Ευκαιρία ψάχνω, όπου και αν πηγαίνω, να περνάω από την πρωτεύουσα ακόμα και αν είναι για μιάμιση μέρα. Η λατρεία για την γενέθλια πόλη είναι πασίγνωστη καθώς και το ότι την θεωρώ την ωραιότερη πόλη του κόσμου (να λείπουν οι ξυνίλες πληζ, γιατί έτσι είναι, τελεία και παύλα). Όταν δε είναι και καλοκαίρι τότε δεν πιάνεται! Και θα μου πείτε, τί να προλάβεις να κανεις μέσα σε μιάμιση μέρα… Η απάντηση είναι όσα περισσότερα γίνεται, δεν στέκεσαι ούτε λεπτό και γυρνάς και τρέχεις από δω και απο κει.
Ξυπνάω Σάββατο πρωϊ, ορμάω στο ντούς, γρήγορα σπλιτς σπλατς τραγουδώντας κάτω από το νερό, και τρέχω στην κουζίνα να φτιάξω ελληνικό καφεδάκι (γιατί δεν μου επιτρέπω κανένα άλλο είδος καφέ όταν είμαι στο σπίτι στην Ελλάδα). Βγαίνω και το απολαμβάνω στο μπαλκόνι λέγοντας μια καλημέρα στα φυτά και στα ριγέ μαξιλαράκια της πολυθρόνας. Η ζέστη χαρακτηριστική. Μου έρχεται η σκέψη να πάρω το λάστιχο και να αρχίσω να καταβρέχω, αλλά κάνω το λάθος και κοιτάω το ρολόϊ μου. Αλαφιάζω συνειδητοποιώντας ότι η ώρα είναι ήδη 9.30 και εγώ έχω ραντεβού στο κέντρο της πόλης στις 10!! Πετάω τα μπουρνούζια, ντύνομαι, στολίζομαι, παρφουμαρίζομαι, παίρνω την τσάντα και τρέχω σαν την σεληνιασμένη στον κεντρικό δρόμο να βρω ένα ταξί. Τσούπ, νάτο και έρχεται. Ανοίγω την πόρτα, μπαίνω και λέω τον προορισμό. Ευγενικός ταξιτζής, ακούων έντεχνη και ποιοτική μουσική αρκετά χαμηλά να μην ενοχλείται και ο πελάτης. Εκπλήσσομαι ευχάριστα (συνήθως όταν μπαίνω σε όχημα της αγαπητής επαγγελματικής τάξης των ταξιτζήδων μαθαίνω όλα τα αθλητικά νέα του πλανήτη, όλα τα σουξέ της Εθνικής οδού από την Μπέλα Μπούλα και τον Φίφη Φιρίκη ενώ το όλο ακουστικό υλικό ολοκληρώνεται όταν ο αγαπητός τάξι ντράιβερ είναι λαλίλαστος και δη για πολιτική κουβεντούλα).
Φτάνω στου Ζώναρς. Ο καλός κόσμος που με αναμένει (δηλαδή οι φοβερές και τρομερές συμμαθήτριες με τάσεις εγκληματικές … μάλλον λόγω καθυστέρησης πέραν του ακαδημαϊκού τετάρτου) σκάει χαμόγελα, δίνονται τα γνωστα ματς-μουτς και καθόμαστε. Παραγγέλνουμε καφεδάκι αλλοδαπό (εκτός σπιτιού μου το επιτρέπω) καπουτσίνο και συζητάμε περί ανέμων και υδάτων. Παίρνω τηλέφωνο και κάποια συμμαθήτρια που περιμέναμε να μας κάνει παρέα εκείνο το πρωϊ αλλά αυτή την είχε δεί «μπογιατζής»-Δ. Παπαμιχαήλ στις «Διπλοπενίες» και μας έφτυσε σαν κουβανέζικο γραμματόσημο της δεκαετίας του ΄70. Αφού ακούγονται στη μέση της Βουκουρεστίου όλα τα διάσημα «γαλλικά» έρχεται η ώρα να εκδράμω για το επόμενο ραντεβού.
Είχα όρεξη να κατέβω την Πανεπιστημίου και να περάσω από Ομόνοια. Μεσημέρι είναι σκέφτομαι, διαβατήριο (ακόμη) δεν χρειάζομαι ας πάω να πω μια καλησπέρα και στους τουρίστες-αλλοδαπούς που λιάζονται στην πλατεία. Παίρνω παραμάσχαλα τις συμμαθήτριες και κατεβαίνουμε λικνιζόμενες την Πανεπιστημίου. Κλακ-κλακ βγαίνουν οι φωτογραφίες με το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία και την Εθνική Βιβλιοθήκη. Μέσα στη φωτογραφία αποθανατίζονται και τα απαραίτητα κίτρινα ταξί. Χαζεύω την Πανεπιστημίου γεμάτη αυτοκίνητα, τρόλευ και λεωφορεία. Εκενυρίζομαι τα μάλλα γιατί κάποιοι «γύφτοι»-κάφροι έχουν πάλι γράψει στα μάρμαρα και τους τοίχους στην Ακαδημία και στο Πανεπιστήμιο (επιβεβαιώνω τελικά ότι προερχόμαστε από την βαθιά Ανατολή και δεν πρόκειται ποτέ να γίνουμε πολιτισμένοι άνθρωποι).
Γυρίζω το κεφάλι και βλέπω ότι έχουμε φτάσει έξω από το Αρσάκειο (Δικαστήρια). Ήταν κλειστά ευτυχώς γιατί αλλιώς μπορεί κάποιος να «διάβαζε» τις σκέψεις και να με έστελνε αυτόφωρο (αλήθεια αυτό το κτίριο ειναι κλειστό ή λειτουργεί; ). Στην απέναντι ακριβώς γωνία στην πλατεία βλέπω ένα άγαλμα – ωραίο δείχνει αλλά δεν μου θυμίζει κάτι. Πλησιάζω κοντά με τις συμμαθήτριες και βλέπουμε ότι είναι το άγαλμα του Αλ. Παναγούλη. Και αυτό ευχάριστη έκπληξη. Αποθανατίζω τον αγωνιστή (ο τελευταίος γιατί πλέον ο όρος έχει ξεφτυλιστεί εντελώς) και συνεχίζουμε το κατέβασμα της Πανεπιστημίου.
Συνεχίζω να χαζεύω δεξιά και αριστερά. Αισθάνομαι ότι όλα είναι ίδια και ότι όλα έχουν αλλάξει. Είναι σαν να είμαι στην Αθήνα του ΄80 αλλά και στην Αθήνα του 2015. Γωνία με Πατησίων σταματάμε στο φανάρι. Δίπλα μου η βιτρίνα του Λουμίδη. Από το 1920 υπάρχει ο πιό μυρωδάτος καφές. Η βιτρίνα «στολισμένη» καλοκαιρινά σε δροσίζει και μόνο που την βλέπεις – «Καλό καλοκαίρι» γράφει και δίπλα στην πόρτα σου παραθέτει μια γλυκιά πινακίδα με «γλυκό του κουταλιού καρπούζι, ερωτικό μαύρο τσάι με μπαχαρικά και πορτοκάλι και παραδοσιακά αμυδγαλωτά με ανθόνερο κ μαστιχέλαιο». Ενας μαυροπίνακας που σε μεταφέρει αυτόματα σε μια παραλία, ένα σούρουπο, σε μια ξαπλώστρα με ένα καπέλο (δεν ξέρω πως μου ήρθε το καπελο στο μυαλό αλλά είναι απαραίτητο συστατικό της εικόνας).
Περπατάμε μερικά βήματα και «πέφτουμε» στην Ομόνοια Πλας. Κάτι τέτοιες στιγμές εύχεται ο άνθρωπος να υπήρχε η «θανατική ποινή» και να έστηναν στα τρία μέτρα αυτόν ή αυτούς που την κατάντησαν έτσι! Πάλι καλά που υπάρχουν γύρω γύρω κάποια εναπομείναντα κλασσικά κτίρια και της δίνουν κάτι από την παλιά της αίγλη (όσο γίνεται). Το καφέ πάνω στην πλατεία το αφήνω ασχολίαστο… Οι μόνοι χαρούμενοι περπατητές πάνω στην τσιμεντο-πλατεία τελικά είναι τα περιστέρια. Την έχουν πέσει σε κάτι κουλούρια και ψίχουλα και δεν δίνουν σημασία σε κάνεναν.
Διασχίζουμε το δρόμο και αρχίζουμε να κατηφορίζουμε την Αθηνάς. Μ΄αρέσει πολύ η οδός Αθηνάς. Είναι μια παλιά Αθήνα μόνη της. «Καλυμμένη» από τις συστάδες των πανέμορφων τζακαράντα που από μωβ όταν ανθίζουν γίνονται καταπσάσινα με κάτι πορτοκαλοκίτρινα λουλουδάκι στη συνέχεια. Δεξιά και αριστερά μαγαζιά και βιτρίνες που λες και έοχυν βγεί από ελληνική ταινία. Λίγο πιό κάτω συναντάμε τον όμορφο Περικλή (τον αρχαίο, που έγινε πια άγαλμα) να «φυλάσσει το πανέμορφο κτίριο του Δημαρχείου της πόλης των Αθηνών. Ε, τον μαύρο σκέφτομαι… πού να φανταζόταν ότι ο Χρυσός του Αιώνας θα γίνει μαύρος και άραχνος… Πάλι καλά που αυτός έμεινε «άσπρος». Περνάμε απέναντι στην πλατεία Κοτζιά. Πανέμορφη, πολύ απλά. Με το συντριβάνι της, τα φαναράκια της τα παλιά, το κουκλίστικο νεοκλασσικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και τα απαραίτητα μιλιούνια των περιστεριών της που πετάνε από δω και από κει. Σε κάποια άκρη μια «πλανώδια αοιδός» την έχει δει Ελένη Τσαλιγοπούλου και Ελευθερία Αρβανιτάκη ταυτόχρονα και διασκεδάζει το κοινό υπό τους ήχους συνθεσάϊζερ. Άσχημη πάντως τη φωνή της δεν τη λες με τίποτε.
Στρίβουμε στην Αιόλου. Επιβάλλεται να περάσουμε από τον πιό γλυκό «ναό» της πόλης: Λουκουμάδες ΚΡΙΝΟΣ. Μαζί με την Ακρόπολη είναι τα σημεία ανφοράς της Ελλάδας! Μπαίνουμε χωρίς ανάσα καθόμαστε παίρνουμε δυο γεμάτα πιάτα με ζεστούς λουκουμάδες περιχυμένους με μέλι και κανέλα. Δεν προλαβαίνει να φτάσει στο τραπέζει ο δίσκος. Οι μελένιες ροδέλες εξαφανίζονται εντός πενταλέπτου. Πίνουμε νερό να κατέβει στο στομάχι όλη η γλύκα και αναχωρούμε. Λίγο πιο κάτω έχω ραντεβού με καλό φίλο.
Περνάμε μπροστά από την όμορφη εκκλησία της Αγ. Παρασκευής και συναντάμε την πιό τρέντυ πλατεία του κέντρου της πρωτεύουσας, την πλατεία της Αγ. Ειρήνης με την ομώνυμη εκκλησία. Αγνώριστη η πλατεία πια. Κούκλα. Γεμάτη ζωή, κόσμο, ενέργεια. Φασαρία, πολύχρωμα καφέ. Πηγαινοέρχεσαι δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να διαλέξεις. Οι φίλες φεύγουν, έχουν και οικογένειες ,δεν είναι όλοι αργόσχολοι σαν την αφεντιά μου. Ψάχνω το καφέ που κάθεται ο φίλος μου. Α, νάτο το βρήκα. Αγκαλιές, φιλιά καθόμαστε, παραγγέλνω εκ νέου καφεδάκι και αρχίζουμε το κουτσομπολιό και την ενημέρωση.
Η ώρα περνάει εν ριπή οφθαλμού και θυμάμαι ότι με περιμένει η επόμενη συνάντηση, με την κολλητή μου στο Μοναστηράκι. Κατεβαίνω στην γεμάτη κόσμο, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, πλατεία. Χαμός. Φωνές, μουσικές, πλανώδιοι, δεκάδες νέοι, όλος ο κόσμος δίνει ραντεβού εκεί. Χαζεύω τον υπέροχο σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι και ακούω δίπλα μου ξαφνικά κάτι τραγούδια.
Μια όμορφη ρεμπέτικη μπάντα έχει πιάσει πόστο πάνω στην πλατεία ακριβώς απέναντι από την είσοδο του σταθμού και διασκεδάζει τον κόσμο. Κάτι τέτοιες πρωτοβουλίες και κινήσεις με κάνουν να λατρεύω την πόλη ακόμη περισσότερο. Η κολλητή έρχεται, κατευθυνόμαστε προς την πλατεία Αβυσσηνίας. Διασχίζουμε όλα τα γραφικά δρομάκια με τις χαρακτηριστικές τους πραμάτιες. Ποιος να φανταζόταν πριν κάποια χρόνια ότι αυτή η γειτονιά θα γινόταν η πιο must της Αθήνας και ότι όλος ο κόσμος θα την είχε ως σημείο αναφοράς του για όλες τις συναντήσεις του. Αντρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, τουρίστες όλος ο κόσμος και ο ντουνιάς βολτάρει στα πανέμορφα δρομάκια, πίνει τον καφέ του στα κουκλίστικα καφέ. Μουσικές αρχίζουν να ακούγονται από κάποια μπαράκια, βραδυάζει σιγά-σιγά. Δεν έχουμε σταματήσει να μιλάμε με την κολλητή μου. Τρίωρη φλυαρία που δεν λέει να τελειώσει. Ομως, η ώρα για την τελευταία συνάντηση, την καλύτερη, έχει πλέον έρθει. Γρήγορα γρήγορα σηκωνόμαστε και κατευθυνόμαστε προς το μετρό. Αγκαλιές, φιλιά, θα τα πούμε σε ένα μήνα πάλι από κοντά σε ένα πανέμορφο νησί. Τρέχω στο μετρό, κατεύθυνση Ακρόπολη. Ο τελικός σταθμός της σαββατιάτικης περιπλάνησής μου. Ανεβαίνω ποδαράτη όλο τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Γεμάτος κόσμο ο δρόμος. Λογικό, γιατί το Μουσείο της Ακρόπολης γιόρταζε τα 6 του χρόνια και ήταν ανοιχτό και είχε και μουσικό event. Πανέμορφος δρόμος, με τα μοναδικά του νεοκλασσικά από τη μιά και το ωραιότερο μνημείο του πλανήτη, την Ακρόπολη, από την άλλη. Φτάνω στον προορισμό μου: Εστιατόριο «Αττικός» (προτείνεται με τα χίλια, λόγω και κάποιων αδυναμιών που έχουμε τέλος πάντων και εμείς. Έχει και κερκυραϊκό σοφρίτο, αφού η ιδιοκτήτρια η κα Μήνα είναι Κερκυραία από το Κοντόκαλι), τραπέζι στην πανέμορφη ταράτσα του με θέα όλη την Ακρόπολη από τη μία και όλο το Αστεροσκοπείο από την άλλη. Δείπνο με τους γονείς. Ιδιαίτερες στιγμές. Υπέροχο φαγητό και ακόμη πιο υπέροχο το γλυκό στο τέλος. Ο ωραιότερος μπακλαβάς που έχω φάει στη ζωή μου μετά από της μαμάς και τον δικό μου ;). Ζήτησα να πάρω και σε ταπεράκι αλλά μάλλον δεν με πήρε σοβαρά και το άφησε ασχολίαστο. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας με το δροσερό κρασάκι, φάγαμε τα φρεσκότατα ψάρια μας και τα γλυκά μας και χαζέψαμε τη μοναδική θέα που απλωνόταν μπροστά μας. Και λίγο πριν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα και μεταμορφωθούμε σε κολοκύθες (με τόσα που είχαμε φάει), μπήκαμε σε ένα ταξί και πήραμε το δρόμο για την οδό Ανθέων.