Όταν η Φιλίτσα εξαφανίζεται από προσώπου γης, δυο τινά συμβαίνουν:
ή θα είναι, νυχθημερόν, χαμένη μέσα στις σελίδες κάποιου/ων συναρπαστικού/ων βιβλίου/ων “ταξιδεύοντας”, ή θα είναι χαμένη σε διαδρόμους αεροδρομίων ταξιδεύοντας, ή και τα δύο μαζί!
Από μικρή είχε δύο κύριες σχιζοφρενικές τάσεις: το διάβασμα και τα ταξίδια (στη συνέχεια, εκεί στην εφηβεία, προστέθηκε και μία τρίτη, το κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο, που έμελλε να γίνει το επίσημο καθημερινό μενού της, μέχρι τη μετανάστευση!).
Πού την έχανες, λοιπόν, πού την έβρισκες τη Φιλίτσα, καθισμένη σε μια πολυθρόνα, σαν ογδοντάχρονος συνταξιούχος στο ΚΑΠΗ, να “καταπίνει” σελίδες και διαδρομές! Ο,τι χάρτινο έπεφτε στα χέρια της, από συσκευασία χαρτιού τουαλέτας μέχρι ανάλυση πυρηνικής φυσικής και των θεωριών του Φρόϋντ, και από χαρτογράφημα παγετώνων μέχρι τον παγκόσμιο άτλαντα, το ξεζούμιζε και το έλιωνε! Στο σπίτι δε, ήταν, και συνεχίζουν να είναι, όλοι πεπεισμένοι ότι στη διαθήκη της θα ζητήσει να την κάψουν παρέα με τη βιβλιοθήκη της και την υδρόγειο σφαίρα.
Στο Δημοτικό, συνήθιζε να ξεφυλλίζει τα Άπαντα της Μανίνας και της Κατερίνας, του Μικρού Ήρωα και του Λούκυ Λούκυ, που η έρμη η μητέρα της αγόραζε για να να κάθεται λίγο ήσυχη σε μια μεριά και να μην πετάει από τα καρεκλάκι το αδερφάκι της που δεν περπατούσε, άρα δεν μπορούσε να την συνοδεύει στις αλάνες και στις εξερευνήσεις της, άρα την εκνεύριζε που δεν συμμεριζόταν το πάθος της.
Στη συνέχεια έπαιρνε το βιβλίο της γεωγραφίας και ζωγράφιζε τον χάρτη της Ελλάδας με έμφαση στα ποτάμια και τα βουνά. Είχε δείξει από παιδί ότι κάποια στιγμή θα έπαιρνε τα βουνά μαζί με τα λαγκάδια και τις πεδιάδες!
Στο Γυμνάσιο (και μετά στο Λύκειο) πέρασε στη λογοτεχνία και σε ό,τι ιστορικό υπήρχε μεταξύ της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ευρώπης του Διαφωτισμού. Από το τί έτρωγε για πρωϊνό ο Καραϊσκάκης, πως έπαιρνε τον καφέ του ο Δροσίνης, μέχρι τί κρασί έπινε ο Θερβάντες, ποιό τυρί άρεσε στον Μπαλζάκ, τι νούμερο νυχτικό φόραγε ο Βολταίρος, ποιό φαγητό άρεσε στον Καμύ και τί after save χρησιμοποιούσε ο Σαρτρ.
Παράλληλα, ξεκίνησαν και οι ταξιδιωτικές της περιπέτειες. Αρχές της δεκαετίας του ΄80, η Ευρώπη ήταν η μισή μέσα και η άλλη μισή έξω από εναν «τοίχο» και η Φιλίτσα, ως το πιο περίεργο ον που υπάρχει μέχρι σήμερα στον πλανήτη Γη, έπρεπε να δεί και το μέσα και το έξω. Ανέβηκε λοιπόν σε ένα μεγάλο όχημα με καμια 12αριά ρόδες, πήρε αγκαλιά δυο-τρία βιβλία, το ημερολόγιό της και ξεκίνησε να πάει να επισκεφτεί μια άγνωστη χώρα που την κάλυπτε ένα πέπλο μηστηρίου και πολλά πολλά με τους κατοίκους από την άλλη πλευρά του ποταμού δεν είχε. Και μέσα σε όλα αυτά, και με όλα αυτά που διάβαζε η Φιλίτσα, περίμενε ότι κάπου σε αυτό το μυστηριώδες, ομιχλώδες, γκρίζο και περίεργο τοπίο θα συναντούσε και τον κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο και θα ολοκληρωνόταν η εικόνα.
Επίσης, όπως κάθε σοβαρή έφηβη που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και η Φιλίτσα, εκεί κάπου στο Γυμνάσιο, παράλληλα με όλα τα άλλα, αποφάσισε ότι έπρεπε να συνεχίσει την δυναστεία της Αρλεκινιακής Μπάρμπαρα Γκάρλαντ και ξεκίνησε τη συγγραφή ροζ Απαντων για να δώσει την δική της εκδοχή στον έρωτα του ψηλού, μελαχρινού, γαλανομάτη, με θεληματικό πηγούνι και σιδερένια μπράτσα (σαν την τανάλια που σφίγγουμε τις βρύσες στο μπάνιο, ένα πράγμα) Άγγλου αριστοκράτη με αμύθητη περιουσία και γρήγορο σπορ αυτοκίνητο που είχε μαγέψει τη βλαμμένη βλαχούλα από το Εσσεξ, η οποία μην έχοντας ξαναδεί άντρα στη ζωή της, πάθαινε συνεχή εγκεφαλικά καθε φορά που τον έβλεπε και λιποθυμούσε μόλις αυτός άνοιγε το στόμα του, έστω και αν ήταν μόνο για να βήξει.
Πέντε ολόκληρα κεφάλαια είχε ολοκληρώσει η Φιλίτσα από αυτό το λογοτεχνικό αριστούργημα (που ήταν σίγουρη ότι θα πήγαινε για Βραβείο στην Ακαδημία των Αθηνών, πριν προσγειωθεί, εννοείται, στις αίθουσες του Παλατιού της Στοκχόλμης όπου θα της απονέμετο το Νόμπελ Λογοτεχνίας).
Για κακή τύχη όμως του ψηλού, μελαχρινού και του θεληματικού του πηγουνιού, η Φιλίτσα έπρεπε να διακόψει το γράψιμο γιατί είχε φτάσει το καλοκαίρι και οι διακοπές, τα βατραχοπέδιλα και οι βουτιές δεν μπορούσαν να περιμένουν.
Στην επιστροφή, η μεγαλειώδης ιδέα της αριστουργηματικής συγγραφής ενός Άρλεκιν είχε ξεθωριάσει τόσο (όσο και το χτυποκάρδι της για τον νεαρό Γερμανό Χανς που είχε γνωρίσει στο παραθεριστικό θέρετρο της Κω), ώστε αποφασίστηκε εν μία νυκτί ότι το θεληματικό πηγούνι και οι κοτσίδες της βλαχούλας θα ρίχνονταν στην πυρά. Το σύγγραμμα σκίστηκε και πετάχτηκε στα σκουπίδια και έτσι ο δρόμος προς το Βασιλικό Παλάτι της Στοκχόλμης έκλεισε οριστικά.
Έτσι, μαζί με την εφηβεία, έληξε και ο «έγγραφος» βίος. Θα ξανάρχιζε, πιο σοβαρός πια, στα Πανεπιστήμια, στις Σορβόννες και τα εξωτερικά, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο στο βιβλίο της πολυτάραχης ζωής της Φιλίτσας Φογκ.
Για να επανέλθουμε στο σήμερα, αιτία αυτή τη φορά, για την πρόσφατη «εξαφάνιση» της Φιλίτσας, ήταν η λογοτεχνία και ένα τριήμερο ταξίδι!
Όχι, μην τρομάζετε, η αγαπητή Φιλίτσα δεν προέβη στη συγγραφή ποιημάτων και λογοτεχνικών «αριστουργημάτων», όπως αυτά που κατακλύζουν καθημερινά τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο από κάθε φιλόδοξη καημενούλα που ονειρεύεται ότι είναι η διάδοχος της Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ, της Σιμόν ντε Μποβουάρ, του Σεφέρη, του Καζαντζάκη και της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ και πρέπει πάση θυσία να τυπωθεί, να δημοσιευθεί και να αναρτηθεί για να μπορέσει στο εξής η ανθρωπότητα να προχωρήσει ήσυχη και ευτυχισμένη στον δύσκολο και πεζό δρόμο της.
Απλώς, μιας και αργεί πλέον να νυχτώσει (και μιας και αυτός ο άτιμος άντρας, ο Μορφέας, της ξεκαθάρισε ότι δεν θα την δέχεται στο εξής στις αγκάλες του από τις δέκα η ώρα το βράδυ, όταν ο ήλιος ακόμη λάμπει και είναι στη μέση του ουρανού), αποφάσισε και η Φιλίτσα να ξεκινήσει τα νυχτοπερπατήματα στις σελίδες 12 βιβλίων και να την βρίσκουν τα άγρια χαράματα! Τα ξεψάχνισε, τα έλιωσε και ταξίδεψε από το Κολωνάκι, το Βλαδιβοστόκ και την Αίγυπτο μέχρι την Τεχεράνη, την Αλγερία, το Παρίσι, τη Μασσαλία, τη Βαρκελώνη, τη Λίμα και το Μπουένος Άιρες.
Όσο για την ταξιδιωτική ανταπόκριση, αυτή σύντομα στις οθόνες σας! 🙂