Δεν ξέρω αν οι πληροφορίες για την αγαπητή Αλκυόνη (τη μυθική όχι την Παπαδάκη) επιβεβαιώνονται από το trivoume_petres_kai_anavoume_fotia.gr ιστότοπο της μυθολογίας, αλλά έχω να παρατηρήσω ότι και τον παλιό εκείνο τον καιρό γινόντουσαν Σόδομα και Γόμορα!
Σύμφωνα λοιπόν με τη μυθολογία, η Αλκυόνη ήταν μια θεογκομενάρα της εποχής της (λέγεται ότι είχε κερδίσει και τον τίτλο καλλιστείων της Μις Αρχαίo Πεταλίδι και Άνω Αρχαία Μεγαλόπολη), που όπου περνούσε και όπου στεκόταν γινόταν ο κακός χαμός από όλα τα μυθολογικά αρσενικά λιγούρια.
Ο πατέρας της ήταν ο Αίολος (εξ ου και τα μυαλά της μικρής είχαν πάρει πολύ αέρα) και μάνα της η Ενάρετη (στο χωριό πάντως το κουτσοπολιό πήγαινε σύννεφο για τα ξενοπερπατήματα της «ενάρετης» Ενάρετης).
Η κουκλάρα Αλκυόνη, με την μύτη μέχρι το ταβάνι, δεν έριχνε τα μάτια της σε τίποτε λιγότερο από Μπραντ Πιτ και Τζην Χάκμαν. Μια μέρα, γνώρισε σε μια παρέα που είχαν βγεί για καφέ στην Παραλιακή, τον όμορφο Κήυκα, τον ερωτεύτηκε, την ερωτεύτηκε και αυτός με έρωτα σφοδρό και μεγάλο και την στεφανώθηκε με παππά και κουμπάρο στην μεγάλη εκκλησία του παραθαλάσσιου χωριού τους. Γλέντι τρικούβερτο έγινε με όργανα και χορούς και όπως μας ενημερώνουν έγκυρα ειδησεογραφικά πρακτορεία εκείνης της εποχής, η ένωσή τους ήταν τέλεια κι ένιωθαν τόσο ευτυχισμένοι, ώστε να νομίζουν ότι δεν ήταν κοινοί άνθρωποι.
Λέγεται ότι στον γάμο ο Κήυκας απήγγειλε και το γνωστό ποίημα του «ποιητή» Στέφανου Αυγερινού (alias Θανάση Βέγγου), με τίτλο «Το Πουλάκι» (ειρωνία της μοίρας, έχω να πω εγώ): “Είμαι ένα μικρό πουλάκι, που πετάει από κλαράκι σε κλαράκι, και που ζω με του έρωτά σου την ελπίδα, απ΄την μέρα και την ώρα που σε είδα» …..
Σχολιασμός του κοινού: πάει σου ΄στριψε η βίδα!!
Είχαν δεν είχαν την ψώνισαν οι δύο τους και σιγά σιγά, άρχισαν να πιστεύουν ότι είναι ισάξιοι των Θεών. Και βέβαια, ποιός είδε τον Δία και την Ήρα και δεν τους φοβήθηκε. Αφού έριξαν μεταξύ τους ένα μεγαλοιώδη καυγά, γυρνάει η Ήρα και του λέει:
- «Άκου να σου πω, Δία, κάνε κάτι με αυτούς τους δύο γιατί θα γίνει εδω της ανωμαλίας! Δεν μπορεί να μου αμφισβητεί εμένα τον ρόλο μου το κάθε τσ@@@@λάκι που την έχει δει Αντζελίνα Τζολί! Εσύ με τον άλλο τον ομορφονιό κάνε ότι θες – έχε υπόψη σου πάντως ότι θα γίνει ρεντίκολο της κοινωνίας αν δεν πάρεις μέτρα!».
Το σκέφτεται από δω ο Δίας, το σκέφτεται απο κεί, δεν άντεχε και την κρεβατομουρμούρα που θα του έκανε η Ήρα αν δεν την ηρεμούσε και σου λέει «ε, όχι να με καπελώσει ένας ξανθόψειρας, εμένα που στην πιάτσα με δείχνουν με το μεσιανό δάχτυλο», τα παίρνει άγρια στο κρανίο και ειδοποιεί τους «φουσκωτούς» του για να αναλάβουν δράση.
Μια μέρα που ο Κήυκας είχε βγει με το κότερο για βόλτα εκεί στης Θήρας τ΄ανοιχτά και των Σπετσών, του την πέφτουν οι «φουσκωτοί» του Δία με κάτι κεραυνούς σαν πυραύλους εδάφους-αέρος, και κάνουν το σκάφος κολυμπηθρόξυλα. Ο Κήυκας μη γνωρίζοντας κολύμπι (αφού όταν πήγαιναν με το σχολείο στο κολυμβητήριο αντί να ρίχνεται στο νερό, έστω και με μπρατσάκια να μάθει καμία απλωτή, αυτός προτιμούσε να σηκώνει βάρη και να κανει κοιλιακούς) βρέθηκε στην θάλασσα να καταπίνει όλο το Βόσπορο μέχρι που πνίγηκε και ησύχασε.
Την άλλη μέρα που κάλμαρε ο καιρός από τους κεραυνούς, βγήκε στο γυαλό η Αλκυόνη, μαυροντυμένη σαν άλλη Έλλη Λαμπέτη, στο «κορίτσι με τα μαύρα», μπας και βρει κανένα ίχνος από τον Κήυκα. Αλλα δυστυχώς γι΄αυτή τον Κήυκα τον είχαν φάει οι ροφοί και οι τσιπούρες και το μόνο που κατάφερε να εντοπίσει ήταν κάτι κασέλες που επέπλεαν. Άρχισε τότε να κλαίει απαρηγόρητα και για μερόνυχτα θρηνούσε τον χαμό του αγαπημένου της.
Την είδε σε αυτό το χάλι ο Δίας, και επειδή εκείνη την εποχή κατέβαινε σε εκλογές, σκέφτηκε να κάνει μία κίνηση που θα τον εξύψωνε στα μάτια του λαού, αφού θα έδειχνε μεγαλοψυχία στην Αλκυόνη. Ετσι, την μεταμόρφωσε σε ένα πανέμορφο πουλί, το γνωστό μας ψαροπούλι-θαλασσοπούλι, του έδωσε το όνομά της και το έστειλε να ζήσει κοντά στη θάλασσα και να αγναντεύει το πέλαγος, σαν να περιμένει να εμφανιστεί μέσα από τα κύματα ο χαμένος Κήυκας. Και μια και περίμενε και αγνάντευε μέ τις ώρες έπιανε και κανένα τραγουδάκι για να περνά ο καιρός. Έτσι δημιουργήθηκε και η επιτυχία ♫♫♫ «μια ψαροπούλα είναι αραγμένη, μπρος στ΄ακρογιάλι το Ζέπο περιμένει…» ♫♫♫
Όμως για να μην πουν ότι τον έπιασε κορόϊδο μια γυναίκα, έστω και μετα μορφωμένη σε πουλί, την υποχρέωσε να γεννά μέσα στο καταχείμωνο τα αυγά της και να τα κλωσσά στα βράχια της Πειραϊκής.
Για την κακιά της τύχη, εκείνη την εποχή έλειπε και ο Στέλιος ο μπεκρής (είχε μπαρκάρει) και δεν υπήρχε κανείς να την βοηθήσει στη γέννα. Έτσι τα αυγά τα έπαιρνε το κύμα τα πέταγε απο δω και απο κει και τα πουλάκια γινόντουσαν θαλασσινοί μεζέδες για τις ταβέρνες στο Μικρολίμανο. Είπαμε ρε μεγάλε Δία να την τιμωρήσεις αλλά και εσύ το παράκανες! Τέλος πάντων, με τα πολλά και την κατακραυγή του κόσμου, και φοβούμενος μη χάσει τους ψηφορφόρους του ο Δίας, έδωσε τόπο στην οργή και αφού τηλεφώνησε στον φίλο του τον Ήλιος και στον πατέρα της Αλκυόντης τον Αίολο και συννενοήθηκαν να σταματάει ο ένας να φυσάει καμιά δεκαπενταριά μέρες εκεί κατά τον Γενάρη και να βγάζει ο άλλος μερικές λαμπερές ακτίδες, μέχρι να μπορέσει η Αλκυόνη να κλωσήσει τ’ αυγά της και να βγουν τα μικρά της από μέσα.
Φύκια για μεταξωτές κορδέλες και παραμύθια της Χαλιμάς θα μου πείτε τώρα. Τϊ να σας πω. Μην ξεχνάτε ότι οι αρχαίοι ήταν «μανούλες» στην ποίηση και την λυρικότητα και στο να δημιουργούν ιστορίες από το πουθενά. Ισως να έστησαν αυτό το μύθο για να κάνουν ντόρο. «Πούλ μούρ» που λένε! 🙂