Είναι και αυτά τα Σαββατοκύριακα, όταν είμαι σπίτι (πράγμα σπανιότατο, αλλά ουχί απίθανο 🙂 ) που “τρώγομαι” με τα ρούχα μου και αρχίζω και ανασκαλεύω διάφορα πράγματα, μνήμες, βιβλία, συνταγές, μουσικές, χαρτιά και ό,τι άλλο περάσει από το μυαλό.
Ειδικά, τα κυριακάτικα μεσημέρια, μ΄αρέσει να”διακτινίζομαι” στα παιδικά χρόνια, που είναι για όλους τα πιο όμορφα, έτσι δεν είναι;
Δεν έχει σημασία αν έχουν περάσει δεκαετίες πολλές από τότε… Οι μνήμες, οι ήχοι, τα αρώματα, οι εικόνες και τα χρώματα ενός κυριακάτικου μεσημεριού παραμένουν ολοζώντανα. Καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας άνοιξη, κάθε εποχή δίνει τη δική της πινελιά στον πίνακα των αναμνήσεων τα κυριακάτικα μεσημέρια. Τη μόνη ίσως στιγμή της εβδομάδας που βρίσκονταν όλη (ή σχεδόν όλη) η οικογένεια στο τραπέζι. Για χρόνια την εικόνα του τραπεζιού συμπλήρωνε και ο παππούς, όπως στο παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού – ποιος δεν θυμάται τη γιαγιά που καθόταν με όλη την οικογένεια στο τραπέζι; 🙂 Και πάντα συνοδευτικό ήταν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Συνήθεια από τότε που παραμένει, μόνο που σήμερα την τηρεί ο μπαμπάς.
Στο δρόμο έξω από το σπίτι δεν περνούσε κανένα αυτοκίνητο την Κυριακή. Εξάλλου τότε τα αυτοκίνητα ήταν τόσο δυσεύρετα όσο είναι σήμερα τα …500ευρα. Μετά το γάλα με το ψωμί και το βούτυρο, ορμάγαμε στον κήπο για παιχνίδι και άμα βλέπαμε κανένα παιδάκι να παίζει στο δρόμο, τσούπ και εμείς μαζί του. Ναι, μάλιστα, ζήσαμε τις παλιές καλές εποχές που κυκλοφορούσαν παιδάκια στους δρόμους, έπαιζαν, τσίριζαν και δεν αποτελούσαν δαχτυλοδεικτούμενο “περίεργο είδος”, όπως σήμερα.
Και κάπου εκεί ανάμεσα στο “σκοινάκι”, στα “μήλα” και στο “κουτσό”, άρχισαν να φτάνουν και να τρώνε τη μύτη οι μυρωδιές της κουζίνας της μαμάς με το κλασσικό κυριακάτικο κοκκινιστό, ή σουτζουκάκια ή κοκκινιστό κοτόπουλο.
Και κάπως έτσι κάποια συγκεκριμένα κοριτσάκια διατήρησαν μέχρι σήμερα τις στρουμπουλές καμπύλες τους, γιατί το έτρωγαν όλο το φαγητό τους και το φχαριστιόντουσαν και δεν ήταν μίζερα (εκτός του μεγάλου, που την έπεφτε στα γλυκά και αναστέναζαν τα πιάτα). Αυτή η “μυρωδάτη” θύμηση μου ήρθε στο μυαλό σήμερα Κυριακή μεσημέρι και είπα να αποτίσω μαγειρικό φόρο τιμής στην καλύτερη μαγείρισσα του κόσμου, τη μαμά μου, και επίσης να ευχαριστήσω και το στομάχι μου που είχε ήδη αρχίσει να γουργουρίζει.
Η ασπρόμαυρη τηλεόραση, έπιπλο-θηρίο ολόκληρο, είχε την τιμητική της και αυτή για την κλασσική ελληνική ταινία, συνήθως στο κανάλι της; τότε, ΥΕΝΕΔ. Κυρίως δράμα, θυμάμαι, με Βούρτση και Ξανθόπουλο να “οργιάζουν” στο κλάμα. Βλέπετε, ο κατατρεγμός και η προσφυγιά ήταν και παραμένουν πάντα τα αγαπημένα θέματα του Έλληνα…! Σε όλα και για όλα!
Kαι σήμερα, την Κυριακή το μεσημέρι, μια παλιά ελληνική ταινία έχει την τιμητική της κάνοντας παρέα στα σουτζουκάκια ή στο κοκκινιστό, αλλά προτιμάται πια η κωμωδία για να γελάει το χειλάκι μας και να μην κάνουμε ρυτίδες κατσουφιάζοντας.
Και έτσι περνάει η ώρα του μεσημεριού και έρχεται το απόγευμα. Χαλαρό και χουζουριάρικο, όπως απαιτεί μια Κυριακή, μου “θυμίζει” ότι μετά το μεσημεριανό γεύμα, όταν είμασταν κάποτε παιδιά, βγαίναμε σιγά-σιγά στην αυλή και κάναμε κούνια και παίζαμε με τις 2 χελωνίτσες, μέχρι να ξυπνήσουν οι γονείς και να ετοιμάσουν τον απογευματινό καφέ τους και τα κλασσικά και λατρεμένα μπισκοτάκια μας Μιράντα Παπαδοπούλου. Το ίδιο έκανε και η γιαγιά μου όπου τα μεσημέρια στο σπίτι επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή! Ούτε μύγα δεν τολμούσε να πετάξει, όχι να ακουστεί και φωνή!
Στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας, μπροστά ή απέναντι από τον καναπέ (πάντα οι κουζίνες έχουν ένα μεγάλο τραπέζι και έναν καναπέ! σήμα κατατεθέν τουλάχιστον των δεκαετιών ΄70-΄80), έπαιρναν τη θέση του όλοι και όλα. Ένα είδος “Πνύκας” όπου όλοι μαζευόντουσαν, μίλαγαν, έλεγαν, φώναζαν, τσακωνόντουσαν και βέβαια στο τέλος δίκιο είχε πάντα η μαμά και η γιαγιά! Και έτσι έμπαιναν τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις για να ξέρουμε και ποιός κάνει κουμάντο! 🙂
Η απογευματινή χαλαρή σιέστα θα δώσει τη θέση της στην προετοιμασία της επόμενης μέρας και θα επιβεβαιώσει το γνωστό ότι οι Δευτέρες πάντα θα είναι οι πιο αντιπαθητικές μέρες της εβδομάδας.
Οπότε για να ηρεμήσω και εγώ και τα πνεύματα, θα ανατρέξω σε λίγη χαλαρωτική μουσική. Τζαζ παρακαλώ! “As time goes by”! Play it, Sam!