Και έτσι; εν μέσω γλάρων, ήλιου, βορείων θαλασσών και τηγανιτών πατατών ολοκληρώθηκε η εκδρομή της Κυριακής στο Ολλανδικό Ζέελαντ και στις παραλίες τους.