Φτάσαμε και εμείς οι περιπλανώμενοι τσιγγάνοι στην πατρίδα για να γιορτάσουμε τις άγιες τούτες μέρες. Καλώς ήρθα λοιπόν και καλώς με βρήκατε 🙂
Με πήρε το ξημέρωμα της Μεγ. Πέμπτης μέχρι να φτάσω σπίτι απο το Ελ Βενιζέλ και όχι τίποτε αλλά πρωϊ πρωϊ είχα να κάνω και το χριστιανικό μου καθήκον! (έλα, δεν θέλω ξυνισμένες μούρες και σουφρώματα, είμαι μεγάλη φαν τουγλυκού κρασιού από τα γεννοφάσκια μου, δεν θα το αλλάξω τώρα στα γεράματα!).
Αφού λοιπόν έχεις ήδη πάρει τηλέφωνο την εκκλησία από την προηγούμενη και ρωτάς τον πάτερ, «μεγάλε, τί ώρα κοινωνάτε αύριο;;» και σου λέει «μεταξύ 8.30 και 9.00», βάζεις και εσύ το ξυπνητήρι κατά τις 7.30 μη τυχόν και φτάσεις αργά και σου έχουν πιεί όλο το κρασί και μείνεις με το δισκοπότηρο στο χέρι!
Και τρέχεις στην ώρα σου στην εκκλησία, χωρίς καφέ για να ανοίξει το μάτι σου και χωρίς να έχεις φάει κάτι πρωϊνιάτικα, στήνεσαι στην ουρά περιμένοντας και ακούς «ε, σε κανένα μισάωρο θα ξεκινήσει ωτάς μια κυρία να λέει στη διπλανή της, «τέλειωσε η πρώτη κοινωνία, τώρα θα ξαναβγεί στις 9.30»!! Τον σκοτώνεις μετά, κύριε Πρόεδρε, τον παππά ή δεν τον σκοτώνεις!! Γιατί ρε αγόρι μου δεν μου λες απο τα ψες που σε πήρα τηλέφωνο ότι «έχει διάφορα στάδια η κοινωνία, κάνουμε διάλλειμα για διαφημίσεις και ξανασυνεχίζουμε μέχρι τις 10.00», να ξέρω και εγώ και να κοιμηθώ λίγο παραπάνω! Μια κουταλιά κρασί μας δίνεις και ένα κομμάτι ψωμί και εννοείς να μας το βγάλεις ξυνό, έτσι;;
Τέλος πάντων, και βγαίνει ο πάτερ Ιερώνυμος λοιπόν (ψηλός, εύσωμος, νταρντάνος, χμμ…μάλλον δεν κάνει λιτό βίο…) και αρχίζει το λόγο της ημέρας και ήταν σαν να άκουγα τον Βενιζέλο να βγάζει λόγο στη Βουλή. Τέτοια ευφράδεια και άνεση ούτε ο Ευάγγελος! Και καθοντουσαν όλοι και τον κοίταζαν με ανοιχτό το στόμο και κάποια στιγμή λέει ο πάτερ που τους την φύλαγε γιατί όπως και να το κανεις ως ποίμνιο είμεθα γύφτοι (ό,τι ακολουθεί είναι γραμμένο με δικά μου λόγια, ο πάτερ ήταν πιό σοβαρός) «λοιπόν μάγκες και τώρα που θα έρθετε να κοινωνήσετε να είσαστε ήσυχοι, ήρεμοι, όχι αγκωνιές και φωνές, όχι συμπεριφορές τσιγγάνων από το Μενίδι, γιατί θα σας …. Σε εκκλησία είσαστε όχι σε γήπεδο και σε αλάνα στα Νέα Λιόσια!», και ρε παιδιά χωρίς καμία υπερβολή, ο συνήθης όχλος των εκκλησιών έγιναν μέσα σε μια στιγμή αρνάκια του θεού! Ούτε άχνα δεν ακουγόταν μέχρι να τελειώσει η κοινωνία. Αφού νόμισα ότι είχαν σκάσει όλοι κρατώντας την ανάσα τους! Αυτό θα πει παππάς χωρίς οίκτο! No mercy!
Με αυτά, με τ΄άλλα και με κάτι ενδιάμεσα χασμουρητά και χαμόγελα, έφτασε και η σειρά μου να τιμήσω το δισκοπότηρο, να πάρω το αντιδωράκι μου (πήρα ένα μεγάαααλο, λόγω πρωϊνής λιγούρας) και να κινήσω για επιστροφή στην οικία για χαρά και πασχαλινή «εργασία».
Σήμερα, η μέρα είναι αφιερωμένη σε μένα, στην κουζίνα, στα κόκκινα αυγά, στα ταψιά, στα μαγειρέματα και στα γλυκά 🙂 . Καλή η νηστεία την μεγάλη βδομάδα, αλλά δεν μπορώ να την βγάζω μόνο με λαχανάκια Βρυξελλών, χαβιάρι, αστακό και καβουρόψυχα (όπως θα έλεγε και η Ντένη). Θέλω και κάτι διαφορετικό, κάτι λιτό, κάτι σε γίγαντες πλακί, μαυρομάτικα (τα δικά μου είναι πρασινοκαφέ, οπότε δεν ενδείκνυνται για τη μεγάλη βδομάδα 🙂 ), μακαρονάδα άνευ τύρου και ένα γλυκό βρε αδερφέ, για να συνοδεύσω τον οίνο που ευφραίνει καρδίες (εξάλλου το λέει και το άσμα «πιές γλυκό κρασί δεν είναι ντροπή, μη σε μέλλει ο κόσμος τί θα πεί…»).
Παίρνω λοιπόν την «Βίβλο» μου ανα χείρας (Βίβλος υπάρχει μόνο μία και στoν κόσμο καμία άλλη δεν ζητώ! Χρύσα Παραδείση, η ανθρωπότης υποκλείνεται και σε ευγνωμονεί!) και ξεκινώ. Kουλουράκια πασχαλινά (πεθαίνωωωω), τσουρέκι μοσχοβολιστό (γιατί χωρίς τσουρέκι Πάσχα δεν νοείται, παρότι δεν τρελλαίνομαι) και μωσαϊκό (δίνω το βασίλειό μου για ένα κομμάτι) για τις ανηψιές που τους αρέσει η σοκολάτα. Και μετά μου λέτε για εκμετάλλευση των ξένων μεταναστών! Εδώ να δείτε τί τραβάνε οι ντόπιοι μετανάστες 🙂
(Άντε και μέχρι να ψηθούν όλα τα κουλούρια, ας κάνουμε και καμιά πασχαλινή διακόσμηση στο σπίτι με αυγά κόκκινα, αυγά σοκολατενια, παπάκια και λαγούς σοκολατένιους, χωρίς πετραχίλια).
Λοιπόν, τα κουλούρια έτοιμα, το τσουρέκι φουσκώνει και το μωσαϊκό παγώνει. Και εκεί που όλα είναι στη θέση τους, το χαμόγελο μου φτάνει μέχρι τα αυτιά, έχω φουσκώσει σαν διάνος (όχι δεν είναι από το φαϊ – διανύω λιτό βίο), και η μετριοφροσύνη έχει χτυπήσει ταβάνι, περνώ μπροστά από τον καθρέφτη του διαδρόμου και παθαίνω συγκοπή με «αυτό» που αντικρύζω … κάτι μεταξύ φιλιπιννέζας οικιακής βοηθού και τσιγγάνας τουρκογύφτισας, στολισμένη με μια κοτσίδα ξεμαλλιασμένης βλαχοπούλας στη στάνη! Αδέρφια μου τσιαγγάνοι, τί είν΄τούτο;; Επικαλούμαι τον Χριστό, τη μητέρα του και όλο το σόϊ τους που μένει εκεί κάτω στη Βηθλεέμ και τρέχω σαν αλαφιασμένη για καλλωπισμό. Αλλιώς βλέπω τις σιχαμένες βρωμερές συκωταριές και τα ελεεινά και τρισάθλια μαγειριτσοαντεράκια που περιμένουν στο ψυγείο τη σειρά τους να γίνουν μεζές (μπλιαχχχχχ), να «ζωντανεύουν», να βγαίνουν από το ψυγείο και να με μουτζώνουν με χέρια και πόδια. Τί ζω Χριστέ μου!.
Ωραίαααα….τελείωσα … για να με δω… φτού μου να μη με ματιάσω! Αφού γίναμε πάλι κούκλες (έλα σύνελθε! αυτοχαστουκίζομαι) και αποκαταστήσαμε ξανά τη σχέση μας με τον αξιαγάπητο σκαλιστό καθρέφτη του διαδρόμου, φτιάχνουμε επί του παρόντος, έστω και με καθυστέρηση κάποιων ωρών, το ελληνικό μας καφεδάκι με το ωραιότατο καϊμάκι του, βάζουμε και δυο κουλούρια σουσαμένια στο πιάτο και καθόμαστε αραχτοί και λάϊτ στην πολυθρόνα του σαλονιού, εφαρμόζοντας την ιστορική προτροπή του αείμνηστου Μίμη Φωτόπουλου, «και μετά θα κάαααααααθοομαιιι» ! 🙂 Αμ, πώς!
Νεώτερα αύριο πάλι 🙂