Kαι εκεί που ξυπνάς το πρωί βλέπεις έναν λαμπερό εισβολέα μέσα το δωμάτιο και τρελλαίνεσαι! Ήλιος! Oυάουυ! Πετιέσαι από το κρεββάτι, τρέχεις στην κουζίνα, αναγαλλιάζει η ψυχή σου γιατί άνθισαν οι ορχιδέες σου και είναι κούκλες ζωγραφιστές, φτιάχνεις μυρωδάτο καφέ και σχεδιάζεις τη μέρα για βόλτα γιατί τέτοιον καιρό δεν είναι να τον χάσεις, αφού η βροχή καραδοκεί πάντα (κάπου σε μια γωνία για να σε επαναφέρει στην τάξη, η κακούργα η παλιογυναίκα).
Ντύνεσαι, στολίζεσαι, βάζεις καπέλα, κασκώλ και όλη την πανωπλία του κρύου και κατεβαίνεις τρέχοντας τις σκάλες. Βγαίνεις έξω σφυρίζοντας και τραγουδώντας (ο κύριος από απέναντι σου ρίχνει ένα βλέμμα κατανόησης και ..συμπόνιας), περνάς μπροστά από τη λιμνούλα σου, λες μια καλημέρα στις πάπιες και στην οικογένειά τους και συνεχίζεις το δρόμο σου. Στη γωνία πριν στρίψεις, ένας κύκνος μέσα στη λίμνη αρχίζει να «τσακώνεται» με δύο πάπιες έξω από αυτή, προφανώς λογομαχούν για τις τιμές στη λαϊκή αγορά που έχει λίγο πιο κάτω στην πλατεία. Αυτή η δουλειά γίνεται κάθε σαββατοκύριακο. Και όχι τίποτε άλλο αλλά έχουν και τα μικρά παιδιά γύρω γύρω στο γρασίδι και ακούν τις κατινιές και τις γκρίνιες τους. «Οικογενειακές» στιγμές απείρου κάλλους λες και συνεχίζεις τη βόλτα σου.
Δρόμο παίρνεις δρόμο αφήνεις, φωτογραφίες βγάζεις από τη γειτονιά σου, την χαίρεσαι και την θαυμάζεις (Μerci mon Dieu λες για να σε καταλάβει και ο βέλγος θεούλης αφού δεν ομιλεί την ελληνική) και βγαίνεις σινάμενη, κουνάμενη και με χαμόγελο στα χείλη στον κεντρικό δρόμο. Βλέπεις τις γραμμές του τραμ, βλέπεις τις συστάδες των γυμνών ακόμη δέντρων (και τα ονειρεύεσαι γεμάτα και καταπράσινα ντυμένα) και τσουπ εκεί που περπατάς λαμβάνεις μήνυμα «μεσημεριανό στο τάδε μέρος την ταδε ώρα». Χοροπηδάς (από μέσα σου γιατί αλλιώς κινδυνεύεις να βρεθείς να κοιτάς άσπρους τοίχους) και αυξάνεις την ταχύτητα του βήματος (τρελλαίνεσαι στα γέλια όταν ακούς απο πίσω σου μια φωνή να λέει εις άψογον ελληνική “εντάξει ρε συ μην είσαι μ@λ@κ@ς” γυρνάς και βλέπεις δύο φίλους να μιλάνε – προφανώς φοιτητές – ακόμα και στην Ανταρκτική να πας θα μας βρεις – we are the best!). Ο ήλιος τα κάνει όλα να λάμπουν και σε προτρέπει να τραβήξεις μερικές φωτογραφίες από τα μέρη της γειτονιάς. Για κοίτα τί ωραία που φαίνεται η εκκλησία που την προσπερνάς συνέχεια αλλά δεν σταματάς να της πείς και ένα «γειά σου όμορφη».. Αμ, αυτό το μαγαζάκι με τον Σαρλί Εμπντό στη βιτρίνα του και την πανέμορφη τσαγερί απέναντι τί σου λένε. Χρώματα, αρώματα και μέσα σ΄όλα και εσύ!
Tηλέφωνο στους φίλους ότι έφτασα και τους περιμένω. Έρχονται σε δυο λεπτά. Ωραίοι άνθρωποι και ωραίες στιγμές. Προχωράτε παρέα προς το εστιατόριο, περνώντας έξω από χρωματιστές γκαλερί, ασημενιες γυαλιστερές αντικερί και κομψές μπουτίκ που σε τραβάνε να μπεις μέσα να κανεις μια μικρή αγορά (και μπαίνεις και την κάνεις εννοείται όπως κάθε σωστή γυναίκα καταναλώτρια που σέβεται την γυναικεία της υπόσταση). Μπαίνεις μέσα στο εστιατόριο, κάθεσαι παραγγέλνεις οίνους και αμβροσίες και χαίρεσαι κουβεντούλα που καλύπτει όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Κάνεις ένα μικρό διάλλειμμα για να «υποδεχτείς» στο στομάχι σου τη γλώσσα και το λαβράκι που έχουν καταφθάσει στο πιάτο σου και συνεχίζεις τη φλυαρία. Κάποια στιγμή επέρχεται και ο κάματος και αποφασίζεις να πάρεις ένα καφεδάκι και ένα γλυκάκι για να «στεφανώσεις» όλη τη μεσημεριανή γευστική πανδαισία. Και τότε φτάνει στο τραπέζι ένα τιραμισού που σου τρέχουν τα σάλια και με ταχύτητα φωτός «καρφώνονται» πάνω όλα τα κουτάλια και το εξαφανίζουν εν ρυπή οφθαλμού. Γλύφεις και τα δάχτυλά σου και ξαναγυρίζεις στον καφέ σου για την τελευταία γουλιά πριν σηκωθείς και ξαναβάλεις την χειμερινή πανωπλία σου για να ξαναπάρεις το δρόμο της επιστροφής μαζί με τους όμορφους φίλους σου. Αγκαλιές, φιλιά, οι μεν στριβουν απο δώ, οι δε στρίβουν από κει, ο άτιμος ο καιρός σε έχει βάλει στο μάτι και έχει αρχίσει να ψιχαλίζει, «κατεβάζεις» όλα τα «θρησκευτικά» που έχει μάθει στα λιμάνια που γύριζες τα καλοκαίρια των διακοπών και προχωράς απτόητη μουρμουρίζοντας «Ι΄m singing in the rain».
Βλέπεις το τράμ και τρέχεις να μπεις μέσα μπας και γλυτώσεις καμια σταγονίτσα αλλά θυμάσαι ότι σε δυο στάσεις πρέπει να ξανακατέβεις και να περάσεις από το ανθοπωλείο. Κάνεις τη (βρεμμένη) καρδιά σου πέτρα και μέσα στο ψιλόβροχο εγκαταλείπεις το τράμ και τρέχεις στο ανθοπωλείο. Ετοιμο το μπουκετάκι (άλλο πράγμα το λουλούδι στο σπίτι παιδιά. ανοίγει την καρδιά με τα χρώματά του όταν έξω ο ουρανός έχει κατεβεί σε επίπεδα…στοών ορυχείου). Το «βουτάς» και ξανά έξω στη βροχή και τ΄αγιάζι γραμμή για την οικία.
Ξεκλειδώνεις, ανεβαίνεις τα 65 σκαλιά μέχρι την πόρτα σου, ανοίγεις, μπαίνεις, πετάς τα ρούχα στον καναπές, βάζεις το μπουκέτο στο βάζο, του λες πόσο όμορφο είναι και το φτυνεις να μην το ματιάσεις, «ντύνεσαι» την σπιτική σου ενδυμασία, φουτερ-παντοφλίτσες-φορμίτσα, βάζεις ένα CD με τον Ρίκυ Μάρτιν-κόλαση και αρχίζεις να λικνίζεσαι μαζί του στους ρυθμούς της Bomba πριν καταπέσεις στον καναπέ (είσαι και μεγάλος άνθρωπος) και αρχίζεις να γράφεις διάφορες βλακείες για να γελάνε οι άλλοι και εσύ μαζί. Αυτά τα μικρά, ωραία πράγματα που ομορφαίνουν τη ζωή και την χρωματίζουν. Ας ξαναπάω να γυρίσω το CD γιατί τελείωσε.