Ξυπνάω κάποιες Κυριακές, τις βλέπω έξω ηλιόλουστες, ήσυχες και ζεστές και δεν με χωράει ο τόπος. Παίρνω τηλέφωνο τη φίλη και κοντογειτόνισσα, η μόνη που μπορώ να βρω ξύπνια στις 10 η ώρα το πρωϊ, και κανονίζουμε να πιούμε ένα καφεδάκι και να συζητήσουμε όλες τις πολιτικές εξελίξεις μαζί με όλα τα άλλα που τρέχουν παράλληλα. Πού όρεξη τώρα να στολίζομαι κυριακάτικα… Αρκετά το ανέχομαι τις εργάσιμες μέρες. Βάζω τα αθλητικά μου, παίρνω τα γυαλιά ηλίου και ξεπορτίζω. Εξω δεν υπάρχει ψυχή, εκτός ίσως από κανα-δυό ποδηλάτες και καμία «συνομίλική» μου γηραιά κυρία που βγάζει βόλτα το σκυλάκι της στο παρκάκι.
Ήλιος στο ένα πεζοδρόμιο, σκιά στο άλλο, διαλέγω τη σκιά. Κάτω από τις συστάδες των πανύψηλων δέντρων δίπλα στο Αββαείο περπατάς πιό ευχάριστα και δροσερά ενώ παράλληλα θαυμάζεις τις κατοικίες στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Τα σπίτια με την δική τους ιδι;ίτερη αρχιτεκτονική, μια εικόνα που συναντάς πολύ συχνά στη Βόρεια Ευρώπη. Διάφοροι αιώνες, διάφορες δεκαετίες «ζωντανεύουν» η μία δίπλα στην άλλη.
Προσεγμένα τα σπίτια, με τις φτιαγμένες πράσινες και λουλουδιασμένες προσόψεις τους, τα κίτρινα ποδήλατα της πόλης το ένα διπλα στο άλλο περιμένουν τους «επιβάτες» της ημέρας. Τα βλέπεις σε κάθε γειτονιά σε όλη την πόλη. Εχουν μεγάλη πέραση και είναι δεκάδες αυτοί που τα χρησιμοποιούν γαι τις καθημερινές τους μετακινήσεις αφού δεν χρειάζεται να το επιστρέψουν εκεί απ΄όπου το πήραν αλλά σε οποιοδήποτε ανάλογο σημείο.
Η κεντρική λεωφόρος άδεια. Κάθομαι και βγάζω άνετα φωτογραφίες στη μέση του δρόμου. Περνώντας έξω από το γωνιακό κομμωτήριο της Ροζαλίντας θυμάμαι ότι πρέπει να κόψω τα μαλλιά μου γιατί αν συνεχίσω έτσι σε λίγο θα πρέπει να αλλάξω το όνομά μου σε «Γκόλφω, η ξενητεμένη βοσκοπούλα».
Ενας Αφρικανός γείτονας με προσπερνάει και με καλημερίζει. Ούτε που τον ειχα προσέξει και θα με πάρει και για αγενή ο άνθρωπος. Λίγο πιό πάνω στο τέλος της λεωφόρου Λουίζας βλέπω την κυρία Φατίμα με την κόρη της. Μια και έχει καλό καιρό έβγαλε τη μικρή βόλτα στο δάσος και τώρα επιστρέφουν να αρχίσουν να ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους για μεθαύριο που πάνε για τις καλοκαιρινές τους διακοπές στο Μαρόκο.
Παίρνω και εγώ την αντίθετη κατεύθυνση και φτάνω στο καφέ που έχω ραντεβού. Άδειο, πλην ημών των δύο και ενός κυρίου που διαβάζει την κυριακάτικη εφημρίδα του. Νομίζω ότι ειναι η πρώτη φορά που το βλέπω τόσο άδειο το καφέ… Συνήθως πρέπει να περιμένεις μισή ώρα στην ουρά μπας και αδειάσει καμιά θεσούλα να πιείς το καφεδάκι σου. Τον δεινόσαυρο απένταντι στον τοίχο ομολογώ ότι δεν τον είχα προσέξει ποτέ τόσα χρόνια! Ούτε τους ανεμιστηρες στην οροφή…! Προφανώς τις περισσότερες φορές που έρχομαι ο καιρός ειναι τυπικός χειμωνιάτικος, ακόμη και το καλοκαίρι, οπότε περνάνε απαρατήρητοι 🙂
Αρχίζεις τη συζήτηση, μπλα μπλα μπλα μπλα, δυο ώρας και άκρη δεν βρίσκεις. Στενοχωριέσαι να βλέπεις όλα αυτά που συμβαίνουν, θυμώνεις με τις καταστάσεις, προσπαθείς να δικαιολογήσεις πρόσωπα και πράγματα και καταλήγεις να αλλάζεις κάποια στιγμή θέμα συζήτησης για να μην «σκοτεινιάσει» πρωϊ-πρωϊ η ηλιόλουστη μέρα.
Μεσημεριάζει και ξαναπαίρνω το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Τώρα επιστρέφω από το απέναντι πεζοδρόμιο να «αλλάξω» εικόνες και οπτική. Στη γωνία συναντώ την Γερμανίδα γειτόνισσά μου με τον σκυλούκο της τον Cookie. Όντως θυμίζει μπισκότο με αυτά τα χρώματα. Γλυκύτατος και ευγενικότατος ο «νεαρός». Μου λέει μια γαυ-καλημέρα και συνεχίζει προς το πάρκο για την βόλτα του κουνώντας την ουρά του καμαρωτός-καμαρωτός. Στρίβω και εγώ τη γωνία και προχωρώ προς το σπίτι. Ησυχία, τάξη και ασφάλεια παντού. Την γειτονιά μάλλον την έχουν πλακώσει τα παπλώματα και ακόμη κοιμάται απ΄ότι φαίνεται.
Για μας τους πρωϊνούς τύπους, είναι πλέον η ώρα της ετοιμασίας του μεσημεριανού φαγητού για να ηρεμήσεις και το στομάχι που έχει αρχίσει να διαμαρτύρεται εντόνως. Να έχουμε χωνέψει μέχρι το απόγευμα που περιμένουμε φίλους για καφέ, γλυκό, παγωτό και κουβεντολόϊ.