Tην πατρίδα την λατρεύω και φαίνεται. Και όταν κάθε Αύγουστο πατώ το πόδι μου στην κρητική πόλη της καρδιάς μου, δεν υπάρχει τίποτε φυσιολογικότερο από ένα τεράστιο χαμόγελο μέχρι τα αυτιά και ευχαριστίες στα ουράνια για την καταγωγή μου! Και, ναι, όλοι οι υπερθετικοί βαθμοί των χαρακτηρισμών και των περιγραφών δικαιολογούνται μέχρις εσχάτων!
Σήμερα θα περπατήσω στον δικό μου τόπο, την ονειρικά συναρπαστική και μαγικά ήσυχη και γλυκιά πόλη της Σητείας, που κάθεται και αγναντεύει την αυγή και το ηλιοβασίλεμα στο πανέμορφο κόλπο της στη σκιά της Καζάρμας. Την ηλιόλουστη και φωτεινή Σητεία, όπου ΅συναντάμε΅ την ωραιότερη ανατολή του πλανήτη, την μοναδική κρητική πόλη όπου οι Κρητικοί είμαστε περισσότεροι από τους τουρίστες (ευτυχώς που δεν είναι πολύ αναπτυγμένη τουριστικά)! Μάλιστα, όπως το ακούτε!
Και χαίρεσαι ιδιαίτερα να πηγαίνεις για μπάνιο στην παραλία της και να ακούς τα κλασσικά “Δημητράκη μην πας στα βαθιά, έλα να φας, βάλε τα μπρατσάκια σου” και όλα τα παρεμφερή που αναφωνεί στην θάλασσα κάθε Έλληνας γονιός με παιδιά που σέβεται τον εαυτό του. (Βέβαια, να ομολογήσω ότι ορισμένες φορές περνάει από το μυαλό η σκέψη “τί ωραία να ήταν εδώ παρέα μας και ο φίλος μου ο Ηρώδης” , αλλά δείχνω μεγαλοψυχία και «χαίρομαι τον ήλιο και τον παφλασμό του ελαφρού κύματος έτσι όπως σκάει στα βοτσαλάκια»
Στα παλιά τα χρόνια, η όμορφη Σητεία, όπως μου έλεγε ο παππούς μου ο Γιώργης (ο οποίος είχε γεννηθεί στα όμορφα Εξω Μουλιανά Σητείας με το υπέροχο φαράγγι του Ρίχτη (που έχει και νεράϊδες απ΄ότι λένε, εγώ μέχρι τώρα δεν εχω δει καμία αλλά ίσως το καλοκαίρι να λείπουν διακοπές κι αυτές), ήταν μια μικρούλα και ήσυχη πόλη, τέρμα-τέρμα εκεί στο ανατολικότερο σημείο της Κρήτης, στον ωραιότερο νομό της, το Λασίθι, μακριά και απομονωμένη από όλους και από όλα, με τον δικό της κατάδικό της χαρακτήρα, τα πανέμορφα χωριά της και τις εξοχές της.
Οι ζηλιάρηδες ουρανοί ξετρελάθηκαν από την ομορφιά της και εισηγήθηκαν στο κο Θεό να της στείλει πεσκάσια και ρεγάλα. Έτσι ο μερακλής Θεούλης γέμισε ο μπαούλο και της έκανε το ωραιότερο δώρο, για να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα μέρη του πλανήτη. Τα ωραιότερα νερά, τις ωραιότερες παραλίες και τους πιο εξω καρδιά ανθρώπους. Και έτσι οι Στειακοί έγιναν τελείως διαφορετικοί από τους υπόλοιπους Κρητικούς. Ήρεμοι και φιλήσυχοι όπως ο τόπος τους, ως γνήσιοι απόγονοι του Βιτσέντζου Κορνάρου και του Ερωτόκριτου λατρεύουν τη ζωή, τη ζούν στην καθημερινότητά της σαν σε γλέντι, πλημμυρίζουν μουσική (ακόμη και σ΄αυτό υπάρχει διαφορά αφού σε αυτή την πλευρά του νησιού αντί για την κρητική λύρα συναντάμε το βιολί – με αποτέλεσμα τα μουσικά ακούσματα πολλές φορές να παραπέμπουν στα Επτάνησα). Πολιτισμένοι (σόρρυ υπόλοιποι σύντεκνοι αλλά εδώ δεν μπορείτε να πείτε τίποτες – σαν νικούμε κατά κράτος και χωρίς άρματα 😉 ) και πρόσχαροι σου ανοίγουν την καρδιά με το πρώτο καλωσόρισμα.
Έτσι ήταν και ο παππούς (παρότι αρκετά αυστηρός – αλλά μην ξεχνάμε ότι ο παππούς είχε γεννηθεί στα μέσα της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αι.! και μας άφησε χρόνους, για να πάει λέει να γνωρίσει και άλλους ξένους τόπους εκεί στα ψηλά, την δεκαετία του ΄90! Αιωνόβιος και ακμαιότατος μέχρι το τέλος (ΥΓ. Πολλά φιλιά παππού!)
Η πανέμορφη πόλη της Σητείας διατηρεί πάντα την γραφικότητα και το χρώμα της. Και όταν χαθείς στα σοκάκια της νομίζεις ότι είσαι σε κάποιο άλλο νησάκι ξεχωριστό.
Πάμπλουτη σε ιστορία και πολιτισμό, έχει δει να γεννιούνται στα χώματά της VIPs και VIPs – προσωπικοτητες σαν τον Μύσωνα, έναν από τους 7 σοφούς της αρχαιότητας (αν και κάτι “κακοί αρχαίοι” άνθρωποι και ιστορικοί λέγανε ότι γεννήθηκε στην Οίτη, στην Σπάρτη, στην Πελοπόννησο ή και εγώ δεν ξέρω πού, γιατί απλά μας ζηλεύουν εμάς τους σοφούς VIP – και δη με κρητικές ρίζες – και θέλουν να μας διαβάλουν και να μας κακολογήσουν – εμείς όμως πιστεύουμε μόνο τον Διογένη τον Λαέρτιο που είπε ότι ο Μύσωνας ήταν από τη Σητεία και κλείνουμε το θέμα εδώ – του φτιάξαμε και άγαλμα στη παραλία, έχουμε κατοχυρώσει και τα ιστορικά και πνευματικά δικαιώματα και είμαστε ήσυχοι – Α, πα, πα, πα, πα, μην δείτε μέρος κρητικό να διεκδικεί διάσημο άνδρα αμέσως να τον αρπάξετε, λυσσάρες!) και τον πατέρα του Ερωτόκριτου της, τον Βιτσέντζο Κορνάρο.
Αρχαία πόλη, γνωστή ως Ητεία ή Σηταία, ήταν σημαντικό εμπορικό λιμάνι του Βυζαντίου κατά το Μεσαίωνα, ενώ την περίοδο της Ενετοκρατίας ενσωματώθηκε στο Βενετικό Βασίλειο του Χάνδακα (Regno di Candia) και, όπως διαβάζουμε στα βιβλία της εποχής, την αποκαλούσαν “maximum statum et lumen ejusdem insulae” – Μέγιστος σταθμός και Φως του Νησιού !! Τελικά αυτοί οι Βενετσιάνοι είχαν πολύ καλό γούστο, πρέπει να το παραδεχθούμε! (ΥΓ. Να θυμηθώ να τους επισκεφθώ σύντoμα για ένα ευχαριστώ).
Το φρούριo της, η γνωστή Καζάρμα (casa di arma), είναι ένα από τα πολλά ενετικά φρούρια που υπάρχουν στην Κρήτη. Στα μέσα του 17ου αιώνα, οι Ενετοί κατέστρεψαν την πόλη για να μην την παραδώσουν στους Οθωμανούς. Ξαναχτίστηκε το 1870 και την ονόμασαν Αβνέ (oh Diο, τι όνομα, μου θυμίζει ασβό), αλλά ευτυχώς για όλους μας το φρικαλέο αυτό όνομα δεν διατηρήθηκε σχεδόν καθόλου και επανήλθε στο ωραίο αρχικό της όνομα, Σητεία.
Η πόλη σήμερα έχει περίπου 11,000 όμορφους κατοίκους 🙂 (γιατί αν δεν παινέψεις το σπίτι σου πέφτει και σε πλακώνει), το πάρα πολύ όμορφο αρχαιολογικό της μουσείο που είναι και ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδος και το καλύτερο λάδι του πλανήτη! Αμ, πώς!
Α, και να μην ξεχάσω το κερασάκι στην τούρτα: η θέα της πόλης και του κόλπου της από κει πάνω από την Καζάρμα είναι συναρπαστική. Το λιμάνι γεμίζει με άσπρες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε, μικρές, χρωματιστές ψαρόβαρκες και γίνεται σαν πίνακας ζωγραφικής κάθε αυγή και κάθε ηλιοβασίλεμα.
Η παραλία-περαντζάδα, γεμάτη ρακάδικα (φημισμένα παγκοσμίως), είναι σαν “ναρκωτικό” που σε κρατάει αιχμάλωτό της μέχρι να πιείς τις τσικουδιές και να τιμήσεις τους υπέροχους μεζέδες.
Μετά το μεσημεριανό μπάνιο στα πεντακάθαρα νερά της παραλίας θα σταματήσεις να πιείς έναν δροσερό καφέ στο Εν Πλω, θα συνεχίσεις τον απογευματινό σου περίπατο όπου θα συναντήσεις όλους τους γνωστούς, πριν καταλήξεις για ένα (ή και δύο) πιάτο λουκουμάδες στου Μητσακάκη και να χαθείς στη συνέχεια στα μικρά δρομάκια της πόλης για να θαυμάσεις τα σπίτια με τις μπουκαμβίλιες, τις λουλουδιασμένες αυλές και τα μπαλκόνια. Θα φτάσεις μέχρι την πολιούχο της πόλης την Αγ. Αικατερίνη, θα ανάψεις ένα κεράκι, θα (ξανα)θαυμάσεις τη θέα της πόλης από τα ανοίγματα των δρόμων και θα (ξανα)πάρεις το δρόμο για την παραλία κατεβαίνοντας παράλληλα στην μικρή λιμνοθάλασσα της πόλης με τις πάπιες (ναι, ναι έχουμε και τέτοια στον τόπο μου), πριν αρχίσεις την βραδινή ιεροτελεστία με τσικουδιές και μεζέδες. Και επειδή όλοι είναι φιλικοί και πρόσχαροι, ιδίως όταν βλέπουν να τιμάς τα φαγητά τους και με το παραπάνω, θα σε ανταμείψουν με κάποιον κρητικό σκοπό ή καμιά μαντινάδα και θα σου πετάξουν και ένα «γειά σου κοπελιά» (οι ηλικιακοί σου αιώνες δεν έχουν σημασία)
Και βέβαια δεν είναι δυνατόν να παραλείψω να αναφερθώ στα θεϊκά γλυκά μας, τα μοναδικά λυχναράκια-κόλαση, τα ανεβατά καλτσούνια, τα κουλουράκια, τα γεμιστά σταφιδωτά… σταματώ γιατί με πιάνουν λυποθυμικές τάσεις! Αχ, έχουν αναστενάξει ταψιά και ταψιά στους φούρνους και τα ζαχαροπλαστεία της!
Όποιος επισκέπτεται τη Σητεία, την ερωτεύεται, θέλει δεν θέλει! Και όταν κάποια στιγμή αναγκάζεται να την αποχωριστεί, παίρνει μαζί του τόνους από τη γλύκα της και τις καλύτερες αναμνήσεις!