Ο Δίας και το σόϊ του …

Κατά μάνα, κατά κύρη κατά γιό και θυγατέρα λέει ο λαός και είναι σοφή αλήθεια. Από κακό και μπερμπάντη γονιό βγαίνουν παιδιά κέρατα βερνικωμένα.

Να, όπως καλή ώρα ο μπαρμπά-Κρόνος (μεγάλος μαφιόζος στα νιάτα του) με τη γυναίκα του την κυρα-Ρέα (Πανωρέα ήταν το όνομά της, αλλά επειδή είχε τα μαύρα της τα χάλια της το έκοψαν και το έκαναν Ρέα), ένα ζευγάρι ορεσίβιων βοσκών που ζούσε κάπου στα βουνά της Ημαθίας. Περίεργοι άνθρωποι, με τις λόξες των χωρικών, αποφάσισαν να κάνουν μεγάλη φαμίλια για να έχουν κάποιον να τους γηροκομήσει.

Ομως στα χωριά τα κουτσομπολιά και οι κακίες παίρνουν και δίνουν, μικρός γαρ ο τόπος. Ετσι, μια μέρα, ο μπαρμπα-Κρόνος έμαθε ότι η αρχι-κουτσομπόλα του χωριού διέδιδε από δω και από κει όλα τα αίσχη που είχε κάνει αυτός στα νιάτα του ενάντια στον πατέρα του τον Ουρανό (που ήταν πολύ αγαπητός στο χωριό) και τον αναθεμάτιζε και τον σιχτίριζε να του κάνουν τα ίδια και τα παιδιά του, για να μάθει αυτός.

Πυρ και μανία ο μπαρμπα-Κρόνος έψαχνε τρόπο να ξεπαστρέψει και την κουτσομπόλα αλλά και όσα από τα παιδιά του είχαν γεννηθεί ή επρόκειτο να γεννηθούν για να μην έχει μάρτυρες για τα αίσχη του. Τα 5 μεγαλύτερα παιδιά του, ο άχρηστος πατέρας τα άφησε να πεθάνουν από τις κακουχίες στην κατασκήνωση που τα είχε στείλει, κάπου στον Πλαταμώνα, ενώ έψαχνε τρόπο να ξεπαστρέψει και το μωρό που θα γεννούσε η κυρά του.

Παρότι τα έβλεπε όλα αυτά η αγαθιάρα η κυρά-Ρέα, δεν έλεγε κουβέντα. Εντελώς ζώον μιλάμε. Επρεπε να φτάσει ο κόμπος στο χτένι ώστε να ζητήσει βοήθεια από την ξεματιάστρα του χωριού, τη βάβω-Γαία, να επινοήσει ένα σχέδιο για να σώσει το μωρό, έτσι ώστε αργότερα αυτό να εκδικηθεί τον κακούργο πατέρα για τα μύρια όσα είχε κάνει εκείνος στον ίδιο του τον πατέρα και παππού του μωρού (τον Ουρανό) και στα άλλα του αδέρφια που είχαν πεθάνει.

Η βάβω κάθησε έσπασε το κεφάλι της και σκέφτηκε να στείλει την κυρα-Ρέα να γεννήσει σε άλλο μέρος, μακριά από το χωριό της, προφασιζόμενη ότι η κυρά είχε αλλεργικό άσθμα και έπρεπε να μεταβεί σε διαφορετικό κλίμα για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα και στο μωρό. Έτσι την έστειλε στο Δικταίο Άντρο της Κρήτης, που ήταν ψηλά στο βουνό και απομακρυσμένο από τα βλέμματα, ώστε να γλυτώσουν και τα κουτσομπολιά των ντόπιων κατοίκων.

Μετά από λίγους μήνες η κυρα-Ρέα γέννησε ένα όμορφο στρουμπουλό αγόρι που το ονόμασε Δία. Συνεννοήθηκε όμως με τη βάβω και είπαν στον άντρα της ότι το μωρό γεννήθηκε νεκρό και ότι το έθαψαν σύμφωνα με τα κρητικά έθιμα. Βλάχος από τα γκράβαρα ο μπαρμπα-Κρόνος το έχαψε (σιγά μην ήξερε εκεί πάνω στη Μακεδονία τα κρητικά έθιμα) και δεν ξαναασχολήθηκε με το θέμα. Η κυρα-Ρέα μιας και τώρα θα έπρεπε να γυρίσει πίσω στον άντρα της και στο χωριό της, εμπιστεύτηκε το μωρό-Δία στη βάβω-Γαία να το αναθρέψει, να το μεγαλώσει, να το μορφώσει και να το κάνει άντρα. Βρήκαν και ένα μικρό χωριατόσπιτο κάπου στην Ίδη της Κρήτης, το καθάρισαν, το ετοίμασαν και εγκαταστάθηκαν.

Η βάβω η μαύρη, μένοντας μόνη με το μωρό, ούτε ήξερε τί να κάνει. Πώς θα το τάιζε, πώς θα το ησύχαζε το σκασμένο που όλο έκλαιγε και τσίριζε! «Α, ρε Ηρώδη, που είσαι», σκεφτόταν κάτι τέτοιες ώρες και «γυάλιζε» το μάτι της. Τέλος πάντων, με τα πολλά αποφάσισε να αγοράσει μια κατσίκα, που τη βάφτησε Αμάλθεια, για να παίρνει τουλάχιστον γάλα να ταϊζει το μωρό και προμηθεύτηκε και ντόπιο μέλι για να του δίνει αλλά και να αλοίφει και αυτή στο ψωμί της για πρωϊνό. Φαρίν Λακτέ Γιώτης και ρυζάλευρο τα είχε αποκλείσει από τη διατροφή του γιατί λέει ήταν ανθυγιεινά.

Ο κακομαθημένος όμως ο μικρός Δίας, είχε εκαταλάβει ότι η βάβω δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ασχολείται με την αφεντιά του και από μωρό της είχε κανει τη ζωή πατίνι. Με τίποτε δεν ήταν ευχαριστημένο το κωλόπαιδο και όλο έσκουζε και τσίριζε να γίνει το δικό του. Η βάβω επειδή κάποια στιγμή φοβήθηκε ότι οι χωρικοί ακούγοντας τα κλάμματα ίσως αγανακτούσαν και έψαχναν να βρουν την οικογένειά του, ανησύχησε και σκέφτηκε «δεν είμαστε για τέτοια τώρα, αυτό δα μου έλειπε να δω μπροστά μου καμια Νικολούλη να ψάχνει με το φακό της ή να μου φέρει ο ταχυδρόμος κανένα «πακέτο» από κείνη την αλόγα τη Βίκυ». Ετσι πήγε και βρήκε κάτι καλόπαιδα που έβοσκαν εκεί τριγύρω τα ζα τους και τους ζήτησε να χορεύουν και να τραγουδούν όλη μέρα, γιατί λέει με τη μουσική τους ηρεμούσε το μωρό. Αυτά τα καημένα τα χωριατόπαιδα, Κουρήτες τους έλεγαν, μην έχοντας ιδέα από ανατροφή παιδιών το έχαψα το παραμύθι και άρχισαν από κείνη τη μέρα να ξεδιπλώνουν όλο το μουσικό τους ρεπερτόριο, από Ξυλούρη και Γαργανουράκη μέχρι Σαββιδάκη και Μαζωνάκη.

Έτσι λοιπόν με αυτά τα ευτράπελα, πέρασε ο καιρός και ο Δίας ενηλικιώθηκε.

Χοντράνθρωπος, όμως, όπως ήταν (που να μάθει τρόπους εκεί πάνω στα βουνά παρέα με βοσκούς και κατσίκες) δεν τον χώνευε κανείς, παρότι ήταν good looking boy και την κουνούσε την αχλαδιά με όποια έβρισκε.

Η βάβω-Γαία, που πια είχε παραγεράσει και δεν άντεχε ούτε έξω από την αυλή της να βγεί, τον είχε ακόμη μη βρέξει και μη στάξει. Κάποια μέρα, αποφάσισε να του πεί την αλήθεια για την οικογένειά του και κυρίως για τα αίσχη του πατέρα του απέναντι στον παππού του και στα αδέρφια του.

Τρελλάθηκε ο Δίας, τα πήρε εντελώς στο κρανίο και μια και δυό ξεκίνησε παρέα με τα φιλαράκια του από το Λύκειο του Ρεθύμνου να πάει στην Ημαθία (δεν ήταν και ο ατρόμητος Τσακ Νόρις για να παει μόνος του – μετά που άρχισε να ασχολείται με τη γυμναστική και το κικ-μπόξινγκ έγινε τούρμπο – άσε που οι φίλοι του ήταν ξεπεταγμένοι στο μαχαίρι και το ντουφέκι σαν γνήσιοι Κρητικοί και όχι γιαλαντζί ντερβίσιδες σαν αυτόν).

Για την κακιά του τύχη όμως εκείνη την ημέρα είχε απεργία η Ολυμπιακή και η πτήση για Θεσσαλονίκη είχε ακυρωθεί. Ετρωγε τα λυσακά του ο Δίας, αλλά έπρεπε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα. Πρωϊ πρωϊ, λοιπόν, της επομένης πήραν την πτήση για τη συμπρωτεύουσα και από κει το ΚΤΕΛ για Ημαθία. Οταν έφτασε στο χωριό του πήγε κατευθείαν στο σπίτι του (ο καφετζής στην πλατεία παραξενεύτηκε που κάποιος ξένος με περίεργη προφορά ζητούσε τον μπαρμπά-Κρόνο αλλά δεν το σκέφτηκε περισσότερο και τον ορμήνεψε πως να βρεί το σπίτι)

Το τί έγινε όταν μπήκε στο σπίτι των γονιών του ο Δίας δεν περιγράφεται. Η κυρά-Ρέα να σταυροκοπιέται και να φτύνει τον κόρφο της που ξαναέβλεπε το γιό της μετά από τόσα χρόνια, ο μπαρμπα-Κρόνος να έχει πάθει συγκοπή και να απειλεί ωριόμενος τη γυναίκα του ότι θα την σκοτώσει που του είχε πει ψέμματα. Της τρελλής! Κουβέντα στην κουβέντα, πιάστηκαν στα χέρια και πάνω στον καβγά μαχαιρώνει ο Δίας τον πατέρα του. «Επιτέλους πήρα το αίμα μου πίσω και για τον παππού μου και για τα αδερφάκια μου, παλιοτόμαρο», αναφώνησε ο Δίας ως άλλος Γιώργος Φούντας! Στη συνέχεια έκανε άνω κάτω το σπίτι μπας και βρει καμια χρυσή λίρα (σου λέει ο γέρος καλά κρατιόταν για βουνίσιος χωρικός). Με τα πολλά βρήκε μέσα στο στρώμα ένα πουγκί με χρυσόλιρα. Γυρίζοντας στη μάνα του, την κοίταξε με αδειανό βλέμμα και αφού την πέρασε γενιές δεκατέσσερεις, την έφτυσε που τον παράτησε νεογέννητο σε ξένα χέρια, αρνήθηκε να ακούσει τις δικαιολογίες της, πήρε τις λίρες και σηκώθηκε και έφυγε για πάντα από την Ημαθία.

Επιστρέφοντας στην Κρήτη, με τις λίρες που είχε, αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι, γράφτηκε στο γυμναστήριο για να χτίσει σώμα και να μην έχει την ανάγκη κανενός, έμαθε σκοποβολή, άνοιξε ένα εμπορικό μαγαζί και μετά από προτροπή της βάβως Γαίας (που την είχε παρει μαζί του για να της δείξει την ευγνωμοσύνη του που τον μεγάλωσε), άρχισε να συναναστρέφεται όλους τους άρχοντες και τους προεστούς του νησιού και να μαθαίνει όλες τις λοβιτούρες της εξουσίας. Με τον καιρό μεγάλωσαν οι δουλειές του, το μαγαζί του χρησίμευε συχνά πυκνά και για ξεκάρφωμα για τις «δουλειές» του.

myth_Dias

Μεγάλο μούτρο αποδείχθηκε τελικά ο Δίας αλλά και μεγάλος γυναικοκατακτητής.

Στα Σάλωνα μπορεί να σφάζονταν παλληκάρια στην ποδιά της Μαρίας της Πενταγιώτισσας, στην Κρήτη όμως σφάζονταν κοπελιές για τα μπράτσα και τους κοιλιακούς του Δία. Ολες οι γκόμενες του νησιού τρελλές και παλαβές μαζί του. Καρπερότατος γαρ, σκόρπιζε «απογόνους» από δω και απο κεί.

image006

Επειδή όμως ένας άντρας του «ύψους» του έπρεπε να αφήσει και νόμιμους απογόνους, έκανε τους υπολογισμούς τους και αποφάσισε ότι έπρεπε να παντρευτεί. Για νύφη διάλεξε μια πολύ ελκυστική κοπελιά την Μήτιδα, με πολλές γνώσεις για διάφορα θέματα. Ομως όταν αυτή έμεινε έγκυος, το ρεμάλι ο Δίας της ζήτησε να το ρίξει, γιατί δεν ήταν λέει αγόρι το παιδί που περίμεναν, και δεν είχε όρεξη να τρέφει κόρες (παρότι η Μήτιδα είχε πεί στο γυναικολόγο ότι δεν ήθελε να μάθει το φύλλο ο άντρας της, αυτός ο ξεφτίλας το αποκάλυψε στο Δία που τον δωροδόκησε). Η Μήτις όμως, που ήθελε να γίνει μάνα, του είπε να πάει να κουρεύεται και ότι αυτή θα γεννούσε το παιδί είτε αυτός το ήθελε, είτε όχι, θα το ονόμαζε Αθηνά και αν δεν του άρεσε tant pis pour lui. Μπορούσε να φύγει και να πάει αλλού να κόψει ρόδα μυρωμένα. Έξαλλος ο Δίας, έριξε δυο ρούχα σε μια βαλίτσα και έφυγε από το σπίτι χτυπώντας την πόρτα πίσω του.

640px-Hera_Campana_Louvre_Ma2283

Δεν πέρασε και πολύ καιρός και βρήκε νέα σύζυγο. Μια μεγαλοκοπέλα με αρκετούς παράδες, την δεσποινίδα Ηρα. Με δόξα και τιμή τη στεφανώθηκε και της έκανε γρήγορα γρήγορα 3 (άλλοι λένε 6) κουτσούβελα. Και αυτός έπαιρνε τους δρόμους τα βράδυα κατά λιμάνι μεριά πότε με καμιά ξανθή, πότε με καμιά κοκκινομάλλα. Ομως η κα Ηρα δεν έτρωγε κουτόχορτο, ούτε ήταν καμια άβουλη γυναικούλα. Και κάθε που μάθαινε τις πομπές του άντρα της γινόταν στο σπίτι της Κορέας. Άνοιγε το στόμα της και μέχρι και οι βαστάζοι στο λιμάνι ωχριούσαν μπροστά της. Αφήστε δε που το κέρατο και από τους δύο πήγαινε σύννεφο (όχι που θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια η μαντάμ. «Μία σου και μία μου, φίλε», μουρμούριζε από μέσα της). Πολυτάραχη η σχέση τους, ζήλιες και ραδιουργίες. Ξενοκοιμόταν η Ηρα αλλά ζήλευε σαν τρελλή και τον άντρα της, ενώ ο Δίας το έπαιζε ο άντρας ο πολλά βαρύς και δεν έδινε λόγω σε κανένα (λέγεται ότι αγαπημένο του τραγούδι ήταν το «είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω…»).

Και έτσι περνούσαν τα χρόνια, γέρασε το ζευγάρι, έφυγαν και τα παιδιά τους, άλλα παντρεύτηκαν, άλλα στο εξωτερικό για σπουδές. Απο καιρό είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους και ζούσε ο καθένας τη ζωή του. Η κα Ηρα πλέον ασχολούνταν με τις φίλες της και τις συναντήσεις για μπιρίμπα και μπρίτζ, ενώ ο μπαρμπα-Δίας, ξημεροβραδιάζονταν στο καφενείο παίζοντας τάβλι, πίνοντας τσίπουρα και χαζεύοντας τις μικρούλες που περνούσαν έξω από το μαγαζί. Εμ, καλά λένε πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούϊ!

Leave a Comment

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s