Ο κύριος Μανούσος, εκτός από θεότρελος Κρητικός (εξ ηρωϊκού χωριού Χανίων, όπως του αρέσει να δηλώνει), γεμάτος ζωή και ενέργεια, ακόμα και σήμερα στα 90 του χρόνια, είναι και ένας αγιάτρευτος ταξιδιώτης! Πάντα του άρεσε να ονειρεύεται τόπους μακρινούς, και πέταγε τη σκούφια του για τα ταξίδια! Όποτε λοιπόν έβρισκε καιρό, δεν έχανε ευκαιρία, έπαιρνε την Κυρα-Μανούσαινα, έμπαιναν σε ένα αεροπλάνο και “εξαφανίζονταν”. Και όταν, προς τεράστια λύπη του, η συμβία του έγινε άγγελος στον Παράδεισο, ο κυρ-Μανούσος, συνέχισε να “αλωνίζει” στις 5 ηπείρους παρέα με την κόρη του, και με όποιον άλλο ήθελε να τους ακολουθήσει! Και που δεν έχει πάει! Ευρώπη, Αφρική, Αμερική, Ασία… Μόνο η Αυστραλία του έχει ξεφύγει (προς το παρόν ☺). Κάθε χρόνο και ενα ταξιδάκι για να ανανεώνεται. Εδώ και πολύ καιρό, λοιπόν, είχε αποφασίσει ότι φέτος το Πάσχα, θα παρατούσε τις μαγειρίτσες, τα αρνιά και τις οφτές πατάτες και θα πήγαινε να δοκιμάσει το σούσι στη χώρα καταγωγής του! Έτσι, αφού έπεισε την κόρη του και τη μεγάλη του εγγονή, έκλεισε το ταξίδι στο πρακτορείο ταξιδίων και ετοίμασε τις βαλίτσες για την Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου! Και το Σάββατο του Λαζάρου, σηκώθηκε, ντύθηκε, στολίστηκε (ελεύθερο πουλί ήταν, και το μάτι του έπαιζε μέχρι και στις σχιστομάτισσες Γιαπωνεζούλες☺), ήπιε το καφεδάκι του μαζί με μια δροσερή ρακή, πήρε τις κοπελιές του απο το ένα χέρι, τις βαλίτσες από το άλλο και μια και δυό βρέθηκε στο “Ελ. Βενιζέλος” έτοιμος για επιβίβαση! 10 μέρες θα του έδινε να καταλάβει! Ούτε που σκεφτόταν τις 18 ώρες πτήση! Μπήκε στο αεροπλάνο μαζί με όλο το γκρουπ, κάθησε στη θέση του και άρχισε να ροχαλίζει! Δεν άφησε κανέναν άλλον να κοιμηθεί, αλλά ο ίδιος το κατευχαριστήθηκε και δεν στενοχωρήθηκε και καθόλου! “Ας έπαιρναν ωτοασπιδες, οφούυυυ!”, είπε μιλώντας στον εαυτό του και έτσι καθησυχάστηκε☺.
Η πρώτη μέρα βρήκε τον Κυρ-Μανούσο, το σόι του και όλο το γκρουπ στο Κιότο. Αφού γύρισαν από δω κι από κει χαζεύοντας τους Γιαπωνέζους, τα ιερογλυφικά γράμματα (“ίντα ορνιθοσκαλίσματα είν’ τούτα, βρε Σίλβερ;!”, ρώτησε με απορία την κόρη του, την ώρα που περνούσαν από ένα τούνελ γεμάτο γραφές δεξιά και αριστερά), τις ντυμένες με τα κιμονό τους Γιαπωνέζες και θαυμάζοντας τους υπέροχους καταπράσινους κήπους, ήρθε η ώρα να μυηθούν στην ιεροτελεστία του ικεμπάνα, να πιούν δηλαδή το παραδοσιακό γιαπωνέζικο τσάι. Μαζεύεται όλο το γκρουπ, μπαίνει στην αίθουσα και περιμένει. Οι Γιαπωνέζοι, όπως ξέρουμε, είναι εντελώς κουκουρούκου λαός και με περίεργες γεύσεις ακόμη και στο τσάι!
Την ώρα λοιπόν, που του σέρβιρε το τσάι η γκεϊσούλα, γυρνάει ο θεότρελος Κρητικός κυρ-Μανούσος και της λέει εις άψογον ελληνικήν: “Άντε, βρε, από κει! Έχεις δοκιμάσει κορίτσι μου το φασκόμηλο;; Τη μαλοτήρα;; Μας περιπαίζεις μ ‘ αυτό το χυλό που νομίζεις πως είναι τσαι!”☺ Το γκρουπ ξερό από τα γέλια, η γκεϊσούλα έτοιμη για χαρακίρι και η κόρη Σίλβερ με την εγγονή έτοιμες για εγκεφαλικό! Ο Κυρ-Μανούσος όμως απτόητος! Τα πήρε στο κρανίο με τη Γιαπωνεζούλα που αργούσε και με περίσσιο νεύρα γυρνάει και λέει στον ξεναγό: “Μωρέ κοπέλι, να τους δείξω εγώ μαθές πώς να τα βάλουν, γιατί θα νυχτωσουμε εδώ πέρα;;!”. Τη στιγμή που γράφονται αυτές τις γραμμές, η γκεϊσούλα και ο ξεναγός νοσηλεύονται στην Κλινική “Σχισμένη Σαγιονάρα”, με νευρικό κλονισμό!
Η δεύτερη γιαπωνέζικη μέρα ξημέρωσε με επίσκεψη στην Οσάκα. Τα γκρουπ μέσα στην καλή χαρά, ο Μανούσος έχει γίνει πλέον η μασκότ, και περιμένουν νέες κρητικές ατάκες! Σήμερα, ο γύρος έχει παγοδες, κανάλια, πάρκα με λουλούδια και πολλές φωτογραφίες. Ο Κυρ-Μανούσος στα καλύτερά του, οι κήποι είναι η αδυναμία του, αισθάνεται στο στοιχείο του. Όμως κάτι τον ενοχλεί… Γυρνάει απορημένος στην Σίλβερ την κόρη του και ρωτάει: “Πολλή ησυχία βρε παιδί μου. Τόσος κόσμος βολτάρει, αλλά δεν βγάζουν κιχ ή μιλάνε μέσα από τα δόντια τους! Άσε δε, αυτές οι επικυψεις και η ευγένεια! Καλά, δεν πονάει η μέση τους συνέχεια να σκύβουν;;”.
Η τρίτη μέρα βρήκε τον ήρωα μας και όλο το γκρουπ στο Κυότο. Χάζι στις παγόδες από δω χάζι στις παγόδες από κει, κουράστηκε ο Κυρ-Μανούσος και άρχισε να παραπονιέται στη διπλανή του κυρία: -“Αχ, τα τζιά μου πονούνε, σήμερα!”, -“ποιά, ρωτά η κυρία, τα βυζιά;”!, -“ποιά βυζιά κυρία μου;; ελληνικά μιλάω δεν καταλαβαίνεις;;”☺ (ΥΓ. τζιά=μύες κάτω από το γόνατο).
Και προτού προλάβει να συνέλθει η κυρία, της δίνει και το τελειωμό “χτύπημα”, βγάζοντας από το μικρό σακίδιο που κρατούσε, τις κρητικές φρυγανιές Ταυρωνίτη και την κρητική γραβιέρα που είχε φέρει μαζί του και άρχισε να κερνά τους συνεπιβάτες! Ο ξεναγός φέρεται να δήλωσε μετά από αυτό ότι θα κρεμαστεί την επόμενη από μια ανθισμένη κερασιά ή αν δεν έβρισκε σκοινί θα έπεφτε στην λίμνη με τα νούφαρα να πνιγεί! Ο Κυρ-Μανούσος, πάντως, τον έγραψε κανονικά και άρχισε να τραγουδάει ριζίτικα! ☺
Τα βράδυ τους βρήκε κατάκοπους, πίσω στο ξενοδοχείο, να πίνουν νερό με λεμόνι, να χωνέψουν το σούσι που είχαν φάει το απόγευμα. Η κόρη και η εγγονή του, αφού τον καληνύχτισαν, έφτιαξαν ένα ελαφρύ τσάι, προσπαθώντας να συνέλθουν από όλα τα κρητικά “χτυπήματα” του ταξιδιού! Εξάλλου την επόμενη μέρα θα βρισκόντουσαν με το τρένο βολιδα στο Τόκυο και σκεφτόντουσαν από τώρα τί τους επιφύλασσε ακόμη ο παππούς Μανούσος!
Η μέρα για το Τόκυο έφτασε. Ο κυρ-Μανούσος ετοιμάστηκε, παρφουμαρίστηκε, πήρε το σόι και κατέβηκαν να φάνε το πρωινό τους παρέα με το υπόλοιπο γκρουπ (“ίντα ‘ναι αυτές οι αηδίες πρωί πρωί, χάθηκε ο κόσμος να έχουν κι αυτοί οι γιαπωνέζοι δύο αυγουλάκια, λίγη γραβιέρα, κάτι ανθρώπινο, βρε παιδί!”, μονολογούσε την ώρα που έπινε τον καφέ του, ένα μαυροζούμι…και ονειρευόταν το καφεδάκι του στην πλατεία του χωριού στα Χανιά..).
Αφού ολοκληρώθηκε το πρωινό,ωμπήκε όλο το γκρουπ στο λεωφορείο, πρωτοστατούντος βεβαίως του Μανούσου, και κατευθύνθηκαν στο σταθμό των τρένων όπου θα έπαιρναν το τρένο-βολίδα για Τόκυο. Και το τρένο ξεκινά, και γίνεται της τρελής μέσα από φωνές και ουάου και ουίου και ουέου και να μην προλαβαίνουν να δουν τίποτε έξω και να τα ‘χει ψιλοπαρει στο κρανίο ο Μανούσος. Και η ώρα να περνάει και το γκρουπ να έχει αρχίσει να πεινάει! Και ως απομηχανής Θεός να έρχεται ο Μανούσος και να βγάζει τα κρητικά παξιμάδια και τη γραβιέρα που είχε φέρει από το χωριό (κεφάλι ολόκληρο!) και να αρχίζει να τα μοιράζει στους συνταξιδιώτες! ☺ Και να παθαίνει έμφραγμα ο Γιαπωνέζος ξεναγός (χαρακίρι θα έκανε αργότερα γιατί έπρεπε να τροχίσει και το σπαθί του, “αει σιχτιρ, είπε από μέσα του, κι αυτή η Γιόκο όλα από μένα τα περιμένει, εγώ στο σούπερ μάρκετ, εγώ για το σπαθί”!! Να μην μπορεί ένας άνθρωπος να αποδημίσει εις Βούδαν με την ησυχία του”!) και να τον χειροκροτά το γκρουπ που τους έσωσε από πείνα και αν μπορούσαν μέχρι και το “πότε θα κάνει ξαστεριά” θα τραγουδούσαν προς τιμήν του!☺
Η παραμονή στο Τόκυο συνέπεσε με την ημέρα της Ανάστασης και του Πάσχα. Βέβαια Πασχαλιά χωρίς αντικρυστό, πατάτες οφτές και σφακιανές πίτες κάπως του ερχόταν ανάποδα του Κυρ-Μανούσου, αλλά τί να κάνει… Θα έδενε τη κρητική καρδιά του φιόγκο και θα περιοριζόταν στα φύκια, στα ωμά ψάρια και στο ρύζι (λες και ήταν άρρωστος…!). Βέβαια, από την άλλη του ψιλοάρεσε που σε δύο μέρες που θα επέστρεφε στο χωριό του θα είχε να διηγείται διάφορα ευτράπελα και περίεργα φαγητά στα φιλαράκια στο ρακάδικο της πλατείας ☺ οπότε, παρέβλεπε όλα τα διατροφικά στραβά των Γιαπωνέζων και έπεφτε με τα μούτρα στο ρύζι που του θύμιζε λαπά σε δημόσιο νοσοκομείο! ☺
Αφού λοιπόν το γκρουπ μπήκε και βγήκε σε όλα τα πανγρήγορα τρένα που υπάρχουν στον πλανήτη και αναθεμάτιζαν αραιά και που, επειδή δεν μπορούσε να δει και τίποτε έτσι όπως έτρεχαν, επισκέφθηκαν ο,τι παγόδες και παγοδάκια υπήρχαν στην γιαπωνέζικη πρωτεύουσα, δεν άφησαν ούτε κόκκο από ρύζι, έβγαλαν λέπια από τα ωμά ψάρια και άρχισαν να μυρίζουν σαν χαλασμένη τσιπούρα της ιχθυόσκαλας Ωρωπού, έφτασε και η ώρα της επιστροφής στην υποανάπτυκτη γηραιά Ήπειρο!
Φτάνοντας το γκρουπ στο αεροδρόμιο, οι γκέϊσες-αεροσυνοδοί δέχτηκαν τη χαριστική βολή…. Τους πετάχτηκαν τα μάτια έξω βλέποντας τον Κυρ-Μανούσο να έχει ντυθεί σαμουράι, να έχει ζωστεί ένα ψεύτικο σπαθί Katana, να φοράει τα στιβάνια του και να προχωράει αγέρωχος στο τσεκ-ιν! Το γκρουπ ήταν σε κατάσταση λιποθυμίας από τα γέλια, άλλοι έτρεχαν στην τουαλέτα να προλάβουν το κακό, η εγγονή του είχε κρυφτεί στην αγκαλιά της μάνας της, η κόρη του να στραυροκοπιέται και ο ξεναγός να δηλώνει επί τόπου παραίτηση, φωνάζοντας, “δεν αντέχω πια, έχουν σπάσει τα νεύρα μου, όλοι οι τρελοί σε μένα τυχαίνουν, αει σιχτιρ πια, ζωή είναι αυτή;;’! Παραιτούμαι, φεύγω, θα πάω μοναχός στο Θιβέτ!”, και πετώντας τα χαρτιά του στο αέρα έφυγε τρέχοντας αλλόφρων προς την έξοδο!
Ο Μανούσος, δε, απτόητος! Αφού τσέκαρε τα μπαγκάζια του, είπε ένα “σαγιονάρα” στον υπάλληλο, πλησίασε την κόρη του και τη ρώτησε, “τί έπαθε, κόρη, αυτός ο ζαβός;;”, τί να του εξηγεί και αυτή η έρμη, είπε ένα “ποιός ξέρει…”, και ακολούθησε την σειρά στο τσεκ-ιν και αυτή. Η επιβίβαση στο αεροπλάνο τους βρήκε όλους κατάκοπους αλλά ευχαριστημένους, όσο δεν έπαιρνε, με την εμπειρία που έζησαν! Ο Μανούσος, αφού κάθησε στη θέση του, έκλεισε τα μάτια, καληνύχτισε το σόι και άρχισε το ρυθμικό του ροχαλητό για να ξυπνήσει την επόμενη πια κατευθείαν στο “Ελ. Βενιζέλος”! ☺
Και τί θα έλεγαν άραγε οι υπόλοιποι αν ήξεραν τί ονειρευόταν σε όλο το ταξίδι: σουβλιστά αρνάκια και κοκορέτσια, κόκκινα αυγά, λυχναράκια, μαραθοπίτια και πατάτες οφτές δίπλα σε μια μπουκάλα γεμάτη ρακή που γέμιζε και ξαναγέμιζε το ρακοπότηρο, βλέποντας τους σύντεκνους να χορεύουν χανιώτη! Εμ, και στον Άρη να τον στείλουν διακοπές, ο 90χρονος κυρ-Μανούσος δεν χαίρεται τίποτε έτσι όπως θα το χαρεί στο χωριό του!
ΥΓ. Ορκίστηκε δε, να μην ξαναφάει ψάρι για ένα χρόνο μετά από το γιαπωνέζικο χουνέρι! “Δε βαριέσαι, βρε αδερφέ, μονολόγησε, τόσα χρόνια έχω μπροστά μου, δεν θα χαθούν τα ψάρια”! ☺